18.-(1) Κάθε χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταβάλλει στο οικείο ΙΕΣΠ:
(α) Την καταβλητέα από αυτήν εισφορά, και
(β) σε περίπτωση που καταβάλλεται εισφορά από το μέλος, το ποσό που έλαβε ή παρακράτησε ως εισφορά του μέλους.
(2) Όταν πρόκειται για ΙΕΣΠ που λειτουργεί για αυτοτελώς εργαζομένους, το μέλος καταβάλλει την εισφορά που ορίζουν οι κανόνες λειτουργίας του ΙΕΣΠ.
(3) Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς τα ΙΕΣΠ, καθώς και οι σχετικές με την καταβολή αυτή καταστάσεις καθορίζονται με Κανονισμούς.
(4) Η διαχειριστική επιτροπή κάθε ΙΕΣΠ οφείλει να προβαίνει σε όλες τις νόμιμες πράξεις και να λαμβάνει όλα τα νόμιμα μέτρα, προς είσπραξη τυχόν καθυστερημένων εισφορών.
(5) Όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση παραλείπει ή καθυστερεί την καταβολή εισφορών στο ΙΕΣΠ, η διαχειριστική επιτροπή του υποχρεούται το αργότερο σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των εισφορών να ειδοποιήσει γραπτώς τον Έφορο, γνωστοποιώντας του την περίοδο για την οποία οφείλονται οι εισφορές και το υπολογιζόμενο αντίστοιχο ποσό.
(6) Η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή ο αυτοτελώς εργαζόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, επιβαρύνεται με πρόσθετη εισφορά υπολογιζόμενη πάνω στο ποσό των καθυστερημένων εισφορών με επιτόκιο ίσο προς το νόμιμο τόκο από τη λήξη της προς καταβολή των εισφορών προθεσμίας:
(7) Σε περίπτωση παρατεταμένης ή επαναλαμβανόμενης παράλειψης ή άρνησης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης να καταβάλει τις εισφορές που οφείλει δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του οικείου ΙΕΣΠ, ο Έφορος, αφού ειδοποιήσει την οικεία διαχειριστική επιτροπή για την πρόθεσή του, δύναται να διατάξει την επιχείρηση αυτή να διακόψει την παρακράτηση εισφορών από τις αποδοχές των μελών. Κανονισμοί προβλέπουν για τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα μέλη δύνανται να καταβάλλουν τις προσωπικές τους εισφορές απευθείας στο ΙΕΣΠ.