31.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση απόφασης, διοικητικού μέτρου ή διοικητικής κύρωσης του Διευθυντή και/ή του Υπουργού, ή
(β) σκοπίμως παρακωλύει την Εντεταλμένη Υπηρεσία κατά την ενάσκηση των εξουσιών της που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή
(γ) παρέχει ψευδή ή παραπλανητικά ή ανακριβή στοιχεία, πληροφορίες ή έγγραφα ή έντυπα στην Εντεταλμένη Υπηρεσία ή εντός οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας που προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ή
(δ) χωρίς εύλογη αιτία αρνείται ή παραλείπει να παρέχει στην Εντεταλμένη Υπηρεσία συνδρομή ή πληροφορίες οι οποίες εύλογα απαιτούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου αναφορικά με την ενάσκηση των εξουσιών της που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
διαπράττει ποινικό αδίκημα, και σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Ποινική ευθύνη για τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του παρόντος άρθρου αδικήματα που διαπράττονται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στη διάπραξη του αδικήματος.
(3) Πρόσωπο που, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του εδαφίου (2), υπέχει ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά σε βάρος τρίτων εξαιτίας της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.
(4) Ποινική δίωξη σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ασκείται μόνο από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του.