21.-(1) Η Αστυνομία προβαίνει σε έγκαιρη ατομική αξιολόγηση του θύματος, με σκοπό-
(α) την αξιολόγηση του κινδύνου φονικότητας, της σοβαρότητας της κατάστασης και του κινδύνου επαναλαμβανόμενης βίας,
(β) τη διαχείριση του κινδύνου και τον προσδιορισμό των ειδικών αναγκών προστασίας του θύματος, και
(γ) τη λήψη απόφασης κατά πόσο και σε ποιο βαθμό το θύμα δύναται να επωφεληθεί από ειδικά μέτρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου, λόγω του ιδιαίτερου κινδύνου να υποστεί δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση.
(2) Ανάλογα με το αποτέλεσμα της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) αξιολόγησης, η Αστυνομία συνεργάζεται, όπου απαιτείται, με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις Ιατρικές Υπηρεσίες προς περαιτέρω αξιολόγηση των αναγκών του θύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του άρθρου 11 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.
(3) Στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αξιολόγηση, λαμβάνονται υπόψη, κατ’ ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος·
(β) το είδος ή/και η φύση του αδικήματος∙
(γ) οι περιστάσεις του αδικήματος∙ και
(δ) το γεγονός ότι ο δράστης έχει στην κατοχή του πυροβόλα όπλα ή μη πυροβόλα όπλα ή έχει πρόσβαση σε αυτά.
(4) Στο πλαίσιο της ατομικής αξιολόγησης, οι διωκτικές αρχές, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας και τις Ιατρικές Υπηρεσίες, δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα θύματα τα οποία υπέστησαν σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος, στα θύματα αδικήματος που οφείλεται σε προκαταλήψεις ή διακρίσεις που δυνατόν να σχετίζεται με τα προσωπικά χαρακτηριστικά αυτών, και στα θύματα τα οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα λόγω της σχέσης τους με τον δράστη ή της εξάρτησής τους από αυτόν, ιδίως τα θύματα τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, εμπορίας ανθρώπων, βίας με βάση το φύλο, βίας στο πλαίσιο στενής σχέσης, σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης ή εγκλήματος μίσους και στα θύματα με αναπηρίες.
(5) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου, όταν το θύμα είναι παιδί, τεκμαίρεται ότι έχει ειδικές ανάγκες προστασίας και υποβάλλεται σε ατομική αξιολόγηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), για να καθορισθεί εάν και σε ποιο βαθμό θα επωφεληθεί από τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.
(6) Η έκταση της ατομικής αξιολόγησης δύναται να προσαρμοσθεί, ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος και τον βαθμό της προφανούς βλάβης που υπέστη το θύμα.
(7) Η ατομική αξιολόγηση διενεργείται με τη στενή συμμετοχή του θύματος και κατά τη διενέργειά της λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες του, περιλαμβανομένης της επιθυμίας για μη λήψη των ειδικών μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 22 και 23 του περί της Θέσπισης Ελάχιστων Προτύπων σχετικά με τα Δικαιώματα, την Υποστήριξη και την Προστασία Θυμάτων της Εγκληματικότητας Νόμου.
(8) Σε περίπτωση κατά την οποία οι περιστάσεις που αποτελούν τη βάση ατομικής αξιολόγησης μεταβάλλονται σημαντικά, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε η ατομική αξιολόγηση να επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.