15.-(1) Ο Έφορος δύναται οποτεδήποτε να ανακαλέσει το πιστοποιητικό εγγραφής ΙΕΣΠ, εάν αποδειχθεί ότι το ΙΕΣΠ έχει παραβεί οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανόνων λειτουργίας του ΙΕΣΠ, με κίνδυνο να προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του ΙΕΣΠ, και παρά την προειδοποίηση του Εφόρου, αυτό συνεχίζει την παράβαση.
(2) Ο Έφορος ανακαλεί επίσης το πιστοποιητικό εγγραφής ΙΕΣΠ, όταν αυτό διαλυθεί ή σε περίπτωση μεταφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 75, όλων των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται ή εάν μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από την έγγραφή του, ο Έφορος διαπιστώνει ότι το ΙΕΣΠ δεν έχει τεθεί σε λειτουργία.
(3) Ο Έφορος, πριν ανακαλέσει πιστοποιητικό εγγραφής ΙΕΣΠ, ενημερώνει γραπτώς τη διαχειριστική επιτροπή του ΙΕΣΠ, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να προβεί στην ανάκληση και καλεί το ΙΕΣΠ να συμμορφωθεί πλήρως προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των κανόνων λειτουργίας του ΙΕΣΠ, εντός χρονικού διαστήματος τριών μηνών.
(4) Εάν η κατά το εδάφιο (3) προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο Έφορος ανακαλεί το πιστοποιητικό εγγραφής του ΙΕΣΠ και κοινοποιεί αμέσως την απόφαση του γραπτώς στη διαχειριστική επιτροπή του ΙΕΣΠ και στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση. Η απόφαση του Εφόρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε άλλο κατάλληλο μέσο, αν ο Έφορος κρίνει τούτο αναγκαίο.
(5) Το ΙΕΣΠ, του οποίου το πιστοποιητικό εγγραφής ανακαλείται δυνάμει του εδαφίου (4), δεν δέχεται νέα μέλη και δεν εισπράττει εισφορές αναφορικά με την απασχόληση των μελών από την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης του Εφόρου για ανάκληση του εν λόγω πιστοποιητικού.
(6) Στην περίπτωση του αναφερόμενου στο εδάφιο (5) ΙΕΣΠ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 80.