23.-(1) Οι έλεγχοι που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα με σκοπό τη διαπίστωση της συνεχούς συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους είναι αναλογικοί, επαρκείς και προσαρμοσμένοι στους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το ίδρυμα πληρωμών.
(2) Για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει, χωρίς επηρεασμό των λοιπών εξουσιών της δυνάμει του παρόντος Νόμου, τα εξής μέτρα:
(α) Να απαιτεί από το ίδρυμα πληρωμών να της παρέχει κάθε πληροφορία απαραίτητη για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης, διευκρινίζοντας κατά το δέον τον σκοπό του αιτήματος∙
(β) να πραγματοποιεί επιτόπιους ελέγχους στο ίδρυμα πληρωμών, καθώς και σε κάθε αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών υπό την ευθύνη του ιδρύματος ή σε κάθε εξωτερική οντότητα στην οποία ανατίθενται δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών∙
(γ) να εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές και εφόσον ενδείκνυται, δεσμευτικές διοικητικές διατάξεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, περιορισμό των εργασιών του ιδρύματος πληρωμών και απομάκρυνση οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου διευθυντικού στελέχους, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληρωμών παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του Μέρους II ή οποιασδήποτε οδηγίας εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά ατομική διοικητική πράξη, ή με τους όρους της άδειας του ιδρύματος πληρωμών∙
(δ) να αναστέλλει την άδεια λειτουργίας ή να την ανακαλεί σύμφωνα με το άρθρο 13.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διαδικασιών ανάκλησης των αδειών λειτουργίας και οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή άλλου Νόμου προβλέποντος περί του αξιοποίνου πράξεως ή παραλείψεως, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να επιβάλλει κυρώσεις ή να λαμβάνει μέτρα κατά του ιδρύματος πληρωμών ή των υπεύθυνων διευθυνόντων του, σύμφωνα με το εδάφιο (2) και το άρθρο 25 σε περίπτωση παράβασης νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικών με τον έλεγχο ή την άσκηση των δραστηριοτήτων του σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών, σκοπός των οποίων είναι ο τερματισμός των παραβάσεων και η εξάλειψη των αιτιών των παραβάσεων.
(4) Ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις του άρθρου 7, του άρθρου 8(1) και (2) και του άρθρου 9, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ώστε να εξασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών κεφαλαίων για τις υπηρεσίες πληρωμών, ιδίως όταν οι εκτός των υπηρεσιών πληρωμών δραστηριότητες του ιδρύματος πληρωμών βλάπτουν ή ενδέχεται να βλάψουν την οικονομική του ευρωστία.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί την αρμόδια αρχή για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων των Μερών ΙΙΙ και IV αναφορικά με-
(α) Υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από πιστωτικό ίδρυμα∙
(β) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα πληρωμών που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(γ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα∙
(δ) υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος ή αντιπροσώπου που λειτουργεί σύμφωνα με το δικαίωμα εγκατάστασης, ή από πιστωτικό ίδρυμα ή από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος∙
(ε) τηρουμένου του άρθρου 99(4), υπηρεσίες πληρωμών παρεχόμενες σε άλλο κράτος μέλος υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης από πιστωτικό ίδρυμα, από ίδρυμα πληρωμών ή από ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα.