30.-(1) Καταναλωτής του οποίου τα οικονομικά συμφέροντα έχουν θιγεί, συνεπεία οποιασδήποτε παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει δικαίωμα καταχώρισης αγωγής ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου ατομικά για καταβολή αποζημίωσης και/ή για υπαναχώρηση από τη σύμβαση και/ή για μείωση του τιμήματος του προϊόντος και/ή της υπηρεσίας το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και/ή για οποιαδήποτε άλλη εύλογη απαίτηση ως θεραπεία και/ή ως αποκατάσταση και/ή ως επανόρθωση της βλάβης που έχει υποστεί.
(2) Η αγωγή, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) δύναται να καταχωρισθεί εναντίον οποιουδήποτε εμπορευόμενου παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αγωγή, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων Νόμων ή Κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να διατάξει τον εναγόμενο όπως προβεί στις ακόλουθες ενέργειες, ως θεραπεία και/ή ως αποκατάσταση και/ή ως επανόρθωση της βλάβης και/ή ζημίας που έχει υποστεί ο ενάγων:
(α) Να κηρύξει τη σύμβαση ως παράνομη∙ και/ή
(β) να μειώσει το τίμημα πώλησης του προϊόντος και/ή της υπηρεσίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης∙ και/ή
(γ) να καταβάλει στον ενάγοντα τέτοιο χρηματικό ποσό το οποίο ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη αποζημίωση∙ και/ή
(δ) να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, η οποία ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη.