18.-(1) Σε περίπτωση που οι διάδικοι σε οικογενειακή υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου επιθυμούν να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους με διαμεσολάβηση, δηλώνουν την επιθυμία τους αυτή ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και εφόσον κρίνει ότι η διαφορά των διαδίκων έχει πιθανότητα να επιλυθεί μέσω διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, δύναται να αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας, για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση:
(2) Όταν συμπληρωθεί η χρονική διάρκεια της διαμεσολάβησης που καθορίζεται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης, αν υπάρχει, και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία συμβιβασμού, το δικαστήριο δύναται, κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων, να αναβάλει εκ νέου τη δικαστική διαδικασία για το χρονικό διάστημα που κρίνει αναγκαίο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαμεσολάβησης και το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
(3) Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διαδίκου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της καθορισμένης, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, προθεσμίας.