10.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και των προνοιών οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αγωγή που καταχωρίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ανεξαρτήτως εάν αυτό ασκεί πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, δύναται να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο επιβάλλει στον καθ’ ου η αίτηση οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, με σκοπό την ασφάλεια ή/και την προστασία του αιτητή.
(2) Δικαστήριο ασκούν την εξουσία του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δύναται να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο, μεταξύ άλλων-
(α) περιορίζει ή/και απαγορεύει στον καθ’ ου η αίτηση να προσεγγίζει ή/και να ακολουθεί τον αιτητή∙
(β) περιορίζει ή/και απαγορεύει την πρόσβαση του καθ’ ου η αίτηση στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας του αιτητή ή/και σε ακίνητη ή κινητή περιουσία που ανήκει ή κατέχεται ολικώς ή μερικώς από τον αιτητή∙
(γ) απαγορεύει στον καθ’ ου η αίτηση να επικοινωνεί με τον αιτητή.
(3) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν αίτησης που υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία καταγράφονται γεγονότα ή/και στοιχεία τα οποία αποτελούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι λαμβάνει χώραν παρενοχλητική παρακολούθηση ή παρενόχληση ή υφίσταται κίνδυνος επανάληψης ή εξακολούθησης συμπεριφοράς που συνιστά παρενοχλητική παρακολούθηση ή παρενόχληση του ενάγοντος ή μέλους της οικογένειάς του.
(4) Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον καθ’ ου η αίτηση και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε μέρα και ώρα που θα ορίσει το δικαστήριο.
(5) Ο διάδικος εναντίον του οποίου εξεδόθη διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περίοδο.
(6) Πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.