1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμος του 2021.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«θύμα» σημαίνει πρόσωπο σε βάρος του οποίου-
(α) διαπράχθηκε προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ποινικό αδίκημα, για το οποίο εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση ή/και
(β) κατ’ ισχυρισμόν διαπράχθηκε προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ποινικό αδίκημα, είτε αυτό βρίσκεται στο στάδιο της διερεύνησης από την Αστυνομία ή/και από ποινικό ανακριτή, είτε εκκρεμεί η εκδίκαση αυτού ενώπιον δικαστηρίου∙
«μέλος της οικογένειας» σημαίνει-
(α) μέλος της οικογένειας, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου·
(β) μέλος της οικογένειας, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου∙
(γ) σύμβιο, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου∙
«παρενόχληση» σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο∙
«συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο (2) φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση, και στην περίπτωση που αυτή αφορά στην παρενόχληση δύο (2) ή περισσότερων προσώπων, στην επίδειξη τοιαύτης συμπεριφοράς, τουλάχιστον μία (1) φορά για κάθε πρόσωπο.
3.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προκληθείσα παρενόχληση, συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του ή/και εναντίον μέλους της οικογένειάς του ή/και εναντίον της περιουσίας του, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην τοιαύτη συμπεριφορά υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), πρόσωπο θεωρείται ότι όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά στην οποία προβαίνει προκαλεί παρενόχληση, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση.
(4) Αποτελεί υπεράσπιση του κατηγορουμένου ότι-
(α) προέβη στην επίδικη συμπεριφορά, με σκοπό την αποτροπή ή τη συνδρομή στη διερεύνηση ποινικού αδικήματος, ή/και
(β) προέβη στην επίδικη συμπεριφορά με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε εν ισχύι Νόμου ή δικαστικού διατάγματος ή με σκοπό τη συμμόρφωση με όρο ή απαίτηση επιβαλλόμενη σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει νομοθεσίας ή δικαστικού διατάγματος, ή/και
(γ) η επίδικη συμπεριφορά ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
4.-(1)Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει συμπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση και προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η προκληθείσα παρενόχληση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), συνίσταται σε πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του ή/και εναντίον μέλους της οικογένειάς του ή/και εναντίον της περιουσίας του ή συνίσταται σε πρόκληση σοβαρής ανησυχίας ή σοβαρής αγωνίας αυτού, η οποία έχει ουσιώδη αρνητική επίδραση στην τέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων του θύματος, το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω συμπεριφορά υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), πρόσωπο θεωρείται ότι όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά στην οποία προβαίνει προκαλεί παρενόχληση, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως συμπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση θεωρείται-
(α) η ακολούθηση άλλου προσώπου·
(β) η επαφή ή η απόπειρα επαφής με άλλο πρόσωπο με οποιοδήποτε μέσο∙
(γ) η παρακολούθηση της χρήσης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής επικοινωνίας άλλου προσώπου ή η αποστολή αναρτήσεων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αφορούν στην προσωπική ζωή του θύματος ή η παρέμβαση σε αναρτήσεις του θύματος στο διαδίκτυο·
(δ) η παρακώλυση της διακίνησης άλλου προσώπου προς ή από την οικία του ή/και τον επαγγελματικό του χώρο ή από δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο στον οποίο το εν λόγω πρόσωπο συχνάζει, μέσω περιπλάνησης ή παρουσίας στους χώρους αυτούς∙
(ε) η επέμβαση σε περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή ή ιδιοκτησία άλλου προσώπου ή η απειλή παρέμβασης σε τέτοια περιουσία·
(στ) η παρακολούθηση ή/και κατασκοπεία άλλου προσώπου.
(5) Αποτελεί υπεράσπιση του κατηγορουμένου το ότι-
(α) προέβη στην επίδικη συμπεριφορά, με σκοπό την αποτροπή ή τη συνδρομή του στη διερεύνηση ποινικού αδικήματος, ή/και
(β) προέβη στην επίδικη συμπεριφορά με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε εν ισχύι νόμου ή δικαστικού διατάγματος, ή με σκοπό τη συμμόρφωση σε όρο ή απαίτηση επιβαλλόμενη σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει νομοθεσίας ή δικαστικού διατάγματος, ή/και
(γ) η επίδικη συμπεριφορά ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
5. Σε περίπτωση καταδίκης για προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο ποινικό αδίκημα, οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις δύναται να θεωρηθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής:
(α) Το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου που ήταν μέλος της οικογένειας του καταδικασθέντος κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, ή/και εναντίον προσώπου που συνδέεται με τον καταδικασθέντα με δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου (3ου) βαθμού ή/και εναντίον προσώπου με το οποίο ο καταδικασθείς έχει ή/και είχε από κοινού τέκνο·
(β) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον μάρτυρα που έχει δώσει κατάθεση κατά τη διερεύνηση υπόθεσης, για την οποία καταχωρίστηκε κατηγορητήριο αναφορικά με τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο·
(γ) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον ανηλίκου·
(δ) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον μέλους ή/και πρώην μέλους της οικογένειας του θύματος ή/και εναντίον προσώπου που συγκατοικεί ή/και που συγκατοικούσε με το θύμα∙
(ε) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου που εκτελούσε δημόσιο καθήκον και με αιτία την εκτέλεση του δημόσιου καθήκοντος∙
(στ) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου με το οποίο ο καταδικασθείς διατηρεί ή διατηρούσε ερωτική σχέση∙
(ζ) η διάπραξη του ποινικού αδικήματος εξέθεσε σε κίνδυνο τη ζωή προσώπου∙
(η) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου σε ευάλωτη θέση, όπως προσώπου με αναπηρία∙
(θ) κατά ή αμέσως πριν από τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος, ο καταδικασθείς επέδειξε εναντίον του θύματος εχθρότητα, αποστροφή ή/και περιφρόνηση σχετιζόμενη με σεξουαλικό προσανατολισμό, φύλο, ταυτότητα φύλου, καταγωγή, υπηκοότητα, θρησκεία ή πολιτική πεποίθηση του θύματος ή/και άλλου προσώπου ή προσώπων·
(ι) η διάπραξη του ποινικού αδικήματος οφείλεται, συνολικώς ή μερικώς, στην εχθρότητα, αποστροφή ή/και περιφρόνηση προς το θύμα λόγω της σχέσης του ή/και στήριξης του προς οποιοδήποτε πρόσωπο ένεκα του σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, ταυτότητας φύλου, καταγωγής, υπηκοότητας, θρησκείας ή/και πολιτικής πεποίθηση του άλλου προσώπου∙
(ια) ο καταδικασθείς έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για ποινικό αδίκημα της ίδιας φύσης∙
(ιβ) το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε από τον καταδικασθέντα κατά την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος ή καθήκοντος ή εξουσίας.
6.-(1) Δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, κατόπιν αίτησης της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του θύματος, μέλους της οικογένειας του θύματος ή/και άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε από αυτούς, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο επιβάλλει σε ύποπτο οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και οποιονδήποτε περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, μέχρις ότου καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του για ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο:
(2) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν απόδειξης γεγονότων ή/και στοιχείων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δημιουργούν κίνδυνο επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.
(3) Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία δύναται να-
(α) απαγορεύει ή/και να περιορίζει τον ύποπτο ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα να προσεγγίζει ή να ακολουθεί το θύμα∙ ή/και
(β) απαγορεύει ή/και να περιορίζει την πρόσβαση του υπόπτου για συγκεκριμένη περίοδο ή μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί του κατηγορητηρίου, στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας ή/και σε υποστατικό του θύματος ή/και άλλου προσώπου το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα, ή/και στον τόπο που αυτό συχνάζει∙ ή/και
(γ) απαγορεύει στον ύποπτο να έρχεται σε επαφή ή/και να παρενοχλεί το θύμα ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα.
(4)(α) Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε μέρα και ώρα που ορίζεται από το δικαστήριο.
(β) Κατά την ορισμένη μέρα και ώρα, το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή/και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιαστεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει μέχρι και οκτώ (8) ημέρες, χωρίς η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες μέχρι την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.
(γ) Ο ύποπτος δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.
(5) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει νέο διάταγμα ή να παρατείνει το διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης:
(6) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα δυνατόν να επιβληθεί αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή/και μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
(7) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.
7.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση, διαπράττει το αστικό αδίκημα της παρενόχλησης.
(2) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία συνιστά παρακολούθηση και προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση, διαπράττει το αστικό αδίκημα της παρενοχλητικής παρακολούθησης:
(3) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2), πρόσωπο θεωρείται ότι όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά στην οποία προβαίνει προκαλεί παρενόχληση, στην περίπτωση που ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση.
8. Πρόσωπο, εναντίον του οποίου διαπράχθηκε οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 αστικά αδικήματα, δύναται να καταχωρίσει αγωγή εναντίον του προσώπου που διέπραξε το εν λόγω αδίκημα.
9. Σε αγωγή για παρενόχληση ή/και παρενοχλητική παρακολούθηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 συνιστά υπεράσπιση-
(α) ότι ο εναγόμενος προέβη στην εν λόγω συμπεριφορά ως εκ της επαγγελματικής ιδιότητάς του προς το σκοπό αποτροπής ή/και διερεύνησης ποινικού αδικήματος∙ ή/και
(β) ότι ο εναγόμενος προέβη στην εν λόγω συμπεριφορά με βάση τις διατάξεις οποιασδήποτε νομοθεσίας ή/και δικαστικού διατάγματος ή/και με σκοπό τη συμμόρφωση με όρο ή/και απαίτηση επιβαλλόμενη σε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει νομοθεσίας ή/και δικαστικού διατάγματος∙ ή/και
(γ) η επίδικη συμπεριφορά ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
10.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και των προνοιών οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο το οποίο εκδικάζει αγωγή που καταχωρίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ανεξαρτήτως εάν αυτό ασκεί πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δικαιοδοσία, δύναται να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο επιβάλλει στον καθ’ ου η αίτηση οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, με σκοπό την ασφάλεια ή/και την προστασία του αιτητή.
(2) Δικαστήριο ασκούν την εξουσία του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δύναται να εκδώσει ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο, μεταξύ άλλων-
(α) περιορίζει ή/και απαγορεύει στον καθ’ ου η αίτηση να προσεγγίζει ή/και να ακολουθεί τον αιτητή∙
(β) περιορίζει ή/και απαγορεύει την πρόσβαση του καθ’ ου η αίτηση στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας του αιτητή ή/και σε ακίνητη ή κινητή περιουσία που ανήκει ή κατέχεται ολικώς ή μερικώς από τον αιτητή∙
(γ) απαγορεύει στον καθ’ ου η αίτηση να επικοινωνεί με τον αιτητή.
(3) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν αίτησης που υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία καταγράφονται γεγονότα ή/και στοιχεία τα οποία αποτελούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι λαμβάνει χώραν παρενοχλητική παρακολούθηση ή παρενόχληση ή υφίσταται κίνδυνος επανάληψης ή εξακολούθησης συμπεριφοράς που συνιστά παρενοχλητική παρακολούθηση ή παρενόχληση του ενάγοντος ή μέλους της οικογένειάς του.
(4) Διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον καθ’ ου η αίτηση και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε μέρα και ώρα που θα ορίσει το δικαστήριο.
(5) Ο διάδικος εναντίον του οποίου εξεδόθη διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περίοδο.
(6) Πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.
11. Δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει αγωγή που καταχωρίστηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, δύναται να επιδικάσει αποζημιώσεις ιδίως για ψυχική βλάβη ή/και οδύνη ή/και ανησυχία ή/και αγωνία ή/και για τη ζημιά ή/και βλάβη που προκλήθηκε συνεπεία της διάπραξης του αστικού αδικήματος.
12. Δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει αγωγή που καταχωρίστηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους δύναται, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης, να επιβάλει περιοριστικά μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι δικογραφείται η αξίωση επιβολής περιοριστικών μέτρων.