15.-(1) Για σκοπούς υπολογισμού του ποσού που αντιστοιχεί στο ποσοστό χρηματοδότησης που είναι καταβλητέο αναδρομικά από μέλος του Σχεδίου σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 14, συνυπολογίζονται-
(α) τυχόν αποκοπές που καταβλήθηκαν από το μέλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 του περί Καταβολής Φιλοδωρήματος σε Εργοδοτούμενους που απασχολούνται με Σύμβαση στην Κρατική Υπηρεσία και στον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα περιλαμβανομένων και του Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου· και
(β) οι εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων που είναι επιστρεπτέες στο μέλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.
(2) Εκτός εάν άλλως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση που κατά τον υπολογισμό των ποσών που καθορίζονται στο εδάφιο (1) ή οποιουδήποτε άλλου ποσού καταβάλλεται από μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προκύψει ότι το μέλος δικαιούται στην επιστροφή οποιουδήποτε ποσού, αυτό κατατίθεται ή μεταφέρεται σε πίστη του στο Ειδικό Ταμείο.
(3) Το ποσό που προβλέπεται στο εδάφιο (2), καταβάλλεται στο μέλος του Σχεδίου κατά την αφυπηρέτησή του από την κρατική υπηρεσία ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Σε περίπτωση που κατά τον υπολογισμό του ποσοστού χρηματοδότησης που καθορίζεται στο εδάφιο (1) προκύψει ότι το μέλος του Σχεδίου, οφείλει να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, αυτό καταβάλλεται σε τριάντα έξι (36) ίσες μηνιαίες δόσεις με κράτηση από τις μηνιαίες συντάξιμες απολαβές του.
(5) Η αποκοπή του ποσού που καθορίζεται στο εδάφιο (4) αρχίζει να διενεργείται τον πρώτο μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση χρονικής περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, αναφορικά με τα μέλη του Σχεδίου που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή τον πρώτο μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση χρονικής περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία που ασκείται το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 8 σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθίστανται μέλη του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου ή τον πρώτο μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση χρονικής περιόδου δώδεκα (12) μηνών από την πραγματική ημερομηνία εισόδου του μέλους στο Σχέδιο, αναφορικά με τα μέλη που καθορίζονται-
(α) στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(β) στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(γ) στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(δ) στο άρθρο 6· και
(ε) στο εδάφιο (3) του άρθρου 7.
(6) Παρέχεται το δικαίωμα στα μέλη του Σχεδίου, εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου αναφορικά με τα μέλη του Σχεδίου που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία που ασκείται το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 8 σε σχέση με τους υπαλλήλους που καθίστανται μέλη του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου ή εντός δώδεκα (12) μηνών από την πραγματική ημερομηνία εισόδου του μέλους στο Σχέδιο, αναφορικά με τα μέλη που καθορίζονται-
(α) στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(β) στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(γ) στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(δ) στο άρθρο 6· και
(ε) στο εδάφιο (3) του άρθρου 7,
να δηλώσουν με έγγραφο απευθυνόμενο στον Γενικό Λογιστή ή στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο, ανάλογα με την περίπτωση, κατά πόσο επιθυμούν να καταβάλουν εφάπαξ το ποσό που καθορίζεται στο εδάφιο (4):