Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2016/943/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας της Τεχνογνωσίας και των Επιχειρηματικών Πληροφοριών που δεν έχουν Αποκαλυφθεί (Εμπορικό Απόρρητο) από την Παράνομη Απόκτηση, Χρήση και Αποκάλυψή τους Νόμος του 2020.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο και περιλαμβάνει οποιονδήποτε δικαστή αυτού.
«εvαγόμεvoς» σημαίνει oποιoδήπoτε πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε κλητήριο ένταλμα ή διαδικαστικό έγγραφο ή στο οποίο κoιvoπoιήθηκε ειδοποίηση περί τούτου ή το oπoίo δικαιούται να παρίσταται σε οποιαδήποτε διαδικασία∙
«ενάγων» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αιτείται οποιασδήποτε θεραπείας, εξαιρουμένης θεραπείας την οποία αιτείται o εvαγόμεvoς με την υποβολή ανταπαίτησης, εναντίον oποιoυδήπoτε άλλου προσώπου σε oποιαδήπoτε διαδικασία, είτε η διαδικασία αφορά σε αγωγή, αίτηση, αναφορά, κλητήριο θέσπισμα είτε σε άλλη∙
«εμπορικό απόρρητο» σημαίνει τις πληροφορίες-
(α) οι οποίες είναι απόρρητες, υπό την έννοια ότι, είτε ως σύνολο είτε από την άποψη του ακριβούς περιεχομένου και της διάταξης των συνιστωσών τους, δεν είναι ευρέως γνωστές σε πρόσωπα ανήκοντα στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με τέτοιου είδους πληροφορίες, ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά,
(β) οι οποίες έχουν εμπορική αξία απορρέουσα από τον απόρρητο χαρακτήρα τους, και
(γ) για τις οποίες το πρόσωπο το οποίο έχει αποκτήσει νομίμως τον έλεγχο επί αυτών, έχει λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την προστασία του απόρρητου του χαρακτήρα τους·
«κάτοχος εμπορικού απορρήτου» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει νομίμως ένα εμπορικό απόρρητο·
«παραβάτης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρανόμως απέκτησε, χρησιμοποίησε ή αποκάλυψε εμπορικό απόρρητο·
«παράνομα εμπορεύματα» σημαίνει τα εμπορεύματα των οποίων το σχέδιο, τα χαρακτηριστικά, η λειτουργία, η διαδικασία παραγωγής ή η εμπορία αποκτά σημαντικό πλεονέκτημα από την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων·
«Χάρτης» σημαίνει το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3.-(1) Ο παρών Νόμος θεσπίζει κανόνες προστασίας από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων.
(2) Ο παρών Νόμος δεν θίγει-
(α) την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο Χάρτη, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης·
(β) την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων ή του δικαίου της Δημοκρατίας που επιβάλλουν στους κατόχους εμπορικού απορρήτου να αποκαλύπτουν, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων εμπορικών απορρήτων, στο κοινό ή σε διοικητικές ή δικαστικές αρχές, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων των αρχών αυτών·
(γ) την εφαρμογή των ενωσιακών κανὀνων ή του δικαίου της Δημοκρατίας που απαιτούν ή επιτρέπουν στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης ή στις δημόσιες αρχές της Δημοκρατίας να αποκαλύπτουν πληροφορίες που υποβάλλονται από τις επιχειρήσεις τις οποίες τα ανωτέρω όργανα, οργανισμοί ή αρχές κατέχουν, σύμφωνα με και σε συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που προβλέπονται στο ενωσιακό ή στο δίκαιο της Δημοκρατίας· και
(δ) την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και το δικαίωμά τους να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και το δίκαιο της Δημοκρατίας και πρακτική.
(3) Ουδεμία διάταξη του παρόντος Νόμου δύναται να θεωρηθεί ως περιορίζουσα την κινητικότητα των εργαζομένων και επ’ ουδενί κατά την άσκηση της κινητικότητας των εργαζομένων, δικαιολογείται-
(α) ο περιορισμός της από πλευράς των εργαζομένων χρήσης των πληροφοριών που δεν συνιστούν εμπορικό απόρρητο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(β) ο περιορισμός της χρήσης από πλευράς των εργαζομένων της εμπειρίας και των δεξιοτήτων που έχουν νομότυπα αποκτήσει στο σύνηθες πλαίσιο της εργασίας τους· και
(γ) η επιβολή στους εργαζομένους, μέσω των συμβάσεων εργασίας τους, πρόσθετων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο της Δημοκρατίας.
4.-(1) Η απόκτηση εμπορικού απορρήτου λογίζεται νόμιμη, όταν το εμπορικό απόρρητο αποκτάται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
(α) Ως ανεξάρτητη ανακάλυψη ή δημιουργία·
(β) ως παρατήρηση, μελέτη, αποσυναρμολόγηση ή δοκιμή ενός προϊόντος ή αντικειμένου που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού ή που βρίσκεται νομίμως στην κατοχή του αποδέκτη των πληροφοριών, ο οποίος δεν υπέχει νόμιμη υποχρέωση περιορισμού της απόκτησης του εμπορικού απορρήτου·
(γ) ως άσκηση του δικαιώματος των εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους στην ενημέρωση και τη διαβούλευση, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και το δίκαιο της Δημοκρατίας και πρακτική· και
(δ) ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε άλλης πρακτικής, η οποία υπό τις περιστάσεις αυτές, είναι σύμφωνη με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τις καλόπιστες εμπορικές πρακτικές.
(2) Η κτήση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου λογίζεται νόμιμη όπου επιβάλλεται ή επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο της Δημοκρατίας.
5.-(1) Ο κάτοχος εμπορικού απορρήτου έχει δικαίωμα να ζητήσει τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, προκειμένου να αποτρέψει την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου του ή να εξασφαλίσει έννομη προστασία.
(2) Η απόκτηση εμπορικού απορρήτου χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του θεωρείται παράνομη, σε περίπτωση που διενεργείται με-
(α) μη επιτρεπόμενη πρόσβαση, ιδιοποίηση ή αντιγραφή εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων που νομίμως βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, τα οποία περιέχουν το εμπορικό απόρρητο ή από τα οποία μπορεί να εξαχθεί το εμπορικό απόρρητο· και
(β) οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία, υπό τις περιστάσεις αυτές, αντίκειται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τις καλόπιστες εμπορικές πρακτικές.
(3) Η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται παράνομη, σε περίπτωση που πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του εμπορικού απορρήτου από πρόσωπο το οποίο:
(α) έχει αποκτήσει το εμπορικό απόρρητο παράνομα·
(β) έχει παραβιάσει συμφωνία εμπιστευτικότητας ή άλλη υποχρέωση μη αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου· και
(γ) έχει παραβιάσει συμβατική ή άλλη υποχρέωση να περιορίζει τη χρήση του εμπορικού απορρήτου.
(4) Η απόκτηση, η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται παράνομη, όταν ένα πρόσωπο, κατά τη στιγμή της απόκτησης, της χρήσης ή της αποκάλυψης, γνώριζε ή όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε, άμεσα ή έμμεσα, από άλλο πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιούσε ή αποκάλυπτε το εμπορικό απόρρητο παράνομα, κατά την έννοια του εδαφίου (3).
(5) Η παραγωγή, προσφορά ή διάθεση στην αγορά παράνομων εμπορευμάτων ή η εισαγωγή, εξαγωγή ή αποθήκευση παράνομων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς θεωρείται επίσης παράνομη χρήση εμπορικού απορρήτου, όταν το πρόσωπο που ασκεί τις δραστηριότητες αυτές γνώριζε ή όφειλε, υπό τις περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο χρησιμοποιήθηκε παράνομα, κατά την έννοια του εδαφίου (3).
6. Υποβαλλόμενη αίτηση στο Δικαστήριο με αντικείμενο τη λήψη μέτρων, τις διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο απορρίπτεται, όταν η θεωρούμενη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου πραγματοποιήθηκε υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
(α) Κατά την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο Χάρτη, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης·
(β) για τη διαπίστωση αδικήματος, αδικοπρακτικής συμπεριφοράς ή παράνομης δραστηριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος ενήργησε προς το σκοπό της προστασίας του γενικού δημόσιου συμφέροντος·
(γ) όταν το εμπορικό απόρρητο αποκαλύφθηκε από τους εργαζομένους στους εκπροσώπους τους, στο πλαίσιο της νόμιμης άσκησης από πλευράς των αντιπροσώπων αυτών των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο της Δημοκρατίας, εφόσον η αποκάλυψη αυτή ήταν αναγκαία για την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων· και
(δ) χάριν προστασίας έννομου συμφέροντος αναγνωριζομένου από το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο της Δημοκρατίας.
7. Τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπει ο παρών Νόμος εφαρμόζονται κατά τρόπο ο οποίος-
(α) είναι αναλογικός·
(β) αποτρέπει τη δημιουργία εμποδίων για το νόμιμο εμπόριο στην εσωτερική αγορά· και
(γ) παρέχει διασφαλίσεις κατά της καταχρηστικής τους χρήσης.
8.-(1) Μετά τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής για την αξίωση που ορίζεται μέχρι τα έξι (6) έτη, ουδεμία αγωγή δύναται να ασκηθεί σχετικά με απαίτηση για παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου και για την εφαρμογή μέτρων, διαδικασιών και ένδικων βοηθημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προθεσμία παραγραφής αρχίζει να προσμετράται από-
(α) την ημέρα κατά την οποία η παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη που αποτελεί το αντικείμενο της απαίτησης παύει, και
(β) την ημέρα κατά την οποία ο κάτοχος του εμπορικού απορρήτου αρχικά γνωρίζει ή εύλογα αναμένεται να γνωρίζει-
(i) τη δραστηριότητα του παραβάτη,
(ii) το ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου,
(iii) την ταυτότητα του παραβάτη, και
(iv) το ότι η γνώση αυτή είναι επαρκής για να αποτελέσει τη βάση της αγωγής.
(3) Ο χρόνος παραγραφής δεν αρχίζει να προσμετρά ή, εάν αρχίσει, αναστέλλεται ή διακόπτεται για τους λόγους που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 12 μέχρι 18 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου.
9.-(1) Συμμετέχων ή συμμετέχων που έχει πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία αποτελούν μέρος διαδικασίας ενώπιον Δικαστηρίου δεν χρησιμοποιεί ή δεν αποκαλύπτει κανένα εμπορικό απόρρητο ή θεωρούμενο εμπορικό απόρρητο-
(α) το οποίο ύστερα από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση ενδιαφερόμενου μέρους ή εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας του Δικαστηρίου έχει χαρακτηρισθεί από το Δικαστήριο ως εμπορικό απόρρητο. και
(β) το οποίο περιήλθε σε γνώση του, λόγω αυτής της πρόσβασης ή συμμετοχής του.
(2) Η υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) παραμένει σε ισχύ και μετά την ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών και λήγει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις-
(α) το Δικαστήριο κρίνει με τελεσίδικη απόφασή του ότι το θεωρούμενο ως εμπορικό απόρρητο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως τέτοιο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(β) με την πάροδο του χρόνου, οι εν λόγω πληροφορίες καθίστανται ευρέως γνωστές σε πρόσωπα ανήκοντα στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με αυτού του είδους τις πληροφορίες ή καθίστανται άμεσα προσβάσιμες σε αυτά.
(3) Το Δικαστήριο δύναται, βάσει δεόντως αιτιολογημένης αίτησης διαδίκου ή εξ’ ιδίας πρωτοβουλίας, να λάβει τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (4) και τα οποία είναι αναγκαία, προκειμένου να προστατευθεί η εμπιστευτικότητα κάθε εμπορικού απορρήτου ή θεωρούμενου εμπορικού απορρήτου, το οποίο χρησιμοποιείται ή αναφέρεται κατά την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας που αφορά την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου.
(4) Το Δικαστήριο δύναται-
(α) να περιορίσει, εν όλω ή εν μέρει, την πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο περιέχει εμπορικό απόρρητο ή θεωρούμενο εμπορικό απόρρητο, το οποίο υποβλήθηκε από τους διαδίκους ή τρίτους, σε μικρό αριθμό προσώπων·
(β) να επιτρέπει την πρόσβαση στην ακροαματική διαδικασία, καθώς και στα αντίστοιχα πρακτικά ή καταγραφές της διαδικασίας σε περιορισμένο αριθμό προσώπων, όταν ενδέχεται να αποκαλυφθεί εμπορικό απόρρητο ή θεωρούμενο εμπορικό απόρρητο. και
(γ) να διατάξει την πρόσβαση σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δεν περιλαμβάνεται στον περιορισμένο αριθμό προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) σε ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της δικαστικής απόφασης, στην οποία τα αποσπάσματα που περιέχουν εμπορικά απόρρητα έχουν αφαιρεθεί ή αναδιατυπωθεί.
(5) Ο αριθμός των προσώπων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (4) δεν υπερβαίνει ό,τι είναι αναγκαίο, προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με το δικαίωμα των διαδίκων σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και σε δίκαιη δίκη, και περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα φυσικό πρόσωπο για κάθε διάδικο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή άλλους εκπρόσωπους των εν λόγω διαδίκων.
(6) Όταν αποφασίζει σχετικά με τα μέτρα που αναφέρονται στα εδάφια (3) και (4) και αξιολογεί την αναλογικότητά τους, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη:
(α) την ανάγκη να διασφαλισθεί το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και σε δίκαιη δίκη,
(β) τα νόμιμα συμφέροντα των διαδίκων και, κατά περίπτωση, τρίτων, και
(γ) κάθε ενδεχόμενη βλάβη ενός των διαδίκων και, κατά περίπτωση, τρίτων, που απορρέει από την αποδοχή ή την απόρριψη των σχετικών μέτρων.
(7) Για σκοπούς ερμηνείας του παρόντος άρθρου-
«συμμετέχοντες» είναι οι διάδικοι, οι δικηγόροι ή άλλοι εκπρόσωποί τους, τα μέλη του Δικαστηρίου, οι μάρτυρες, οι πραγματογνώμονες και κάθε άλλο πρόσωπο που συμμετέχει στη δικαστική διαδικασία.
(8) Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) μέχρι (6), υπόκειται στις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
10.-(1) Κατόπιν αίτησης του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα προσωρινά και συντηρητικά μέτρα έναντι του φερομένου ως παραβάτη:
(α) Την παύση ή, ανάλογα με την περίπτωση, την απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου σε προσωρινή βάση·
(β) την απαγόρευση της παραγωγής, της προσφοράς, της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή της εισαγωγής, της εξαγωγής ή της αποθήκευσης παράνομων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς· και
(γ) την κατάσχεση ή την παράδοση των εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα, συμπεριλαμβανομένων των εισαγόμενων εμπορευμάτων, ώστε να εμποδιστεί η είσοδος ή η κυκλοφορία τους στην αγορά.
(2)(α) Το Δικαστήριο δύναται, ως εναλλακτική δυνατότητα σε σχέση με τα μέτρα που αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (1), να εξαρτά τη συνέχιση της θεωρούμενης παράνομης χρήσης του εμπορικού απορρήτου από την κατάθεση εγγυήσεων, με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποζημίωση του κατόχου του εμπορικού απορρήτου.
(β) Απαγορεύεται η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου έναντι κατάθεσης εγγυήσεων.
11.-(1) Το Δικαστήριο για την έκδοση της απόφασής του, σε σχέση με τα μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 10, δύναται να απαιτεί από τον ενάγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ευλόγως μπορούν να θεωρηθούν διαθέσιμα, προκειμένου να κρίνουν με επαρκή βαθμό βεβαιότητας ότι-
(α) υφίσταται εμπορικό απόρρητο·
(β) ο ενάγων είναι ο κάτοχος του εμπορικού απορρήτου· και
(γ) το εμπορικό απόρρητο έχει αποκτηθεί παράνομα, χρησιμοποιείται ή αποκαλύπτεται παράνομα ή ότι επίκειται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου.
(2) Το Δικαστήριο, κατά τη λήψη της απόφασης για αποδοχή ή απόρριψη της αγωγής και κατά την εκτίμηση της αναλογικότητάς της, λαμβάνει υποχρεωτικώς υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, που περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση-
(α) την αξία και τα λοιπά ειδικά χαρακτηριστικά του εμπορικού απορρήτου·
(β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εμπορικού απορρήτου·
(γ) τη συμπεριφορά του εναγομένου κατά την απόκτηση, τη χρήση ή την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου·
(δ) τις επιπτώσεις της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·
(ε) τα νόμιμα συμφέροντα των διαδίκων, όπως και τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αποδοχή ή η απόρριψη των μέτρων έναντι των διαδίκων·
(στ) τα νόμιμα συμφέροντα τρίτων·
(ζ) το δημόσιο συμφέρον· και
(η) την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
12.-(1) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10, το εν λόγω διάταγμα δύναται να ακυρωθεί ή να παύσει να ισχύει, εφόσον-
(α) ο ενάγων δεν κινήσει δικαστική διαδικασία που οδηγεί σε απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου εντός εύλογης προθεσμίας·
(β) οι επίμαχες πληροφορίες δεν αποτελούν εμπορικό απόρρητο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, για λόγους που δεν δύναται να καταλογισθούν στον εναγόμενο. και
(γ) η αίτηση του ενάγοντος είναι προδήλως αβάσιμη και διαπιστώνεται ότι κίνησε τη δικαστική διαδικασία καταχρηστικά ή κακόπιστα.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση πρέπει να λαμβάνεται εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών ή τριάντα μιας (31) ημερολογιακών ημερών, ανάλογα με το ποια περίοδος είναι η μεγαλύτερη.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να εξαρτά τα μέτρα που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 10 από την, από πλευράς του ενάγοντος, χορήγηση κατάλληλης εγγύησης ή την παροχή ισοδύναμης διασφάλισης, με σκοπό να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση τυχόν ζημιάς του εναγομένου και, όπου ενδείκνυται, κάθε άλλου προσώπου θιγομένου από τα μέτρα.
(4) Το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης του εναγομένου ή του ζημιωθέντος τρίτου, να διατάξει τον κάτοχο εμπορικού απορρήτου να αποδώσει στον υποτιθέμενο παραβάτη ή ζημιωθέντα τρίτο, αποζημιώσεις για τη ζημιά που προκλήθηκε σε περίπτωση που-
(α) τα μέτρα που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 10 ανακληθούν βάσει της παρα-γράφου (α) του εδαφίου (1) και παύσουν να ισχύουν λόγω πράξης ή παράλειψης του ενάγοντος, ή
(β) διαπιστωθεί εκ των υστέρων ότι ουδεμία παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου ή απειλή τέτοιας συμπεριφοράς έχει επισυμβεί.
13.-(1) Σε περίπτωση που έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση επί της ουσίας, διά της οποίας διαπιστώνεται παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, δύναται να διατάξει τη λήψη κατά του παραβάτη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) Την παύση ή, ανάλογα με την περίπτωση, την απαγόρευση της χρήσης ή της αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·
(β) την απαγόρευση της παραγωγής, της προσφοράς, της διάθεσης στην αγορά ή της χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή της εισαγωγής, της εξαγωγής ή της αποθήκευσης παράνομων εμπορευμάτων για τους σκοπούς αυτούς·
(γ) τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων ή μέτρων αποκατάστασης σε σχέση με τα παράνομα εμπορεύματα, όπως-
(i) ανάκληση των παράνομων εμπορευμάτων από την αγορά·
(ii) αφαίρεση των χαρακτηριστικών που καθιστούν τα εμπορεύματα παράνομα·
(iii) καταστροφή των παράνομων εμπορευμάτων ή, όπου ενδείκνυται, απόσυρσή τους από την αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η απόσυρση δεν υποσκάπτει την προστασία του επίδικου εμπορικού απορρήτου. και
(δ) την καταστροφή του συνόλου ή μέρους τυχόν εγγράφου, αντικειμένου, υλικού, ουσίας ή ηλεκτρονικού αρχείου που περιέχει ή ενσωματώνει το εμπορικό απόρρητο ή, όπου ενδείκνυται, την παράδοση στον ενάγοντα του συνόλου ή μέρους των εν λόγω εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων.
(2) Το Δικαστήριο, όταν διατάσσει την απόσυρση των παράνομων εμπορευμάτων από την αγορά, δύναται να διατάσσει, κατόπιν αιτήματος του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, την παράδοση των εμπορευμάτων στον κάτοχο εμπορικού απορρήτου ή σε φιλανθρωπικές οργανώσεις.
(3)(α) Το Δικαστήριο διατάσσει την εκτέλεση των μέτρων που προβλέπονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) με δαπάνη του παραβάτη, εκτός εάν συντρέχουν ειδικοί λόγοι περί του αντιθέτου.
(β) Τα προβλεπόμενα στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) μέτρα ισχύουν, λαμβανομένης υπόψη ενδεχόμενης αποζημίωσης που δυνατόν να οφείλεται στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου λόγω της παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου.
14.-(1) Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση διαταγμάτων και μέτρων αποκατάστασης που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 13 και κατά την εκτίμηση της αναλογικότητάς τους, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης που περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση-
(α) την αξία ή άλλα ειδικά χαρακτηριστικά του εμπορικού απορρήτου·
(β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την προστασία του εμπορικού απορρήτου·
(γ) τη συμπεριφορά του εναγομένου κατά την απόκτηση, τη χρήση ή την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου·
(δ) τις επιπτώσεις της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου·
(ε) τα νόμιμα συμφέροντα των διαδίκων, όπως και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις από την αποδοχή ή απόρριψη των μέτρων έναντι των διαδίκων·
(στ) τα νόμιμα συμφέροντα τρίτων·
(ζ) το δημόσιο συμφέρον· και
(η) την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
(2) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο περιορίζει τη διάρκεια των μέτρων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη, όπως ο περιορισμός της διάρκειάς του είναι επαρκής, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε εμπορικό ή οικονομικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να έχει αποκομίσει ο παραβάτης από την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου.
(3) Τα μέτρα που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, ανακαλούνται ή άλλως παύουν να παράγουν αποτελέσματα, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, εάν στο διάστημα που μεσολαβεί, οι επίμαχες πληροφορίες δεν αποτελούν εμπορικό απόρρητο για λόγους που δεν είναι δυνατόν να καταλογιστούν, άμεσα ή έμμεσα, στον εναγόμενο.
15.-(1) Κατόπιν αίτησης του προσώπου έναντι του οποίου ενδέχεται να ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 13, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στo ζημιωθέντα αντί επιβολής των εν λόγω μέτρων, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:
(α) Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά τη χρήση ή την αποκάλυψη δεν γνώριζε ούτε όφειλε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να γνωρίζει ότι το εμπορικό απόρρητο αποκτήθηκε από τρίτο που χρησιμοποίησε ή αποκάλυψε το εμπορικό απόρρητο παράνομα·
(β) η εκτέλεση των εν λόγω μέτρων θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημιά στο πρόσωπο αυτό· και
(γ) η καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στο ζημιωθέντα διάδικο κρίνεται ευλόγως ικανοποιητική.
(2) Σε περίπτωση που διατάσσεται χρηματική αποζημίωση αντί των μέτρων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του άρθρου 13, αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα οφείλοντο, εάν το εν λόγω πρόσωπο είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίμαχο εμπορικό απόρρητο για τη χρονική περίοδο κατά την οποία θα μπορούσε να έχει απαγορευθεί η χρήση του εμπορικού απορρήτου.
16.-(1) Κατόπιν αίτησης του ζημιωθέντος, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τον παραβάτη ο οποίος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι προέβαινε σε παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, να καταβάλει στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου αποζημίωση ανάλογη προς την πραγματική ζημιά που υπέστη ως αποτέλεσμα της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης.
(2) Η ευθύνη για την καταβολή αποζημίωσης από πλευράς εργαζομένων προς τους εργοδότες τους για παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου του εργοδότη περιορίζεται, εφόσον οι εργαζόμενοι είχαν ενεργήσει χωρίς δόλο.
(3) Κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, όπως τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένης και της απώλειας κερδών, τις οποίες υπέστη ο ζημιωθείς διάδικος, τα τυχόν αθέμιτα κέρδη που ο παραβάτης αποκόμισε και, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, άλλα στοιχεία, πέραν των οικονομικών, όπως την ηθική βλάβη που προκάλεσε στον κάτοχο του εμπορικού απορρήτου η παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου.
(4) Το Δικαστήριο δύναται, εναλλακτικώς, ως προς τις αποζημιώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) και σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, να καθορίζει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση βάσει στοιχείων, όπως τουλάχιστον το ύψος των δικαιωμάτων ή λοιπών αμοιβών που θα ήταν οφειλόμενα, εάν ο παραβάτης είχε ζητήσει την άδεια να χρησιμοποιεί το επίδικο εμπορικό απόρρητο.
17.-(1) Σε περίπτωση αγωγής κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης ή αποκάλυψης εμπορικού απορρήτου, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος και με δαπάνη του παραβάτη, τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με την απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της.
(2) Αναφορικά με οποιοδήποτε μέτρο προβλέπεται στο εδάφιο (1) προστατεύεται η εμπιστευτικότητα των εμπορικών απορρήτων, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 9.
(3)(α) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίζει να διατάξει τη λήψη μέτρου σύμφωνα με το εδάφιο (1) και αξιολογεί την αναλογικότητά του, λαμβάνει υπόψη, όπου απαιτείται, την αξία του εμπορικού απορρήτου, τη συμπεριφορά του παραβάτη ως προς την απόκτηση, τη χρήση ή την αποκάλυψη του εμπορικού απορρήτου, τις επιπτώσεις της παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου, όπως και την πιθανότητα περαιτέρω παράνομης χρήσης ή αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου από τον παραβάτη.
(β) Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο οι πληροφορίες σχετικά με τον παραβάτη θα επιτρέψουν να προσδιοριστεί το φυσικό πρόσωπο και, εάν ναι, κατά πόσο η δημοσίευση αυτών των πληροφοριών δικαιολογείται, ιδίως υπό το πρίσμα της βλάβης που ενδεχομένως να προκαλέσει το εν λόγω μέτρο στην ιδιωτική ζωή και τη φήμη του παραβάτη.
18.-(1) Οποιοσδήποτε διάδικος, δικηγόρος των διαδίκων, υπάλληλος του Δικαστηρίου, μάρτυ-ρας, πραγματογνώμονας ή άλλο πρόσωπο συμμετέχει στις δικαστικές διαδικασίες που αφορούν στην παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου ή έχει πρόσβαση σε έγγραφα που αποτελούν μέρος των εν λόγω δικαστικών διαδικασιών, αποκαλύψει εν γνώσει του ή χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε εμπορικό απόρρητο ή θεωρούμενο εμπορικό απόρρητο εις χείρας του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 9, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€35.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Οποιοσδήποτε κατ’ ισχυρισμόν παραβάτης εμπορικού απορρήτου, κατά την έννοια των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 10, αποφύγει να τηρήσει ή παραβιάσει τα διατάγματα τα οποία προβλέπονται στις δύο πιο πάνω αναφερόμενες παραγράφους, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€35.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Οποιοσδήποτε παραβάτης αποφύγει να τηρήσει ή παραβιάσει δικαστικά διατάγματα ή μέτρα αποκατάστασης, τα οποία εκδίδονται από το Δικαστήριο κατά την τελική απόφασή του επί αίτησης από κάτοχο εμπορικού απορρήτου με βάση τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€35.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
19. Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς για τη ρύθμιση οποιωνδήποτε απορρεόντων από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου θεμάτων, τα οποία χρήζουν περαιτέρω εξειδίκευσης.
20.-(1) Οποιαδήποτε επιπρόσθετα αναγκαία μέτρα, διαδικασίες και μέσα ένδικης προστασίας για τη διασφάλιση της παροχής αστικής έννομης προστασίας κατά της παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψης εμπορικών απορρήτων δύναται να προβλέπονται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
(2) Κατά τη θέσπιση των μέτρων, διαδικασιών και των μέσων ένδικης προστασίας που προβλέπονται στο εδάφιο (1), το Δικαστήριο διασφαλίζει ότι αυτά-
(α) είναι δίκαια και εύλογα·
(β) δεν είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου και δεν προβλέπουν ανέφικτες προθεσμίες, ούτε συνεπάγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. και
(γ) είναι αποτελεσματικά και αποτρεπτικά.