35.-(1) Μέλος που διαπράττει, συμμετέχει, συμπράττει, συνεργάζεται ή συνωμοτεί για να διαπραχθεί ή αποπειράται να διαπράξει ή/και να παρέχει συνδρομή, βοήθεια, καθοδήγηση ή συμβολή στη διάπραξη πράξης διαφθοράς, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται στους οικείους Νόμους και ως αποτέλεσμα, διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση που διαπιστωθεί πειθαρχική ευθύνη, τιμωρείται με την ποινή της απόλυσης ή της υποχρεωτικής αφυπηρέτησής του και η περιουσία του, η οποία είναι αντικείμενο του αδικήματος διαφθοράς, υπόκειται σε δήμευση σύμφωνα με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο.
(2) Έκαστο Μέλος, το οποίο διαπιστώνει ή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι έχει τελεσθεί πράξη διαφθοράς ή πράξη εν δυνάμει διαφθοράς από άλλο Μέλος, το αναφέρει εγγράφως στον Υπουργό, δίδοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού του.
(3) Σε περίπτωση που αναφορά γινόμενη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) είναι κακόβουλη, αυτή συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.
(4) Μέλος το οποίο εν γνώσει του αμελεί ή παραλείπει ή συγκαλύπτει ή αποκρύπτει αληθή γεγονότα ή ανέχεται τέτοια γεγονότα και δεν αναφέρει στον Υπουργό τη διάπραξη πράξεων διαφθοράς ή πράξεων εν δυνάμει διαφθοράς από άλλο Μέλος, ανώτερου ή κατώτερου βαθμού του βαθμού που κατέχει, ανεξάρτητα αν το ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε είναι πράγματι το ίδιο ή διαφορετικό από εκείνο το οποίο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει και νοουμένου ότι η εκτέλεση του ποινικού αδικήματος που διαπράχθηκε είναι πιθανή συνέπεια των περιστατικών που ήταν σε γνώση του, ή το οποίο παρέχει πληροφορίες σχετικά με έρευνες που γίνονται για συγκάλυψή τους, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
(5) Μέλος το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια, η οποία αποσκοπεί ή ενδεχομένως να αποτρέψει άλλο Mέλος από το να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.