20.-(1)(α) Επιθεωρητής που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 7 του Κανονισμού ή των Κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το χρηματικό ποσό της εξώδικης ρύθμισης που επιβάλλει ο Επιθεωρητής καθορίζεται με Κανονισμούς, είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος και δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες (€4.000,00) ευρώ.
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης, ο Επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση, στην οποία καθορίζεται το αδίκημα και ο χρόνος της διάπραξής του καθώς επίσης και το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο αυτό καλείται να καταβάλει.
(3) Αν η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ότι συνιστά αδίκημα, επαναληφθεί για δεύτερη φορά ή δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ ωρών (48) από την ώρα επίδοσης της ειδοποίησης του εξώδικου προστίμου, τότε ο Επιθεωρητής δύναται να επιβάλλει ποσό εξώδικου προστίμου διπλάσιο του ποσού που καθορίστηκε κατά την πρώτη παράβαση και σε περίπτωση που η πράξη ή η παράλειψη επαναληφθεί για τρίτη φορά, τότε ο Αρχιεπιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδάφιου (3), αν το χρηματικό ποσό που προβλέπεται στα εδάφια (1) ή (2) καταβληθεί στο λογιστήριο του Τμήματος Περιβάλλοντος ή στο λογιστήριο των κατά τόπους επαρχιακών γραφείων του Τμήματος Γεωργίας, πριν από τη χρονική περίοδο των δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης, εκδίδεται απόδειξη και ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(β) Στην απόδειξη που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου (α) αναφέρονται τα ακόλουθα:
(i) Το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα,
(ii) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(iii) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος, και
(iv) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4), δεν χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(6) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δεν θεωρείται ως καταδίκη. σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου, παρόμοιας φύσης αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.