2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδρανοποιημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα» σημαίνει τα θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που διατηρούνται σε ένα σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης στο οποίο σωρεύτηκαν από έναν εν αναμονή δικαιούχο˙
«αναλογιστής» σημαίνει αναλογιστή ο οποίος είναι εταίρος (fellow) ενός από τα σώματα επαγγελματιών αναλογιστών που αναγνωρίζεται από το International Actuarial Association ή από το European Actuarial Consultive Group (Group Consultatif des Associations D’ Actuaires dans les Pays des Communautes Europeenees)˙
«αξία αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων» σημαίνει την κεφαλαιουχική αξία των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 6˙
«αποχωρών εργαζόμενος» σημαίνει το ενεργό μέλος του συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδότησης του οποίου η τρέχουσα σχέση εργασίας τερματίζεται για λόγους ανεξάρτητους από τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης συμπληρωματικής σύνταξης και το οποίο μετακινείται από την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας σε άλλο κράτος μέλος˙
«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Έφορο Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Ίδρυσης, των Δραστηριοτήτων και της Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμο˙
«Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» σημαίνει τα εκάστοτε σε ισχύ Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα [International Accounting Standards (IASs)], τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς [International Financial Reporting Standards (IFRSs)] και τις ερμηνείες τους (SIC-IFRIC interpretations), τις τροποποιήσεις των προτύπων αυτών και των ερμηνειών τους και οποιαδήποτε άλλα πρότυπα και ερμηνείες εκάστοτε εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων [International Accounting Standards Board (IASB)], όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 1606/2002∙
«Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο˙
«εν αναμονή δικαιούχος» σημαίνει πρώην ενεργό μέλος συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδότησης που έχει θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο σύστημα αυτό και δεν του έχει καταβληθεί ακόμη συμπληρωματική σύνταξη από το εν λόγω σύστημα˙
«ενεργά μέλη συστήματος» σημαίνει τους εργαζομένους οι οποίοι, με βάση την τρέχουσα σχέση εργασίας, έχουν ή πρόκειται να έχουν, αφού εκπληρώσουν τους όρους απόκτησης, δικαίωμα για συμπληρωματική σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδότησης˙
«εργαζόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «μισθωτός» από τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου˙
«εργοδότης» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που απασχολεί έναν ή περισσότερους εργαζομένους και περιλαμβάνει την κυβέρνηση της Δημοκρατίας και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα˙
«ευρύτερος δημόσιος τομέας» περιλαμβάνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία, αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οργανισμό δημόσιου δικαίου περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα, που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία·
«θεμελιωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα» σημαίνει όλα τα σωρευμένα δικαιώματα για συμπληρωματική συνταξιοδότηση που έχουν αποκτηθεί μετά την εκπλήρωση των εκάστοτε όρων απόκτησης, με βάση τους κανόνες ενός συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδότησης˙
«κανόνες» σημαίνει νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος, καταστατικό ή άλλο έγγραφο, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των οποίων ιδρύεται και λειτουργεί ένα σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται˙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008˙
«κράτος μέλος» σημαίνει το κράτος που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το πρωτόκολλο, που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαΐου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«περίοδος αναμονής» σημαίνει το χρονικό διάστημα της απασχόλησης που απαιτείται είτε με βάση τους κανόνες ενός συστήματος συμπληρωματικής συνταξιοδότησης είτε από τον εργοδότη, προκειμένου να έχει ο εργαζόμενος δικαίωμα να υπαχθεί στο εν λόγω σύστημα˙
«περίοδος θεμελίωσης» σημαίνει το χρονικό διάστημα της ενεργού συμμετοχής σε σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, το οποίο απαιτείται με βάση τους κανόνες του συστήματος για θεμελίωση σωρευμένων δικαιωμάτων για συμπληρωματική συνταξιοδότηση˙
«συμπληρωματική σύνταξη» σημαίνει τη σύνταξη λόγω αφυπηρέτησης που προβλέπεται από τους κανόνες των συστημάτων συμπληρωματικής συνταξιοδότησης, τα οποία έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας και την εφαρμοζόμενη στη Δημοκρατία πρακτική˙
«σύστημα καθορισμένων εισφορών» σημαίνει σύστημα συνταξιοδοτικών παροχών στο οποίο το επίπεδο παροχών δεν προκαθορίζεται, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το σωρευμένο υπέρ του μέλους ποσό εισφορών και την επενδυτική του απόδοση˙
«σύστημα καθορισμένων παροχών» σημαίνει σύστημα συνταξιοδοτικών παροχών το οποίο προβλέπει για προκαθορισμένο επίπεδο παροχών, το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με προκαθορισμένους παράγοντες, άλλους από την εκάστοτε απαιτούμενη για τη χρηματοδότηση του εισφορά˙
«σύστημα συμπληρωματικής συνταξιοδότησης» σημαίνει κάθε επαγγελματικό σύστημα συντάξεων λόγω αφυπηρέτησης, το οποίο έχει συσταθεί στη Δημοκρατία με νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, συλλογική σύμβαση, έγγραφο καταπιστεύματος, καταστατικό ή άλλο έγγραφο ή την εφαρμοζόμενη στη Δημοκρατία πρακτική, ανάλογα με την περίπτωση, το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας και προορίζεται για τη χορήγηση συμπληρωματικής σύνταξης σε εργαζομένους˙