2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Ανώτερος Αξιωματικός» σημαίνει Μέλος βαθμού Αντιπύραρχου και ανώτερου∙
«Αξιωματικός» σημαίνει Μέλος βαθμού Πυραγού και Υποπυραγού∙
«Αρχηγός» σημαίνει τον Αρχηγό Αστυνομίας∙
«Αρχιπύραρχος» σημαίνει τον Ανώτατο Αξιωματικό που προΐσταται της Πυροσβεστικής∙
«Αστυνομία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Αστυνομίας Νόμο·
«Διευθυντής Τμήματος» σημαίνει τον Ανώτερο Αξιωματικό ή Αξιωματικό της Πυροσβεστικής, ο οποίος είναι υπεύθυνος Τμήματος αυτής·
«Ειδικός Πυροσβέστης» σημαίνει Μέλος που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 39∙
«Επαρχιακός Υπεύθυνος» σημαίνει τον Ανώτερο Αξιωματικό, ο οποίος είναι υπεύθυνος επαρχίας·
«Επιτροπή» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 20 Επιτροπή·
«Εφεδρικός Πυροσβέστης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο, ενώ ασχολείται με τη συνηθισμένη εργασία ή επάγγελμά του, δυνατό να κληθεί από τον Αρχιπύραρχο ή από Αξιωματικό της Πυροσβεστικής που εξουσιοδοτήθηκε για τον σκοπό αυτό όπως, εφόσον παρίσταται ανάγκη, παράσχει τη βοήθειά του στην Πυροσβεστική∙
«Μέλος» σημαίνει μέλος της Πυροσβεστικής που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αλλά δεν περιλαμβάνει τους Εφεδρικούς Πυροσβέστες∙
«πράξεις διαφθοράς» σημαίνει τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, στον περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμο και στον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμο, τα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας που εμπεριέχουν το στοιχείο του δεκασμού ή της κατάχρησης εξουσίας ή εμπιστοσύνης ή εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα που από τη φύση τους θα συνιστούσαν πράξη διαφθοράς·
«πράξεις εν δυνάμει διαφθοράς» σημαίνει καταχρηστικές ή αθέμιτες συμπεριφορές, ενέργειες, παραλείψεις ή πρακτικές, οι οποίες παραβιάζουν ή σκοπό έχουν να παραβιάσουν οποιαδήποτε νομική υποχρέωση, περιλαμβανομένης της κατάχρησης εξουσίας και περιλαμβάνει τη συγκάλυψη όλων ή οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα·
«Πυροσβεστική» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 Πυροσβεστική Υπηρεσία Κύπρου και περιλαμβάνει τους Ειδικούς Πυροσβέστες και τους Εφεδρικούς Πυροσβέστες·
«Πυροσβεστική Διάταξη» σημαίνει διάταξη που εκδίδεται από τον Αρχιπύραρχο για την ευταξία και τη χρηστή διοίκηση της Πυροσβεστικής και την καθοδήγηση των Μελών και των Εφεδρικών Πυροσβεστών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους∙
«Σταθμός» σημαίνει πυροσβεστικό σταθμό πόλεως ή υπαίθρου∙
«Σταθμάρχης» σημαίνει Μέλος που διορίζεται υπεύθυνος Σταθμού∙
«Συντεχνία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Συντεχνιών Νόμο∙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
3.-(1) Η Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία έχει ιδρυθεί δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII του περί Αστυνομίας Νόμου, συνεχίζει να υφίσταται και να λειτουργεί ως Πυροσβεστική Υπηρεσία Κύπρου και έχει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αποδίδονται σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 10, η Πυροσβεστική υφίσταται ως δύναμη ασφαλείας μαζί με την Αστυνομία και λειτουργεί ως αυτόνομη υπηρεσία υπό τον Αρχιπύραρχο.
4. Η Πυροσβεστική έχει ως αποστολή-
(α) την έρευνα και διάσωση ζωής, την πρόληψη και την κατάσβεση πυρκαγιών, την παροχή βοήθειας και υπηρεσιών σε περιπτώσεις που απειλείται ζωή ή/και περιουσία ή/και καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές∙
(β) την εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων που της ανατίθενται ή που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο ή από την κείμενη νομοθεσία και σχετίζονται με την αποστολή της.
5.-(1) Τηρουμένων των προνοιών οποιασδήποτε διαταγής ή οδηγίας του Υπουργού, ο Αρχιπύραρχος έχει τη διοίκηση και διεύθυνση της Πυροσβεστικής και είναι υπόλογος στον Υπουργό για-
(α) την επιτυχή αποστολή της Πυροσβεστικής σε όλο τον εδαφικό χώρο της Δημοκρατίας· και
(β) την επαρκή διοίκηση της Πυροσβεστικής και την κατάλληλη διάθεση όλων των δημόσιων χρημάτων που προορίζονται για τη λειτουργία της:
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο Αρχιπύραρχος έχει καθήκον να μεριμνά για την παροχή υπηρεσιών πυρόσβεσης, έρευνας και διάσωσης και, ειδικότερα, να εξασφαλίζει-
(α) την ίδρυση των αναγκαίων Σταθμών και την προμήθεια του αναγκαίου εξοπλισμού για την αποτελεσματική αντιμετώπιση γενικών και ειδικών αναγκών πυρόσβεσης, έρευνας και διάσωσης,
(β) τη λήψη επαρκών μέτρων για την υγεία και ασφάλεια των Μελών,
(γ) την επαρκή εκπαίδευση των Μελών,
(δ) επαρκείς διευθετήσεις για το χειρισμό κλήσεων για παροχή βοήθειας από μέρους της Πυροσβεστικής, στο πλαίσιο της αποστολής της,
(ε) επαρκείς διευθετήσεις προς εξασφάλιση, με επιθεωρήσεις ή με άλλο τρόπο, πληροφοριών οι οποίες είναι αναγκαίες για σκοπούς πυρόσβεσης που αφορούν τη φύση και τα χαρακτηριστικά οικοδομών και άλλης περιουσίας, τη διαθέσιμη υδατοπρομήθεια και τα μέσα πρόσβασης προς αυτή, καθώς και άλλων σημαντικών τοπικών περιστάσεων,
(στ) επαρκείς διευθετήσεις ώστε να διασφαλιστεί ότι λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την πρόληψη ή τον μετριασμό ζημιών σε περιουσία, ως αποτέλεσμα ενεργειών για την αντιμετώπιση αναγκών πυρόσβεσης, έρευνας και διάσωσης,
(ζ) αποτελεσματικές διευθετήσεις για την παροχή, όταν ζητούνται, συμβουλών για κτίρια και άλλη περιουσία σχετικά με την πρόληψη πυρκαγιών, τον περιορισμό της επέκτασης πυρκαγιών και των μέσων διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς.
(3) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2), ο Αρχιπύραρχος δύναται να-
(α) εκδίδει Πυροσβεστικές Διατάξεις ή/και διαταγές με σκοπό την διοίκηση της Πυροσβεστικής σε όλο τον εδαφικό χώρο της Δημοκρατίας,
(β) αναθέτει τον έλεγχο οποιουδήποτε τμήματος, γραφείου, Σταθμού ή μονάδας της Πυροσβεστικής σε Μέλη, τα οποία ορίζει ως υπεύθυνα των ανωτέρω,
(γ) καταβάλλει σε μη Μέλη τα οποία παρέχουν υπηρεσίες για σκοπούς πυρόσβεσης, τέτοια αμοιβή που ο ίδιος θεωρεί κατάλληλη·
(δ) απασχολεί την Πυροσβεστική ή χρησιμοποιεί οποιοδήποτε πυροσβεστικό εξοπλισμό για σκοπούς άλλους από πυρόσβεση, ή έρευνα και διάσωση, για τους οποίους ο ίδιος φρονεί ότι η Πυροσβεστική ή ο εν λόγω εξοπλισμός είναι κατάλληλος και, εάν θεωρεί τούτο σκόπιμο, να καθορίζει, κατά την κρίση του, και να απαιτεί αμοιβή για οποιεσδήποτε υπηρεσίες έχουν παρασχεθεί κατά την απασχόληση της Πυροσβεστικής ή κατά τη χρησιμοποίηση του προαναφερθέντος πυροσβεστικού εξοπλισμού με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(4) Τα Μέλη που ορίζονται ως υπεύθυνα τμήματος, γραφείου, Σταθμού ή μονάδας της Πυροσβεστικής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3), είναι υπόλογα στον Αρχιπύραρχο και εκτελούν τις διαταγές του για όλα τα θέματα που αφορούν την πειθαρχία, την εσωτερική οικονομία, την εκπαίδευση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα των Μελών.
(5) Ο Αρχιπύραρχος δύναται να απονέμει σε Μέλη ηθικές και υλικές αμοιβές, βραβεία, μετάλλια, κύπελλα και διαμνημονεύσεις, σύμφωνα με τις πρόνοιες σχετικών Πυροσβεστικών Διατάξεων.
6.-(1) Η θέση του Αρχιπύραρχου είναι θέση προαγωγής και η προαγωγή διενεργείται από τον Υπουργό, κατόπιν σύστασης τριμελούς επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ως Πρόεδρο, ένα (1) Βοηθό Αρχηγό Αστυνομίας που διορίζει ο Υπουργός μετά από συνεννόηση με τον Αρχηγό Αστυνομίας και έναν (1) Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που διορίζει ο Υπουργός μετά από συνεννόηση με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(2) Η επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης για έκαστο υποψήφιο για προαγωγή, αφού λάβει υπόψη την αξία του υποψηφίου, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης και από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τα προσόντα του και την αρχαιότητά του, καθώς και την γενική εντύπωση που η ίδια αποκόμισε για τον υποψήφιο κατά την προφορική εξέταση, εφόσον έχει διεξαχθεί, η οποία καταγράφεται στα πρακτικά της επιτροπής και αιτιολογείται:
(3) Η επιτροπή αποστέλλει δεόντως αιτιολογημένη έκθεση για έκαστο υποψήφιο για προαγωγή στον Υπουργό, η οποία περιέχει κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα των προσώπων που συστήνονται για τη θέση του Αρχιπύραρχου:
(4) Για προαγωγή στο βαθμό του Αρχιπύραρχου, οι υποψήφιοι, κατά την ημερομηνία σύγκλησης της επιτροπής, κατέχουν τα ακόλουθα προσόντα:
(α) Έχουν συμπληρώσει δύο (2) έτη υπηρεσίας στο βαθμό του Πύραρχου:
(β) δεν τους έχει επιβληθεί ποινή για πειθαρχικό αδίκημα, η οποία δεν έχει παραγραφεί, όπως προβλέπεται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(5) Κατά την προαγωγή στη θέση του Αρχιπύραρχου, ο Υπουργός λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των υποψηφίων, με έμφαση τις εκθέσεις των τελευταίων τεσσάρων (4) ετών, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων, την έκθεση αξιολόγησης και τις συστάσεις της επιτροπής για έκαστο υποψήφιο για προαγωγή και επιλέγει τον καταλληλότερο για προαγωγή με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα αυτών.
7. Ο Υπουργός έχει τη γενική εποπτεία της Πυροσβεστικής και εκδίδει οδηγίες προς αυτή αναφορικά με την εκτέλεση αρμοδιοτήτων, οι οποίες άπτονται του δημοσίου συμφέροντος.
8. -(1) Η Πυροσβεστική συγκροτείται σύμφωνα με τις εκάστοτε εγκεκριμένες οργανικές θέσεις και διάρθρωση από Μέλη των ακόλουθων βαθμών ή όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δυνατό να ορίζει:
Αρχιπύραρχο,
Πύραρχο,
Αντιπύραρχο,
Πυραγό,
Υποπυραγό,
Πυρονόμο,
Πυροσβέστη:
(2) Ο Αρχιπύραρχος, οι Πύραρχοι και οι Αντιπύραρχοι αποτελούν την ανώτατη ηγεσία της Πυροσβεστικής.
9. -(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του να ιδρύσει Πυροσβεστική Ακαδημία και με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43, να ρυθμίσει τη λειτουργία της Ακαδημίας αυτής:
(2) Οι όροι λειτουργίας της Πυροσβεστικής Ακαδημίας καθορίζονται με Πυροσβεστικές Διατάξεις που εκδίδονται από τον Αρχιπύραρχο και εγκρίνονται από τον Υπουργό.
10.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς με τους οποίους να καθορίζονται οι κατηγορίες κτιρίων τα οποία τυγχάνουν ελέγχου πυροπροστασίας.
(2) Η Πυροσβεστική εξετάζει από απόψεως πυροπροστασίας, είτε μετά από αίτημα της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου ή οποιασδήποτε άλλης κείμενης νομοθεσίας είτε αυτεπάγγελτα, τις μελέτες σχεδίων νεοαναγει-ρόμενων οικοδομών ή σχέδια που αφορούν προσθήκες ή μετατροπές σε υφιστάμενες οικοδομές, καθώς και όλες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις, συμπληρώσεις ή επεκτάσεις τους.
(3) Αξιωματικός της Πυροσβεστικής δύναται να εισέρχεται και ελέγχει κάθε κτίριο, το οποίο τυγχάνει ελέγχου πυροπροστασίας, κατόπιν έγκρισης του Αρχιπύραρχου ή εξουσιοδοτημένου Ανώτερου Αξιωματικού.
(4) Πρόσωπο, το οποίο εμποδίζει τον έλεγχο ή επιδεικνύει ανυπακοή σε υποδείξεις πυροπροστασίας, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκδικάζεται προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) αδίκημα δύναται, μετά από αίτηση, να διατάξει την αναστολή κάθε περαιτέρω εργασίας αναφορικά με την ανέγερση, κατασκευή, ανοικοδόμηση, μετατροπή ή λειτουργία του κτιρίου στο οποίο αφορά το εν λόγω αδίκημα, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιόν του.
11. Σε περίπτωση πολέμου ή άλλης έκτακτης ανάγκης, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αναθέσει καθήκοντα στην Πυροσβεστική που συνδέονται με την άμυνα της Δημοκρατίας και, ενόσω η Πυροσβεστική ή μέρος της χρησιμοποιείται κατά τον τρόπο αυτό τίθεται υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς.
12.-(1) Κάθε Μέλος δύναται να εισέρχεται και, εφόσον είναι αναγκαίο, να παραβιάζει οποιοδήποτε υποστατικό ή περιοχή, όπου εξερράγη πυρκαγιά ή υπάρχει εύλογη υποψία για έκρηξη πυρκαγιάς, ή σε οποιοδήποτε υποστατικό ή περιοχή που είναι αναγκαίο να εισέλθει για σκοπούς κατάσβεσης πυρκαγιάς ή προστασίας του υποστατικού ή μέρους αυτού, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή του κατόχου αυτού, και δύναται να πράττει όλα όσα θεωρεί αναγκαία για κατάσβεση της πυρκαγιάς ή για προστασία από πυρκαγιά ή από ενέργειες, οι οποίες λαμβάνονται σε οποιοδήποτε τέτοιο υποστατικό ή μέρος αυτού ή για διάσωση οποιασδήποτε ζωής ή περιουσίας σε αυτό.
(2) Πρόσωπο το οποίο παρεμποδίζει ή παρενοχλεί Μέλος κατά την ενάσκηση των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) εξουσιών του είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε περίπτωση πυρκαγιάς το ιεραρχικά αρχαιότερο Μέλος που είναι παρόν έχει την αποκλειστική ευθύνη και τον έλεγχο όλων των επιχειρήσεων για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, περιλαμβανομένων του καθορισμού των θέσεων των πυροσβεστικών μηχανών και συσκευών, της πρόσδεσης ελαστικού πυροσβεστικού σωλήνα σε υδροσωλήνες ή της χρήσης πηγής νερού και της επιλογής των μερών των υποστατικών, αντικειμένων ή τόπων όπου υπάρχει η πυρκαγιά ή γειτονικών υποστατικών, αντικειμένων ή τόπων προς την κατεύθυνση των οποίων εξαποστέλλεται το νερό πυρόσβεσης.
(4) Προμηθευτές νερού, μετά από απαίτηση του ιεραρχικά αρχαιότερου Μέλους, παραχωρούν μεγαλύτερη ποσότητα και πίεση νερού για την κατάσβεση πυρκαγιάς και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε να καταστεί δυνατή η συμμόρφωσή τους σε τέτοια απαίτηση, περιλαμβανομένης, για το σκοπό αυτό, της διακοπής παροχής νερού από τους κεντρικούς αγωγούς και σωλήνες σε οποιαδήποτε περιοχή, και ουδείς υπόκειται σε ποινική δίωξη ή υπέχει αστική ευθύνη έναντι τρίτου εξαιτίας της διακοπής της υδατοπρομήθειας, η οποία προκλήθηκε αποκλειστικά και μόνο ένεκα της συμμόρφωσης των προμηθευτών του νερού προς τέτοια απαίτηση.
(5) Σε οποιαδήποτε πυρκαγιά, το ιεραρχικά αρχαιότερο ή, κατόπιν διαταγών, άλλο Μέλος, δύναται να ανακόπτει ή να ρυθμίζει την τροχαία σε οποιοδήποτε δρόμο, όταν κατά τη γνώμη του, τούτο είναι αναγκαίο για σκοπούς πυρόσβεσης.
(6) Η Πυροσβεστική δικαιούται να προμηθεύεται νερό από οπουδήποτε για σκοπούς πυρόσβεσης και άσκησης και ουδείς δικαιούται να αρνηθεί ή να παρεμποδίσει τη λήψη νερού από την Πυροσβεστική για τους σκοπούς αυτούς:
13.-(1) Έκαστος προμηθευτής νερού, μετά από γραπτή υπόδειξη της Πυροσβεστικής, τοποθετεί υδροστόμια πυρόσβεσης πάνω στο υδρευτικό του σύστημα, στα σημεία που ορίζει η Πυροσβεστική, κατασκευάζει φρεάτια υδροστομίων και τοποθετεί σε αυτά δείκτες με το λατινικό κεφαλαίο γράμμα «Η» για εύκολη επισήμανσή τους.
(2) Η αξία των υδροστομίων που προνοούνται και τα έξοδα εγκατάστασης, συντήρησης και ανανέωσής τους καταβάλλονται από την Πυροσβεστική:
(3) Έκαστος προμηθευτής νερού, ο οποίος προτίθεται είτε να εγκαταστήσει νέο δίκτυο υδατοπρομήθειας είτε να επεκτείνει το υφιστάμενο δίκτυο, υποχρεούται όπως δίνει γραπτή ειδοποίηση προς την Πυροσβεστική για την πρόθεσή του αυτή, επισυνάπτοντας το σχέδιο της εν λόγω εγκατάστασης ή επέκτασης για τον καθορισμό του απαιτούμενου αριθμού υδροστομίων.
(4) Πρόσωπο το οποίο επεμβαίνει σε φρεάτιο, δείκτη ή υδροστόμιο πυρόσβεσης ή με οποιοδήποτε τρόπο εμποδίζει την ελεύθερη χρήση τους, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
14.-(1) Έκαστο Μέλος δύναται να εισέρχεται και, αν τούτο είναι αναγκαίο, να παραβιάζει οποιοδήποτε υποστατικό ή μέρος αυτού, για διάσωση ζωής ή έρευνα για σκοπούς διάσωσης ζωής, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή του κατόχου του, και δύναται να πράττει όλα όσα θεωρεί αναγκαία για διάσωση οποιασδήποτε ζωής ή περιουσίας σε αυτό.
(2) Πρόσωπο το οποίο παρεμποδίζει ή παρενοχλεί Μέλος, κατά την ενάσκηση των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) εξουσιών του, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Το ιεραρχικά αρχαιότερο Μέλος έχει την ευθύνη και έλεγχο σε επιχείρηση που διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
(4) Έκαστο πρόσωπο, μετά από απαίτηση του ιεραρχικά αρχαιότερου Μέλους, υποχρεούται να παραχωρεί υλικά και μέσα για σκοπούς των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης οπουδήποτε και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, τα οποία θα καθιστούν δυνατή τη συμμόρφωσή του σε τέτοια απαίτηση:
Νοείται ότι, η Δημοκρατία καταβάλλει άμεσα την αξία-
(α) οποιουδήποτε υλικού που αναλώνεται, ή/και
(β) οποιουδήποτε μέσου χρησιμοποιείται και στο οποίο προκλήθηκε ζημιά, ή/και
(γ) χρήσης οποιουδήποτε τέτοιου μέσου.
(5) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή παραλείπει να παραχωρήσει τα υλικά και μέσα που απαιτούνται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) ή εμποδίζει την ελεύθερη χρήση αυτών, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
15. Πρόσωπο, το οποίο εν γνώσει του δίνει ή φροντίζει να δοθεί ψευδής κλήση για πυρκαγιά, έρευνα ή διάσωση, στην Αστυνομία ή στην Πυροσβεστική ή σε οποιοδήποτε μέλος αυτών, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
16. -(1) Είναι νόμιμο για Μέλος, το οποίο ενώ εκτελεί το καθήκον του υφίσταται επίθεση ή αντιμετωπίζει αντίσταση ή κινδυνεύει να υποστεί επίθεση ή να αντιμετωπίσει αντίσταση, να καλεί πρόσωπο να το βοηθήσει και πρόσωπο που καλείται με τον τρόπο αυτό και το οποίο, χωρίς εύλογη δικαιολογία, αρνείται ή αμελεί να παράσχει τέτοια βοήθεια στο μέτρο των ικανοτήτων του, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παρακούει οποιαδήποτε νόμιμη διαταγή που δίνεται από Μέλος κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται να συλληφθεί για διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος.
17. -(1) Κανένα Μέλος δεν ευθύνεται έναντι τρίτου ή της Δημοκρατίας, για οποιαδήποτε βλάβη σε πρόσωπο, απώλεια ή ζημιά που προξενείται από πράξη ή παράλειψή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στη σκηνή πυρκαγιάς ή απειλούμενης πυρκαγιάς ή έρευνας και διάσωσης, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψή του δεν έγινε καλή τη πίστει ή ήταν αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία προκαλείται ζημιά από Μέλος ή από πρόσωπο που ενεργεί βάσει των οδηγιών του ιεραρχικά ανώτερου Μέλους, κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του στη σκηνή πυρκαγιάς ή απειλούμενης πυρκαγιάς, αυτή θεωρείται ως ζημιά από πυρκαγιά εντός της έννοιας οποιουδήποτε ασφαλιστικού συμβολαίου έναντι πυρκαγιάς.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «Μέλος» σημαίνει Μέλος και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία.
18. -(1) Τα Μέλη μέχρι και του βαθμού του Πυραγού διορίζονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχιπύραρχο, με την έγκριση του Υπουργού, σύμφωνα με τους όρους και την διαδικασία διορισμού, προαγωγής και απόλυσης που καθορίζεται από Κανονισμούς, που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(2) ’νευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), πριν από κάθε προαγωγή στη θέση Πυρονόμου, Υποπυραγού ή Πυραγού, ο Αρχιπύραρχος-
(α) ζητά τη συμβουλή του Συμβουλίου Κρίσης που συστήνεται για το σκοπό αυτό,
(β) δύναται, μετά από έγκριση του Υπουργού, να αποφασίσει τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης και σε τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο Κρίσης αναθέτει τη διενέργειά της σε ανεξάρτητη επιτροπή που συστήνεται για το σκοπό αυτό, όπως καθορίζεται σε Kανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(3) Το Συμβούλιο Κρίσης λαμβάνει υπόψη του την αξιολόγηση των υποψηφίων που διενεργείται από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία συστήνεται για το σκοπό αυτό, και η οποία αξιολογεί τους υποψηφίους με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα αυτών, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(4) Οι ενστάσεις των υποψηφίων για την αξιολόγησή τους από την Επιτροπή Αξιολόγησης εξετάζονται από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων που συστήνεται για το σκοπό αυτό, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(5) Το Συμβούλιο Κρίσης καταρτίζει κατ έτος πίνακα, ο οποίος περιέχει τα ονόματα όλων όσοι συστήνονται για προαγωγή κατά σειρά επιτυχίας και σε περίπτωση που ο πίνακας των συστημένων για προαγωγή εξαντληθεί και υπάρχουν ακόμα κενές θέσεις, η διαδικασία καταρτισμού του πίνακα αρχίζει εκ νέου.
(6) Ο Αρχιπύραρχος προβαίνει στην επιλογή όλων όσοι θα προαχθούν από τον πίνακα που καταρτίζεται από το Συμβούλιο Κρίσης:
(7) Ο πίνακας που καταρτίζεται κατά έτος από το Συμβούλιο Κρίσης ισχύει μέχρι τη σύνταξη νέου πίνακα από το Συμβούλιο Κρίσης κατά το ερχόμενο έτος.
(8) Η σύσταση ενεργείας του Συμβουλίου Κρίσης καθορίζεται με Kανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43, οι οποίοι δύνανται επίσης να προνοούν για τη σύσταση, τις αρμοδιότητες τη διαδικασία και τις μεθόδους ενεργείας της Επιτροπής Αξιολόγησης των υποψηφίων για προαγωγή.
(9) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Αρχιπύραρχος, με την έγκριση του Υπουργού, δύναται να προβαίνει σε προαγωγή-
(α) επ ανδραγαθία,
(β) αν το Μέλος αποδεδειγμένα έχει επιδείξει ιδιαίτερα αξιόλογο ενδιαφέρον, ζήλο και αφοσίωση προς την υπηρεσία, πέραν του συνήθους, κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη της υπηρεσίας του:
(10) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο Αρχιπύραρχος δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προβαίνει σε μεταθανάτιο διορισμό Ειδικών Πυροσβεστών, οι οποίοι έπεσαν υπέρ πατρίδος ή έχασαν τη ζωή τους από πράξη ανδραγαθίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, στον βαθμό Πυροσβέστη.
(11) ’νευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), πριν από κάθε πρόσληψη στην Πυροσβεστική, ο Αρχιπύραρχος ζητά τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσλήψεων που συστήνεται για το σκοπό αυτό, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(12)(α) Το Συμβούλιο Προσλήψεων το οποίο συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (11), για το σκοπό της πρόσληψης πυροσβεστών, καταρτίζει Πίνακα Διοριστέων, όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειράν επιτυχίας, όπως καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(β) Ο Πίνακας Διοριστέων που καταρτίζεται από το Συμβούλιο Προσλήψεων χρησιμοποιείται για την πλήρωση των θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του και για θέσεις που θα κενωθούν στο διάστημα ενός (1) έτους από την ημερομηνία αυτή.
(γ) Σε περίπτωση που όλοι οι υποψήφιοι που περιλαμβάνονται στον Πίνακα Διοριστέων διοριστούν ή διαγραφούν λόγω της μη αποδοχής από αυτούς διορισμού σε θέση που τους προσφέρθηκε και υπάρχουν ακόμα κενές θέσεις, η διαδικασία καταρτισμού του Πίνακα Διοριστέων αρχίζει εκ νέου.
19. Έκαστο Μέλος κατά το διορισμό ή τον επαναδιορισμό του δίνει και υπογράφει ενώπιον του Αρχιπύραρχου ή εκπροσώπου του, την ακόλουθη διαβεβαίωση:
«Διαβεβαιώ επισή΅ως πίστη και σεβασ΅ό στο Σύνταγ΅α και τους συνάδοντες με αυτό Νό΅ους και στη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου.».
20. Οι Ανώτεροι Αξιωματικοί της Πυροσβεστικής προάγονται από τον Υπουργό με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής, σύμφωνα με τους όρους και την διαδικασία που καθορίζονται από Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43:
21.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 22, ο Υπουργός δύναται, μετά από σύσταση της Επιτροπής, να προβεί σε υπεράριθμη προαγωγή Μέλους σε θέση Ανώτερου Αξιωματικού, όταν η κενή θέση ανώτερου βαθμού δεν μπορεί να πληρωθεί λόγω μη υπάρξεως προσοντούχου υποψηφίου.
(2) Ο Αρχιπύραρχος δύναται, με την έγκριση του Υπουργού, να προβεί σε υπεράριθμη προαγωγή σε θέση μέχρι και τον βαθμό Πυραγού, όταν η κενή θέση ανώτερου βαθμού δεν μπορεί να πληρωθεί λόγω μη υπάρξεως προσοντούχου υποψηφίου.
(3) Κάθε υπεράριθμη προαγωγή γίνεται σε προσωρινή βάση και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα παραμένει κενή η θέση ανώτερου βαθμού:
22.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή Mέλους ακυρώνεται, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, ο Αρχιπύραρχος, με την έγκριση του Υπουργού στις περιπτώσεις Μελών μέχρι και του βαθμού Πυραγού και ο Υπουργός, ύστερα από σύσταση του Αρχιπύραρχου, στις περιπτώσεις Ανώτερων Αξιωματικών, δύναται, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του ίδιου Μέλους στον βαθμό αυτό και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του εν λόγω Μέλους, ανεξάρτητα εάν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, εάν δεν γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) εξουσία του Αρχιπύραρχου ή του Υπουργού, αναλόγως της περιπτώσεως, ασκείται μόνο όταν αυτός, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που αφορούν το Μέλος, περιλαμβανομένων των στοιχείων της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης, καθώς και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασής του και της ακύρωσης αυτής, πεισθεί ότι επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του Mέλους.
(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, όταν αποφασίζεται η υπεράριθμη προαγωγή Μέλους δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), το Μέλος υπηρετεί στον βαθμό αυτό έχοντας όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα του βαθμού μέχρις ότου υπάρξει κενή θέση με τον ίδιο βαθμό, οπότε το Μέλος καταλαμβάνει την κενή θέση με προαγωγή σε αυτή.
23.-(1) Ο Αρχιπύραρχος, μετά από έγκριση του Υπουργού, δύναται να διατάξει οποιοδήποτε Μέλος όπως μεταβεί στο εξωτερικό για να υπηρετήσει σε διεθνή οργανισμό ή σε οποιοδήποτε θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για να λάβει μέρος σε πυροσβεστική αποστολή για σκοπούς εκπλήρωσης διεθνών υποχρεώσεων ή δεσμεύσεων της Δημοκρατίας ή σε άλλη ανθρωπιστική αποστολή:
(2) Όταν ο Αρχιπύραρχος διατάσσει αποστολή Μέλους, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), εκδίδει ταυτόχρονα και σχετική Πυροσβεστική Διάταξη, στην οποία καθορίζει-
(α) τα καθήκοντα και τις εξουσίες που θα ασκεί το εν λόγω Μέλος, κατά την υπηρεσία του στο εξωτερικό,
(β) οποιαδήποτε πρόσθετα επιδόματα ή άλλα ωφελήματα που θα χορηγούνται στο εν λόγω Μέλος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο εξωτερικό, σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα στην δημόσια υπηρεσία,
(γ) τα τεχνικά, μηχανικά ή άλλα μέσα που θα χρησιμοποιεί το Μέλος αυτό, κατά την υπηρεσία του στο εξωτερικό.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), τα Μέλη που υπηρετούν στο εξωτερικό, εξακολουθούν, καθ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας τους, να υπάγονται διοικητικά στον Αρχιπύραρχο και να υπόκεινται σε όλες τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
25. Τα ωφελήματα αφυπηρέτησης Mέλους καθορίζονται στον περί Συντάξεων Νόμο, στον περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμο και σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτών.
26.-(1) Μέλος, το οποίο παύει να ανήκει στην Πυροσβεστική παραδίδει αμέσως στο αρμόδιο Μέλος τις εξαρτύσεις, τα διακριτικά της στολής και τα άλλα εφόδια, με τα οποία εφοδιάσθηκε, και αποτελούν περιουσία της Δημοκρατίας.
(2) Μέλος, το οποίο, ενώ έπαυσε να ανήκει στην Πυροσβεστική ή έπαυσε να βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία, παραλείπει να παραδώσει τις εξαρτύσεις, τη στολή ή τα άλλα εφόδια, όπως απαιτείται από το παρόν άρθρο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει ένταλμα έρευνας και κατάσχεσης των εξαρτύσεων, της στολής και των άλλων εφοδίων, τα οποία δεν παραδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
27. -(1) Έκαστο Μέλος ασκεί τις εξουσίες και εκτελεί τα καθήκοντα που δυνατόν να ανατίθενται ή επιβάλλονται σε αυτό δυνάμει των διατάξεων οποιασδήποτε κείμενης νομοθεσίας και υπακούει στις νόμιμες διαταγές σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων του, τις οποίες λαμβάνει από τους ανώτερούς του.
(2) Έκαστο Μέλος θεωρείται ότι τελεί πάντοτε σε υπηρεσία και δυνατόν, οποτεδήποτε, να του ανατεθεί καθήκον σε οποιοδήποτε μέρος της Δημοκρατίας.
28. -(1) Μέλος δύναται να-
(α) ανακόπτει, κατακρατεί και ερευνά οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο-
(i) βλέπει να προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο που σχετίζεται με παράνομο άναμμα φωτιάς·
(ii) υποψιάζεται ότι προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή ενέργεια ή ότι έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο που σχετίζεται με παράνομο άναμμα φωτιάς· και
(β) ανακόπτει και ερευνά οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς, το οποίο έχει εύλογους λόγους να υποπτεύεται ότι χρησιμοποιείται για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που έχει σχέση με το παράνομο άναμμα φωτιάς.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί με λογικό σήμα Μέλους, που τον καλεί να σταματήσει μεταφορικό μέσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ή το οποίο παρεμποδίζει Μέλος κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του, δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω εδαφίου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
29.-(1) Έκαστο Μέλος έχει καθήκον να ρυθμίζει και ελέγχει την τροχαία κίνηση, να μεταβάλλει την κατεύθυνση όλων ή οποιουδήποτε είδους τροχοφόρων όταν, κατά την κρίση του υπεύθυνου Αξιωματικού, το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τέτοια ενέργεια στις περιπτώσεις που καλούνται λόγω επαγγέλματος, μέχρι την ανάληψη του καθήκοντος αυτού από την Αστυνομία.
(2) Πρόσωπο το οποίο ανθίσταται σε ή παρακούει οποιαδήποτε νόμιμη διαταγή που δίδεται από Μέλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Οι προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο εξουσίες είναι επιπρόσθετες και όχι ακυρωτικές οποιασδήποτε εξουσίας την οποία το Μέλος δύναται να ασκεί για το σκοπό αυτό δυνάμει των διατάξεων οποιασδήποτε άλλης κείμενης νομοθεσίας.
30. Ο Αρχιπύραρχος δύναται να ορίζει τα βιβλία, τα αρχεία και τα ατομικά δελτία που τηρούνται στην Πυροσβεστική, καθώς και τα Μέλη της που τηρούν αυτά και τα οποία του υποβάλλουν σχετικές αναφορές.
31. Έκαστο Μέλος, στο οποίο ανατίθεται η φύλαξη ή η διαχείριση δημόσιας αποθήκης ή χρημάτων της Πυροσβεστικής, είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί για αυτά στον Αρχιπύραρχο.
32. -(1) Το σύνολο του χρόνου των Mελών τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας, εκτός εάν ρητά προβλέπεται διαφορετικά στους όρους του διορισμού τους.
(2) Μέλος, του οποίου το σύνολο του χρόνου τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας, δεν επιτρέπεται να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα ή να ασχολείται ή μετέχει σε οποιαδήποτε εργασία ή επιχείρηση:
(α) κρίνεται ότι αυτή δεν επηρεάζει την άρτια εκτέλεση των καθηκόντων του,
(β) εξασφαλίζεται προς τούτο η σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και
(γ) χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο για την παραχώρηση άδειας μερικής ιδιωτικής απασχόλησης στους δημόσιους υπαλλήλους:
(3) Κάθε Μέλος του οποίου μέλος της οικογένειάς του διατηρεί κατάστημα ή ασκεί εμπόριο ή προτίθεται να ανοίξει κατάστημα ή να ασκήσει εμπόριο οφείλει να δώσει για αυτό γραπτή ειδοποίηση στον Αρχιπύραρχο:
(4)(α) Δεν επιτρέπεται σε Μέλος να-
(i) συμμετέχει στη διοίκηση οποιασδήποτε μη δημόσιας εταιρείας ή συνεταιρισμού ή άλλης επιχείρησης ιδιωτικής φύσης∙ και
(ii) κατέχει μετοχές ή άλλο συμφέρον σε οποιαδήποτε μη δημόσια εταιρεία ή συνεταιρισμό ή άλλη επιχείρηση ιδιωτικής φύσης∙
εφόσον δεν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει άδεια από τον Υπουργό, η οποία δύναται να χορηγηθεί κατόπιν σύστασης του Αρχιπύραρχου, με τέτοιους όρους όπως ήθελε καθορίσει ο Υπουργός, υπό την προϋπόθεση ότι η χορήγηση τέτοιας άδειας δεν είναι ασυμβίβαστη με την εκτέλεση των καθηκόντων του ως μέλους της Πυροσβεστικής.
(β) Δεν επιτρέπεται σε Μέλος να συμμετέχει στη διοίκηση οποιασδήποτε δημόσιας εταιρείας.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), ο Υπουργός χορηγεί σε Μέλος άδεια, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (α) αυτού, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν η χορήγησή της εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον∙
(β) όταν το συμφέρον του Μέλους στην εταιρεία, στον συνεταιρισμό ή στην επιχείρηση ιδιωτικής φύσης προήλθε από κληρονομική διαδοχή και η κατοχή των μετοχών δεν επηρεάζει το Μέλος στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
(6) Μέλος δύναται να κατέχει μετοχές δημόσιων εταιρειών, ο αριθμός των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου το οποίο καθορίζει ο Υπουργός Οικονομικών, για ανάλογες περιπτώσεις, για τους δημόσιους υπαλλήλους της Δημοκρατίας:
(7) Κάθε Μέλος, μετά τον διορισμό του στην Πυροσβεστική και στη συνέχεια κάθε έτος, δηλώνει στον Αρχιπύραρχο τα στοιχεία οποιασδήποτε επένδυσης ή συμφέροντος τα οποία τυχόν έχει σε οποιαδήποτε εταιρεία ή συνεταιρισμό ή επιχείρηση ιδιωτικής φύσης, οι εργασίες της οποίας σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τα καθήκοντά του.
33. Μέλος είναι ένοχο πειθαρχικού αδικήματος αν διαπράξει ή παραλείψει να διαπράξει οποιαδήποτε πράξη που καθορίζεται στον παρόντα Νόμο ή στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού και υπόκειται στην ποινή ή στις ποινές που δυνατόν να του επιβληθούν δυνάμει των προνοιών των Κανονισμών αυτών.
34. -(1) Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε Μέλος που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, είναι οι ακόλουθες:
(α) Απόλυση·
(β) εξαναγκασμός σε παραίτηση·
(γ) υποβιβασμός κατά βαθμό ή τάξη·
(δ) κατακράτηση, διακοπή ή αναβολή ετήσιας προσαύξησης·
(ε) χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000)·
(στ) πειθαρχική μετάθεση για περίοδο ενός (1) έτους έως (5) ετών·
(ζ) αυστηρή επίπληξη·
(η) επίπληξη:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τα Μέλη περιλαμβάνουν και τους Εφεδρικούς Πυροσβέστες.
35.-(1) Μέλος που διαπράττει, συμμετέχει, συμπράττει, συνεργάζεται ή συνωμοτεί για να διαπραχθεί ή αποπειράται να διαπράξει ή/και να παρέχει συνδρομή, βοήθεια, καθοδήγηση ή συμβολή στη διάπραξη πράξης διαφθοράς, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται στους οικείους Νόμους και ως αποτέλεσμα, διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση που διαπιστωθεί πειθαρχική ευθύνη, τιμωρείται με την ποινή της απόλυσης ή της υποχρεωτικής αφυπηρέτησής του και η περιουσία του, η οποία είναι αντικείμενο του αδικήματος διαφθοράς, υπόκειται σε δήμευση σύμφωνα με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο.
(2) Έκαστο Μέλος, το οποίο διαπιστώνει ή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι έχει τελεσθεί πράξη διαφθοράς ή πράξη εν δυνάμει διαφθοράς από άλλο Μέλος, το αναφέρει εγγράφως στον Υπουργό, δίδοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού του.
(3) Σε περίπτωση που αναφορά γινόμενη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) είναι κακόβουλη, αυτή συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.
(4) Μέλος το οποίο εν γνώσει του αμελεί ή παραλείπει ή συγκαλύπτει ή αποκρύπτει αληθή γεγονότα ή ανέχεται τέτοια γεγονότα και δεν αναφέρει στον Υπουργό τη διάπραξη πράξεων διαφθοράς ή πράξεων εν δυνάμει διαφθοράς από άλλο Μέλος, ανώτερου ή κατώτερου βαθμού του βαθμού που κατέχει, ανεξάρτητα αν το ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε είναι πράγματι το ίδιο ή διαφορετικό από εκείνο το οποίο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει και νοουμένου ότι η εκτέλεση του ποινικού αδικήματος που διαπράχθηκε είναι πιθανή συνέπεια των περιστατικών που ήταν σε γνώση του, ή το οποίο παρέχει πληροφορίες σχετικά με έρευνες που γίνονται για συγκάλυψή τους, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
(5) Μέλος το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια, η οποία αποσκοπεί ή ενδεχομένως να αποτρέψει άλλο Mέλος από το να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
36. Ο Αρχιπύραρχος, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου Νόμου, δύναται με Πυροσβεστικές Διατάξεις ή οδηγίες να λαμβάνει επιπρόσθετα μέτρα ή να εφαρμόζει μηχανισμούς προστασίας των Μελών που καταγγέλλουν ή παρέχουν στοιχεία ή πληροφορίες για πράξεις διαφθοράς ή πράξεις εν δυνάμει διαφθοράς ή να διευκολύνουν αντίστοιχες καταγγελίες ή την παροχή στοιχείων ή πληροφοριών.
37. Πρόσωπο, το οποίο, ενώ έχει κληθεί να προσέλθει για να δώσει μαρτυρία κατά την ακρόαση πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον Mέλους, παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να προσέλθει κατά το χρόνο και τόπο που ορίσθηκε στην κλήση ή κατά το χρόνο και τόπο που ορίσθηκε κατά τη διάρκεια της υπόθεσης ή αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που τέθηκε σε αυτόν νόμιμα, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (1.000) ή και στις δυο αυτές ποινές:
38.-(1) Μέλος, το οποίο-
(α) αρχίζει, εγείρει, υποκινεί, ενθαρρύνει εξέγερση ή στάση·
(β) προκαλεί ή μετέχει σε οποιαδήποτε στάση ή ταραχή οποιασδήποτε μορφής·
(γ) παρευρίσκεται σε οποιαδήποτε συγκέντρωση που τείνει σε οχλαγωγία·
(δ) λιποτακτεί ή υποβοηθά ή παρακινεί τη λιποταξία άλλου Μέλους·
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
(2) Μέλος δυνατό να διωχθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, για λιποταξία, χωρίς αναφορά στο χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου τυχόν να είχε απουσιάσει και για αυτό να βρεθεί ένοχο είτε λιποταξίας, είτε απουσίας χωρίς άδεια:
39.-(1) Ο Αρχιπύραρχος δύναται να αποφασίσει τον διορισμό Ειδικών Πυροσβεστών για την εκτέλεση γραφειακών και βοηθητικών καθηκόντων, καθηκόντων φρούρησης κτιρίων και εγκαταστάσεων ή/και οποιωνδήποτε άλλων παρόμοιας φύσης καθηκόντων.
(2) Η διαδικασία διορισμού, οι όροι υπηρεσίας και οι όροι τερματισμού της υπηρεσίας Ειδικών Πυροσβεστών καθορίζονται ΅ε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.
(3) Έκαστος Ειδικός Πυροσβέστης, ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δίδει την προβλεπόμενη στο άρθρο 19 διαβεβαίωση ενώπιον του Αρχιπύραρχου ή εξουσιοδοτούμενου από αυτόν Ανώτερου Αξιωματικού.
40. Έκαστος Ειδικός Πυροσβέστης που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται και, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του, υπόκειται στις ίδιες πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις και υπάγεται στις ίδιες αρχές που ισχύουν για τα Μέλη.
41. Ο Αρχιπύραρχος δύναται να προμηθεύει, ΅ε δη΅όσια δαπάνη, για χρήση από τους Ειδικούς Πυροσβέστες, την αναγκαία εξάρτυση για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης τους.
43.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς για τη διοίκηση και ευταξία της Πυροσβεστικής, καθώς και για τη ρύθμιση ή καθορισμό οποιουδήποτε θέματος, το οποίο είναι δεκτικό ρύθμισης ή καθορισμού δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να προβλέπουν για όλα ή για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα:
(α) Τους όρους διορισμού, υπηρεσίας και προαγωγών των Μελών, εκτός των Ειδικών Πυροσβεστών·
(β) τους όρους διορισμού και υπηρεσίας των Ειδικών Πυροσβεστών·
(γ) τους όρους διορισμού, υπηρεσίας, προαγωγών και απόλυσης Εφεδρικών Πυροσβεστών·
(δ) το ωράριο υπηρεσίας των Μελών·
(ε) την αξιολόγηση των Μελών μέσω ετήσιων εμπιστευτικών εκθέσεων·
(στ) την άδεια ανάπαυσης, περιλαμβανομένων των ημεραργιών και των δημόσιων αργιών των Μελών·
(ζ) την άδεια ασθενείας των Μελών·
(η) την καταβολή επιδομάτων στα Μέλη·
(θ) τη χορήγηση ή στέρηση επιδόματος καλής διαγωγής ή ευδόκιμης υπηρεσίας των Μελών·
(ι) τους αναπληρωματικούς διορισμούς Μελών·
(ια) την ευημερία, υγεία και ασφάλεια του προσωπικού της Πυροσβεστικής·
(ιβ) την εκπαίδευση του προσωπικού της Πυροσβεστικής·
(ιγ) τη διαμονή και την καταβολή επιδόματος ενοικίου σε Μέλη·
(ιδ) τη στολή και εξάρτυση του προσωπικού της Πυροσβεστικής·
(ιε) τους περιορισμούς σε δραστηριότητες των Μελών·
(ιστ) τα πειθαρχικά αδικήματα, την πειθαρχική διαδικασία και τη διαθεσιμότητα των Μελών·
(ιζ) την αγορά και πώληση υπηρεσιών από την Πυροσβεστική για σκοπούς των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 5·
(ιη) το ταμείο προστίμων και αμοιβών·
(ιθ) τα ατομικά δελτία·
(ικ) την ασφαλιστική κάλυψη Μελών για εκτέλεση επικίνδυνης εργασίας.
44. Τηρουμένων των διατάξεων του ’ρθρου 27 του Συντάγματος, επιτρέπεται σε Μέλος να είναι μέλος-
(α) οποιασδήποτε Συντεχνίας ή σώματος ή συνδέσμου που συνδέεται με Συντεχνία·
(β) οποιουδήποτε σώματος ή συνδέσμου, οι σκοποί ή ένας από τους σκοπούς του οποίου είναι να ελέγχει ή να επηρεάζει τις συνθήκες εργασίας σε οποιοδήποτε επάγγελμα ή απασχόληση·
(γ) οποιουδήποτε σώματος ή συνδέσμου, ο σκοπός ή ένας από τους σκοπούς του οποίου είναι να ελέγχει ή να επηρεάζει τη μισθοδοσία, τις συντάξεις ή τους όρους της υπηρεσίας των Μελών:
45. Πρόσωπο, το οποίο, ενώ δεν είναι Μέλος-
(α) φέρει είτε εξολοκλήρου είτε μερικώς, τη στολή της Πυροσβεστικής, ή οποιαδήποτε στολή που μοιάζει ή σκοπείται να μοιάσει με την στολή της Πυροσβεστικής· ή
(β) αντιποιείται το όνομα ή την ιδιότητα Μέλους· ή
(γ) με οποιοδήποτε τρόπο προσποιείται ότι είναι Μέλος·
με το σκοπό να επιτύχει είσοδο σε οποιαδήποτε οικία ή άλλο τόπο ή να διενεργήσει ή να υποσχεθεί ότι θα διενεργήσει οτιδήποτε, το οποίο το εν λόγω πρόσωπο δεν δικαιούται σύμφωνα με το Νόμο να διενεργήσει ή να υποσχεθεί ότι θα διενεργήσει, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
46.-(1) Για σκοπούς δυνατότητας μελέτης και υποβολής προς τον Αρχιπύραρχο και τον Υπουργό από Μέλη θεμάτων που επηρεάζουν την ευημερία και την επαγγελματική επάρκεια των Μελών, περιλαμβανομένων θεμάτων αναφορικά με τη μισθοδοσία, σύνταξη και τους όρους υπηρεσίας τους, δύναται να ιδρυθούν από αυτούς επαγγελματικοί σύνδεσμοι.
(2) Οι επαγγελματικοί σύνδεσμοι που ιδρύονται, δυνάμει του παρόντος άρθρου, δεν δύναται να είναι περισσότεροι από δύο (2), ένας για τους Ανώτερους Αξιωματικούς και ένας για τους υπόλοιπους βαθμούς.
(3) Ο επαγγελματικός σύνδεσμος που ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, διέπεται από το δικό του καταστατικό.
(4) Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι μέλος του επαγγελματικού συνδέσμου αν δεν είναι Μέλος.
47. Καμιά διάταξη που περιέχεται στον παρόντα Νόμο δεν εξαιρεί οποιοδήποτε πρόσωπο από του να διώκεται, σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο Νόμο, για οποιοδήποτε αδίκημα, το οποίο τιμωρείται από τον παρόντα Νόμο, ή από του να υπόκειται, σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο Νόμο, σε οποιαδήποτε άλλη ή μεγαλύτερη ποινή ή τιμωρία από αυτή που προνοείται για τέτοιο αδίκημα από τον παρόντα Νόμο:
Νοείται ότι, κανένα πρόσωπο δεν τιμωρείται δυο φορές για το ίδιο αδίκημα.
48. Ο Αρχιπύραρχος δύναται να διατάσσει την αφαίρεση μηνιαίως από το βασικό μισθό Μέλους τέτοιου ποσού το οποίο ήθελε καθορισθεί από το δικαστήριο για αποπληρωμή από το Μέλος επιδικασθέντος ποσού και την καταβολή του στο πρόσωπο που το δικαιούται σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου.
49. -(1) Όλα τα πρόσωπα, τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, υπηρετούν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, κατά τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου, λογίζονται ότι διορίσθηκαν σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και η υπηρεσία τους θεωρείται για σκοπούς επιδομάτων καλής διαγωγής, ευδόκιμης υπηρεσίας, σύνταξης και φιλοδωρημάτων, καθώς και για σκοπούς πειθαρχίας, ως υπηρεσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Κανονισμοί, διατάξεις, διαταγές ή οδηγίες που έχουν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών και ισχύουν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, από την ημερομηνία αυτή και μέχρις ότου εκδοθούν άλλοι Κανονισμοί, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, θεωρούνται ότι εκδίδονται βάσει αυτών, νοουμένου ότι δεν συγκρούονται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μέχρι την πλήρωση της θέσης του Αρχιπύραρχου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6, η Πυροσβεστική διοικείται από τον υφιστάμενο Διευθυντή της, ο οποίος ενασκεί όλες τις αρμοδιότητες, τα καθήκοντα και τις εξουσίες Αρχιπύραρχου, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(4) Μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες διευθετήσεις, η Πυροσβεστική λαμβάνει τεχνική και επιστημονική υποστήριξη από την Αστυνομία και συνεργάζεται για την εξασφάλιση εξοπλισμού υποστήριξης των υπηρεσιών της.
(5) Εκκρεμούσα διαδικασία πλήρωσης κενής θέσης στην Πυροσβεστική Υπηρεσία η οποία άρχισε, με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, και δεν ολοκληρώθηκε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συνεχίζει και ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, ως εάν ο παρών Νόμος δεν είχε τεθεί σε ισχύ.
(6) Εκκρεμούσα διαδικασία προαγωγής Μέλους η οποία άρχισε, με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, και δεν ολοκληρώθηκε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συνεχίζει και ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, ως εάν ο παρών Νόμος δεν είχε τεθεί σε ισχύ.
(7) Πειθαρχική διαδικασία εναντίον Μέλους, η οποία άρχισε, με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, και δεν ολοκληρώθηκε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συνεχίζει και ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των σχετικών Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, ως εάν ο παρών Νόμος δεν είχε τεθεί σε ισχύ.
Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 50 του περί Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Νόμου του 2021, Νόμος 100(Ι) του 2021, με την Απόφασή του ημερομηνίας 15.10.2021, καθόρισε τη 15η Οκτωβρίου 2021, ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.