62.-(1) Ο Έφορος απαιτεί από κάθε εγγεγραμμένο ΙΕΣΠ να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου.
(2)(α) Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών του Εφόρου και των διατάξεων του άρθρου 82, όσον αφορά την επιβολή ποινικών κυρώσεων, Κανονισμοί θα προβλέψουν για την επιβολή από τον Έφορο διοικητικών κυρώσεων και άλλων μέτρων για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και για όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.
(β) Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
(3) Ο Έφορος δημοσιοποιεί οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή λοιπά μέτρα επιβάλλονται λόγω παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά των οποίων δεν έχει κατατεθεί προσφυγή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, περιλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν:
(4) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για απαγόρευση ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ενός ΙΕΣΠ περιλαμβάνει λεπτομερές σκεπτικό και κοινοποιείται στο συγκεκριμένο ΙΕΣΠ, καθώς και στην EΑΕΣ, η οποία τη γνωστοποιεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, όπως αναφέρεται στα άρθρα 23 και 24.
(5) Ο Έφορος μπορεί, επίσης, να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού ΙΕΣΠ, όταν ιδίως-
(α) Το ΙΕΣΠ δεν έχει συστήσει επαρκή τεχνικά αποθεματικά όσον αφορά το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ενεργητικού για να καλύψει τα τεχνικά αποθεματικά·
(β) το ΙΕΣΠ δεν κατέχει τα ρυθμιστικά ίδια κεφάλαια.
(6) Ο Έφορος, με σκοπό να διαφυλάξει τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, μπορεί να μεταβιβάσει ολικώς ή πλήρως τις δυνάμει του παρόντος Νόμου εξουσίες των διοικούντων εγγεγραμμένων ΙΕΣΠ σε ειδικό αντιπρόσωπο κατάλληλο να τις ασκήσει.
(7) Ο Έφορος μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητες ενός εγγεγραμμένου ΙΕΣΠ, ιδίως εάν-
(α) Το ΙΕΣΠ δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του συνταξιοδοτικού σχεδίου·
(β) το ΙΕΣΠ δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας·
(γ) το ΙΕΣΠ αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του·
(δ) σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, το ΙΕΣΠ δεν τηρεί τις απαιτήσεις όσον αφορά την κοινωνική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών σχεδίων.
(8) Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε σχέση με κάποιο ΙΕΣΠ βάσει του παρόντος Νόμου και κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτού, υπόκεινται στο δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
(9) Ο Έφορος διεξάγει έρευνα επί των υποθέσεων οποιουδήποτε ΙΕΣΠ, σε περίπτωση αίτησης εκ μέρους-
(α) Της πλειοψηφίας των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής ή των μελών που αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής που αντιπροσωπεύουν τα μέλη του ΙΕΣΠ, ή
(β) τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών του ΙΕΣΠ,
υποστηριζόμενης από γεγονότα και στοιχεία που ικανοποιούν τον Έφορο ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη διενέργεια έρευνας.
(10) Ο Έφορος δύναται αυτεπάγγελτα να διεξάγει οποτεδήποτε επιθεώρηση ή έρευνα επί των εργασιών και υποθέσεων οποιουδήποτε ΙΕΣΠ, με σκοπό να διαπιστώνει κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις των κανόνων λειτουργίας του ΙΕΣΠ ή του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή Οδηγιών.