17.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί δικαστική διαδικασία το αντικείμενο της οποίας είναι οικογενειακή διαφορά δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση απόφασης, εφόσον κρίνει ότι η διαφορά των μερών έχει πιθανότητες να επιλυθεί μέσω διαμεσολάβησης, να καλέσει τους διαδίκους να παραστούν ενώπιόν του, για να τους ενημερώσει αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τη δυνατότητα επίλυσης της οικογενειακής διαφοράς τους με τη διαδικασία αυτή.
(2) Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να κρίνει κατά πόσο η διαφορά ενώπιόν του έχει πιθανότητες επίλυσης μέσω διαμεσολάβησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, κατά πόσο-
(α) Aπό τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του ενδέχεται η υπόθεση να εμπεριέχει στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας,
(β) η διεξαγωγή διαμεσολάβησης είναι προς το συμφέρον του παιδιού:
(γ) τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι πρόθυμα να συμβάλουν στην επίλυση των διαφορών τους μέσω διαμεσολάβησης.
(3) Σε περίπτωση που η οικογενειακή διαφορά επηρεάζει παιδί, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει αυτό απαραίτητο και εφόσον από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του διαφαίνεται ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των γονέων και του παιδιού, δύναται να θέσει ως προϋπόθεση για την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας, για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση, την εκπροσώπηση του παιδιού στη διαδικασία διαμεσολάβησης, ανεξάρτητα από τους γονείς του, από τον Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ή εκπρόσωπό του και, σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους δεν συμφωνήσει με την προϋπόθεση αυτή, το δικαστήριο δεν εκδίδει απόφαση για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να διεξαχθεί διαμεσολάβηση, και συνεχίζει τη δικαστική διαδικασία.