Για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής των Άρθρων 13 και 14 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες»,
H Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Διατραπεζικών Προμηθειών για Πράξεις Πληρωμών με Κάρτες Νόμος του 2018.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο-
«αρμόδια αρχή» σημαίνει αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που ορίζεται διά του άρθρου 4·
«εγκύκλιος» σημαίνει τη διευκρινιστικού περιεχομένου εγκύκλιο αρμόδιας αρχής που δημο-σιεύεται στην ιστοσελίδα της αρμόδιας αρχής που την εκδίδει·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύεται διά του άρθρου 8 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου·
«εποπτευόμενο πρόσωπο» σημαίνει πρόσωπο το οποίο υπόκειται σε υποχρέωση, απαγόρευση ή περιορισμό δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες»·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·
«οδηγία» σημαίνει την κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία της Επιτροπής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 19(1) του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου·
«Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή» σημαίνει την Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
(2) Όροι, που χρησιμοποιούνται στον παρόντα Νόμο και δεν ερμηνεύονται διαφορετικά, έχουν την έννοια την οποία τους αποδίδει ο Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751.
(3) Στον παρόντα Νόμο-
(α) Oποιαδήποτε αναφορά στον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 σημαίνει και τις δυνάμει αυτού κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και κατευθυντήριες γραμμές·
(β) οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και κατευθυντήριες γραμμές σημαίνει τις εν λόγω πράξεις, όπως αυτές εκάστοτε διορθώνονται, τροποποιούνται ή αντικαθίστανται· και
(γ) οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.
(4) Οποιαδήποτε αναφορά στον παρόντα Νόμο σημαίνει και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες και εγκυκλίους.
4.-(1) Η Επιτροπή, η Κεντρική Τράπεζα και η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή ορίζονται ως οι αρμόδιες αρχές επιφορτισμένες με την ευθύνη της διασφάλισης της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού, εκτός όπου γίνεται διαφορετική ρητή κατανομή ευθύνης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(2) Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο ή Κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 εξουσιών, αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους, να συνεργάζονται µε άλλες αρχές ή όργανα ή σώματα ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα.
(3) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνάπτουν μεταξύ τους μνημόνιο συνεργασίας εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη ρύθμιση της μεταξύ τους συνεργασίας, για την αποτελεσματική διεξαγωγή των καθηκόντων τους και για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(4) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών, αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της κατά τον παρόντα Νόμο ή/και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/751, να προβεί σε αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, αν τέτοια αίτηση προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο.
5.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα σχεδιάζει και διαχειρίζεται διαδικασία τακτικής συλλογής πληροφοριών και στοιχείων από κάθε πάροχο υπηρεσιών πληρωμής, και κατά περίπτωση, από κάθε σύστημα καρτών πληρωμής, για σκοπούς της διασφάλισης της εφαρμογής των διατάξεων των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(2) Όταν η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώνει παράβαση οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, βάσει των πληροφοριών και στοιχείων που συλλέγονται κατά το εδάφιο (1) ή άλλως πως, επιλαμβάνεται των εν λόγω παραβάσεων και επιβάλλει τυχόν μέτρα ή/και κυρώσεις, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV του παρόντος Νόμου.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα, στις περιπτώσεις που βάσιμα κρίνει ότι ενδεχομένως να υπάρχουν θέματα ανταγωνισμού, διαβιβάζει τη σχετική πληροφόρηση στην Επιτροπή, και την ενημερώνει για τυχόν μέτρα που έχει λάβει ή ενδέχεται να λάβει ή/και κυρώσεις που έχει επιβάλει ή ενδέχεται να επιβάλει, κατά το εδάφιο (2).
(4) Κατόπιν λήψης ενημέρωσης δυνάμει του εδαφίου (3), η Επιτροπή, δύναται να ζητεί, από οποιοδήποτε πρόσωπο, πληροφορίες και στοιχεία για σκοπούς διασφάλισης της εφαρμογής οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(5) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών και στοιχείων που συλλέγονται κατά το εδάφιο (4), διαπιστώνει παραβάσεις οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 και 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 από οποιοδήποτε πρόσωπο, επιλαμβάνεται τέτοιων παραβάσεων δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV του παρόντος Νόμου.
(6) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή δύναται να ζητεί από οποιοδήποτε πρόσωπο πληροφορίες και στοιχεία σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία έχει εύλογη υποψία παράβασης οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 3 έως 5 και 7 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, συμπεριλαμβανομένου και κατόπιν λήψεως δεόντως αιτιολογημένου παραπόνου, και δύναται να επιλαμβάνεται τέτοιων παραβάσεων δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV του παρόντος Νόμου.
6.-(1) Η Επιτροπή είναι αρμόδια αρχή για τη διασφάλιση της εφαρμογής των Άρθρων 6, 8, 9, 10(1) έως (3), 11 και 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 βάσει των ερευνών που διενεργεί ή πληροφοριών ή/και στοιχείων που συλλέγει μέσω της Υπηρεσίας της, από ή σε σχέση με εποπτευόμενο πρόσωπο, και επιλαμβάνεται των εν λόγω παραβάσεων, δυνάμει των διατάξεων των Μερών ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια αρχή για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του Άρθρου 10(5) του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(3) Η Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή είναι η αρμόδια αρχή για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων του Άρθρου 10(4) του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
7.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4 και χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης διάταξης του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, έκαστη αρμόδια αρχή δύναται να συλλέγει από κάθε εποπτευόμενο πρόσωπο, στοιχεία, έγγραφα και πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, σε έντυπη μορφή, ηλεκτρονική και/ή ψηφιακή επεξεργάσιμη μορφή και/ή οποιαδήποτε άλλη μορφή η αρμόδια αρχή ήθελε καθορίσει:
(2) Κάθε αρμόδια αρχή δύναται, για τους σκοπούς εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος Νόμου-
(α) Nα ζητεί και να λαμβάνει από κάθε εποπτευόμενο πρόσωπο περαιτέρω διευκρινίσεις, έγγραφα και πληροφορίες και στοιχεία ως η ίδια κρίνει απαραίτητα ή σχετικά, και
(β) να διεξάγει αυτεπάγγελτες έρευνες και έρευνες κατόπιν δεόντως τεκμηριωμένων καταγγελιών, και
(γ) να συνεργάζεται και να ανταλλάζει, έγγραφα και πληροφορίες και στοιχεία με την άλλη αρμόδια αρχή καθώς και με κάθε αρμόδια αρχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση για διερεύνηση διασυνοριακών παραβάσεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
(3) Στο αίτημα της αρμόδιας αρχής καθορίζονται οι πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα ή/και διευκρινίσεις, που απαιτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία, που δε δύναται να είναι μικρότερη των είκοσι ημερών και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής πληροφοριών, στοιχείων και εγγράφων.
(4) Το εποπτευόμενο πρόσωπο, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα της αρμόδιας αρχής, έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, στοιχείων, εγγράφων ή/και διευκρινίσεων, σε έντυπη μορφή, ηλεκτρονική και/ή ψηφιακή επεξεργάσιμη μορφή και/ή οποιαδήποτε άλλη μορφή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
(5) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν μεταξύ τους στοιχεία για σκοπούς της άσκησης των εξουσιών, αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους κατά τον παρόντα Νόμο ή/και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/751.
8.-(1) Η κάθε αρμόδια αρχή δύναται, για τους σκοπούς ενάσκησης των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να διεξάγει επιτόπιους ελέγχους και έρευνες στις εγκαταστάσεις καθώς και να αποκτά πρόσβαση σε εικονικούς χώρους αποθήκευσης πληροφοριών κάθε εποπτευόμενου προσώπου και προς τούτο έχει την εξουσία -
(α) Nα εισέρχεται σε εγκαταστάσεις και να ελέγχει έγγραφα και δεδομένα, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα ή τα δεδομένα που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου ή της έρευνας ενδέχεται να είναι ουσιώδη για τη στοιχειοθέτηση υπόθεσης παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751ˑ και
(β) να λαμβάνει ή να αποκτά, υπό οποιαδήποτε μορφή, αντίγραφο των εγγράφων και δεδομένων, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονταιˑ και
(γ) να σφραγίζει οποιοδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, έγγραφα και δεδομένα, κατά τη διάρκεια του ελέγχου και στο βαθμό που απαιτούνται από τον έλεγχοˑ και
(δ) να υποβάλλει σε κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού του εποπτευόμενου προσώπου, ερωτήσεις και να ζητά επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2) Οι κατά το εδάφιο (1) έλεγχοι και έρευνες διενεργούνται και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται από την Επιτροπή μέσω της Υπηρεσίας της και στην περίπτωση που αυτό κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι λειτουργοί της Υπηρεσίας συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους ή/και λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, νοουμένου ότι συναινεί η προϊστάμενη αρχή των εν λόγω υπαλλήλων ή/και λειτουργών, ή/και από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατό να εργοδοτούνται από την Επιτροπή ή να παρέχουν υπηρεσίες σε αυτή:
(3) Οι έλεγχοι και οι έρευνες δύνανται να διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του εποπτευόμενου προσώπου.
(4) Το εποπτευόμενο πρόσωπο, στο οποίο διενεργείται έλεγχος ή έρευνα, δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορό του κατά τη διάρκεια του ελέγχου ή έρευνας, η παρουσία όμως του συνηγόρου δεν συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο του ελέγχου ή έρευνας, ούτε υπεράσπιση για τη μη ή/και πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή της αρμόδιας αρχής.
(5) Εφόσον το κρίνει σκόπιμο, η αρμόδια αρχή ζητά τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(6) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γνωστοποίηση πληροφοριών σε οποιαδήποτε αρμόδια αρχή από πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιοδήποτε περιορισμό στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στη γνωστοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω γνωστοποίηση.
9. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να συνεργάζονται με τις αρχές που ορίζονται ως αρμόδιες σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
10. Στις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση οποιουδήποτε εκ των Άρθρων 6, 8 έως 9, 10(1) έως (3), 11 και 12 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργεί η Υπηρεσία, η Επιτροπή κινεί διαδικασία εξέτασης κατά το άρθρο 17 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.
11. Η Επιτροπή δύναται μέσω της Υπηρεσίας της, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, να διεξάγει συνέντευξη με κάθε φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπο που εκπροσωπεί νομίμως νομικό πρόσωπο, το οποίο συναινεί προς αυτό, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων αναφορικά με το αντικείμενο του διενεργούμενου ελέγχου ή έρευνας, κατά το άρθρο 30Α του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.
12.-(1) Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις και να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και να λαμβάνουν μέτρα για κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 για την οποία είναι αρμόδιες και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους, άνευ επηρεασμού οποιωνδήποτε ποινικών διαδικασιών που υφίστανται ή έχουν ολοκληρωθεί:
(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν ή/και να επιβάλλουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα διοικητικά μέτρα και διοικητικές κυρώσεις, στην περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 για τις οποίες είναι αρμόδιες:
(α) Eντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να παύσει την παράβαση και να λάβει τα δέοντα μέτρα που διασφαλίζουν ότι δεν θα επαναληφθεί, τα οποία κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή η οποία επέβαλε την εν λόγω εντολή και η οποία δύναται να εποπτεύσει την εφαρμογή των μέτρων αυτών·
(β) διοικητικό πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι και το 10% του κύκλου εργασιών όπως αυτός καταγράφεται στις τελευταίες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις που είναι διαθέσιμες και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, διοικητικό πρόστιμο μέχρι χίλια ευρώ για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης·
(γ) χωρίς επηρεασμό της παραγράφου (β), εάν αυτές οι διατάξεις εφαρμόζονται στην περίπτωση διοικητικού συμβούλου, διευθυντή ή αξιωματούχου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια, διοικητικό πρόστιμο μέχρι ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ∙
(δ) αναγκαία μέτρα για την ορθή ενημέρωση του κοινού, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών που δημοσιοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων απαιτώντας από οποιοδήποτε εποπτευόμενο πρόσωπο ή άλλο πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες τη δημοσίευση διορθωτικής δήλωσης∙
(ε) σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή/και εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, διοικητικό πρόστιμο στο εποπτευόμενο πρόσωπο ύψους μέχρι ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ∙
(στ) χωρίς επηρεασμό της παραγράφου (ε), σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, διοικητικό πρόστιμο στο εποπτευόμενο πρόσωπο μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης∙
(ζ) σε περίπτωση που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας το εποπτευόμενο πρόσωπο επιδεικνύει ελλιπή ή αλλοιωμένα τα αιτηθέντα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς ή άλλα επαγγελματικά έγγραφα ή σε περίπτωση άρνησης του εποπτευόμενου προσώπου να συμμορφωθεί προς εντολή της αρμόδιας αρχής για έλεγχο ή έρευνα, διοικητικό πρόστιμο στο εποπτευόμενο πρόσωπο μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης∙
(η) σε περίπτωση παράλειψης του εποπτευόμενου προσώπου να συμμορφωθεί προς εντολή της αρμόδιας αρχής για διενέργεια ελέγχου ή έρευνας, διοικητικό πρόστιμο σε αυτό μέχρι χίλια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
13.-(1) Οι αρμόδιες αρχές, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών μέτρων ή/και διοικητικών κυρώσεων, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων στοιχείων, όπου κρίνεται σκόπιμο-
(α) Τη σοβαρότητα της παράβασης·
(β) το επίπεδο συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με έκαστη αρμόδια αρχή·
(γ) τις οποιεσδήποτε προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου· και
(δ) τυχόν μέτρα που έχουν ληφθεί για την αποτροπή συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης αμέσως μετά την πρώτη παρέμβαση της αρχής.
(2) Η λήψη αποφάσεων ή/και άλλων μέτρων ή/και η επιβολή διοικητικού προστίμου, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, διενεργείται εφόσον η αρμόδια αρχή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί ή να υποβάλει παραστάσεις προφορικώς ή γραπτώς, και εφόσον η αρμόδια αρχή αιτιολογήσει δεόντως τις εν λόγω αποφάσεις, μέτρα και διοικητικά πρόστιμα.
14.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α) Παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση απόφασης, διοικητικού μέτρου ή διοικητικής κύρωσης της αρμόδιας αρχής, ή/και
(β) παραβαίνει υποχρέωση προς εχεμύθεια που προκύπτει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή/και
(γ) παρέχει ψευδή ή παραπλανητικά ή ανακριβή στοιχεία, πληροφορίες ή έγγραφα ή έντυπα που υποβάλλονται σε αρμόδια αρχή ή εντός οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο,
διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Ποινική ευθύνη για τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο αδικήματα που διαπράττεται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στη διάπραξη του αδικήματος.
(3) Πρόσωπο που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), υπέχει ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά σε βάρος τρίτων ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
(4) Ποινική δίωξη, σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, ασκείται μόνο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του.
15. Έκαστη αρμόδια αρχή δύναται με οδηγία της να ορίζει, εξειδικεύει ή διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, κάθε σχετικό θέμα αναφορικά με τους τρόπους αναφοράς παραβάσεων, την παρακολούθηση των αναφορών και τους μηχανισμούς προστασίας των προσώπων που προβαίνουν σε τέτοιες αναφορές.
16.-(1) Οι αποφάσεις έκαστης αρμόδιας αρχής δέον να είναι επαρκώς αιτιολογημένες και κοινοποιούνται προς κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(2) Οι αποφάσεις έκαστης αρμόδιας αρχής, εκτός αν αφορούν επιβολή μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι, πλημμελής δημοσίευση δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της απόφασης.
17.-(1)(α) Με την επιφύλαξη των λοιπών παραγράφων του παρόντος εδαφίου, η κάθε αρμόδια αρχή δημοσιεύει στο διαδικτυακό της τόπο, κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται διοικητική κύρωση ή άλλο μέτρο για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο∙ η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.
(β) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) δεν εφαρμόζονται για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.
(γ) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η απόφαση ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικού προσώπου είναι δυσανάλογη, κατόπιν αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, η αρμόδια αρχή -
(i) Αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης μέχρι να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι της εν λόγω αναβολής∙ ή
(ii) δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, εφόσον η δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· ή
(iii) δεν δημοσιεύει την απόφαση, αν θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τις διατάξεις των υποπαραγράφων (i) και (ii) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί η αναλογικότητα της δημοσίευσης των εν λόγω αποφάσεων σχετικά με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.
(δ) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει να δημοσιεύσει απόφαση με ανώνυμο τρόπο κατά τα διαλαμβανόμενα στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ), δύναται να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων για εύλογο χρονικό διάστημα, όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης θα παύσουν κατά την περίοδο αυτή.
(2) Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή προβεί σε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο, οφείλει να δημοσιεύσει και κάθε επακόλουθη διαφοροποίηση των γεγονότων που δημοσιοποιήθηκαν με τη πρώτη δημοσίευση, όπως την τυχόν ανάκληση της σχετικής κύρωσης ή μέτρου από την αρμόδια αρχή, την τυχόν προσβολή της κύρωσης ή μέτρου με προσφυγή ή έφεση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου και την έκβαση τέτοιας προσφυγής ή έφεσης, περιλαμβανομένης της ακύρωσης της κύρωσης ή μέτρου από το αρμόδιο Δικαστήριο.
(3) Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι κάθε απόφαση που δημοσιεύεται, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, παραμένει στο διαδικτυακό της τόπο για διάστημα μέχρι ενός έτους μετά τη δημοσίευσή της∙ τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην εν λόγω δημοσίευση διατηρούνται στο διαδικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τη προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
19. Κλητεύσεις, οι οποίες διενεργούνται εκ της Επιτροπής για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, διενεργούνται κατά το άρθρο 45 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.
20.-(1) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται, με εύλογο και κοστοστρεφή τρόπο, να καθορίζει όλα τα τέλη που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751 και να απαιτεί την καταβολή τους από κάθε εποπτευόμενο πρόσωπο.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει οδηγίες για τον καθορισμό και την καταβολή των τελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) από εποπτευόμενο πρόσωπο.
(3) Τα τέλη, τα οποία επιβάλλει η Επιτροπή σε εποπτευόμενο πρόσωπο δυνάμει του παρόντος άρθρου, δύναται να καθορίζονται με διάταγμα το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
21. Ο Πρόεδρος, τα άλλα τέσσερα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής, τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και τα πρόσωπα τα οποία εργάζονται υπό την εποπτεία της Επιτροπής, καθώς και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας ή της Υπηρεσίας, καθώς και μέλη της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων, των αρμοδιοτήτων ή εξουσιών τους δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.