11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.
(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.
(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-
(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-
(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και
(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και
(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:
(α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή
(β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015.
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται αναφορικά με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις ή πράξεις, η οποία θίγει ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας:
(α) Απόφαση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με την παροχή, την ανάκληση ή τον περιορισμό πλεονεκτημάτων τα οποία προβλέπονται σε οποιαδήποτε από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου·
(β) απόφαση που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9Ε ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 9ΙΑ του περί Προσφύγων νόμου∙
(γ) δυσμενής απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία-
(i) κρίνει αίτηση ως αβάσιμη, όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ή
(ii) κρίνει αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, ή
(iii) αποφασίζει να εφαρμόσει επί της αίτησης τις διατάξεις του άρθρου 12Βδις του περί Προσφύγων Νόμου, ή
(iv) αρνείται να αρχίσει εκ νέου την εξέταση αίτησης η οποία σταμάτησε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16Β ή του άρθρου16Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ή
(v) ανακαλεί διεθνή προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, του άρθρου 6Α ή του εδαφίου (3Α) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ή
(vi) παύει διεθνή προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 ή του εδαφίου (3) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ή
(vii) αποφασίζει να χορηγήσει στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, αντί του καθεστώτος πρόσφυγα·
(δ) δυσμενής απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επί αίτησης διεθνούς προστασίας, εκδοθείσα στα πλαίσια ενώπιόν της διοικητικής προσφυγής, περιλαμβανομένης απόφασης η οποία αναφέρεται στις υποπαραγράφους (i) έως (vii) της παραγράφου (γ)∙
(ε) απόφαση μεταφοράς η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 27 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.
(5) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.
(6) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δύναται να διατάζει διοικητική αρχή όπως του απαντήσει ερώτημα σχετικό προς το εξεταζόμενο επίδικο θέμα εντός καθοριζόμενης από το δικαστήριο προθεσμίας.
(7) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, είτε διατάσσοντας συναφώς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου είτε μέσω του προσφεύγοντα είτε άλλως πως.
(8) Σε περίπτωση που πρόσωπο προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης, ο καθ’ ου η αίτηση παρέχει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας και στον προσφεύγοντα εφόσον αυτό ζητηθεί πρόσβαση στις πληροφορίες του διοικητικού φακέλου που αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση ή πράξη.
(9) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας οφείλει, σε εύλογο χρόνο, να εκδίδει γραπτώς την απόφασή του και να την κοινοποιεί στον προσφεύγοντα ή στο δικηγόρο που τον εκπροσωπεί νόμιμα.
(10) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, όταν εκδίδει αποφάσεις ή διατάγματα που αφορούν αιτητή ή δικαιούχο διεθνούς προστασίας υπό αυτή του την ιδιότητα, αναφέρει μόνο τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του.