5.-(1) Ο κάτοχος εμπορικού απορρήτου έχει δικαίωμα να ζητήσει τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, προκειμένου να αποτρέψει την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου του ή να εξασφαλίσει έννομη προστασία.
(2) Η απόκτηση εμπορικού απορρήτου χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του θεωρείται παράνομη, σε περίπτωση που διενεργείται με-
(α) μη επιτρεπόμενη πρόσβαση, ιδιοποίηση ή αντιγραφή εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων που νομίμως βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, τα οποία περιέχουν το εμπορικό απόρρητο ή από τα οποία μπορεί να εξαχθεί το εμπορικό απόρρητο· και
(β) οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία, υπό τις περιστάσεις αυτές, αντίκειται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τις καλόπιστες εμπορικές πρακτικές.
(3) Η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται παράνομη, σε περίπτωση που πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του εμπορικού απορρήτου από πρόσωπο το οποίο:
(α) έχει αποκτήσει το εμπορικό απόρρητο παράνομα·
(β) έχει παραβιάσει συμφωνία εμπιστευτικότητας ή άλλη υποχρέωση μη αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου· και
(γ) έχει παραβιάσει συμβατική ή άλλη υποχρέωση να περιορίζει τη χρήση του εμπορικού απορρήτου.
(4) Η απόκτηση, η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται παράνομη, όταν ένα πρόσωπο, κατά τη στιγμή της απόκτησης, της χρήσης ή της αποκάλυψης, γνώριζε ή όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε, άμεσα ή έμμεσα, από άλλο πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιούσε ή αποκάλυπτε το εμπορικό απόρρητο παράνομα, κατά την έννοια του εδαφίου (3).
(5) Η παραγωγή, προσφορά ή διάθεση στην αγορά παράνομων εμπορευμάτων ή η εισαγωγή, εξαγωγή ή αποθήκευση παράνομων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς θεωρείται επίσης παράνομη χρήση εμπορικού απορρήτου, όταν το πρόσωπο που ασκεί τις δραστηριότητες αυτές γνώριζε ή όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο χρησιμοποιήθηκε παράνομα, κατά την έννοια του εδαφίου (3).