19.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του Άρθρου 7 του Κανονισμού ή παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε άλλη απαγορευτική ή επιτακτική διάταξη του εν λόγω Κανονισμού ή του παρόντος Νόμου και/ή οποιωνδήποτε Κανονισμών και/ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Αυτοπροσώπως ή διά υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του παρακωλύει ή παρεμποδίζει Επιθεωρητή να ασκήσει οποιοδήποτε από τα καθήκοντα και εξουσίες που του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο,
(β) σκόπιμα παρεμποδίζει ή παραπλανεί κατ’ οποιοδήποτε τρόπο Επιθεωρητή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών που του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο,
(γ) παρεμποδίζει οποιοδήποτε πρόσωπο που συνοδεύει τον Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16, να εισέλθει σε εγκατάσταση ή υποστατικό ή να παράσχει βοήθεια στον Επιθεωρητή,
(δ) αρνείται να παράσχει στον Επιθεωρητή ή σε πρόσωπο που τον συνοδεύει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16, ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος της εγκατάστασης ή του υποστατικού,
(ε) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οδηγία ή αξίωση του Επιθεωρητή,
(στ) αρνείται ή παραλείπει να τηρήσει οποιοδήποτε όρο της Άδειας,
(ζ) αρνείται να παραλάβει ειδοποίηση εξώδικης ρύθμισης αδικήματος που αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 20(2),
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.