5.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα σχεδιάζει και διαχειρίζεται διαδικασία τακτικής συλλογής πληροφοριών και στοιχείων από κάθε πάροχο υπηρεσιών πληρωμής, και κατά περίπτωση, από κάθε σύστημα καρτών πληρωμής, για σκοπούς της διασφάλισης της εφαρμογής των διατάξεων των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(2) Όταν η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει παράβαση οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, βάσει των πληροφοριών και στοιχείων που συλλέγονται κατά το εδάφιο (1) ή άλλως πως, επιλαμβάνεται των εν λόγω παραβάσεων και επιβάλλει τυχόν μέτρα ή/και κυρώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV του παρόντος Νόμου.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, στις περιπτώσεις που βάσιμα κρίνει ότι ενδεχομένως να υπάρχουν θέματα ανταγωνισμού, διαβιβάζει τη σχετική πληροφόρηση στην Επιτροπή, και την ενημερώνει για τυχόν μέτρα που έχει λάβει ή ενδέχεται να λάβει ή/και κυρώσεις που έχει επιβάλει ή ενδέχεται να επιβάλει, κατά το εδάφιο (2).
(4) Κατόπιν λήψης ενημέρωσης δυνάμει του εδαφίου (3), η Επιτροπή, δύναται να ζητεί, από οποιοδήποτε πρόσωπο, πληροφορίες και στοιχεία για σκοπούς διασφάλισης της εφαρμογής οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(5) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών και στοιχείων που συλλέγονται κατά το εδάφιο (4), διαπιστώνει παραβάσεις οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 και 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 από οποιοδήποτε πρόσωπο, επιλαμβάνεται τέτοιων παραβάσεων δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV του παρόντος Νόμου.
(6) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται να ζητεί από οποιοδήποτε πρόσωπο πληροφορίες και στοιχεία σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία έχει εύλογη υποψία παράβασης οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, συμπεριλαμβανομένου και κατόπιν λήψεως δεόντως αιτιολογημένου παραπόνου, και δύναται να επιλαμβάνεται τέτοιων παραβάσεων δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV του παρόντος Νόμου.