33.-(1) Οποιαδήποτε περίοδος υπηρεσίας για την οποία εισπράχθηκε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό-
(α) από εισφορές εργοδότη σε Ταμείο Προνοίας˙ ή
(β) υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος δυνάμει οποιουδήποτε Κανονισμού ή όρων απασχόλησης είτε για υπηρεσία με σύμβαση είτε ως ειδικός αστυνομικός,
δεν λογίζεται ως υπηρεσία, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος επιλέξει με έγγραφο απευθυνόμενο στον Γενικό Λογιστή να καταβάλει στο Ειδικό Ταμείο το ποσό που εισέπραξε με τόκο προς όσο επιτόκιο ήθελε καθορίσει ο Υπουργός Οικονομικών.
(2) Η επιλογή ασκείται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου αναφορικά με τα μέλη του Σχεδίου που καθορίζονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή εντός τριών (3) μηνών από την πραγματική ημερομηνία εισόδου του μέλους στο Σχέδιο, αναφορικά με τα μέλη που καθορίζονται-
(α) στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(β) στις υποπαραγράφους (i) και (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(γ) στη δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (3) του άρθρου 4·
(δ) στο άρθρο 6· και
(ε) στο εδάφιο (3) του άρθρου 7:
(3) Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής καθορίζονται από τον Γενικό Λογιστή:
(4) Το προβλεπόμενο στις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ποσό δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό που καθίσταται καταβλητέο από τον εργοδότη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14:
(5) Για σκοπούς υπολογισμού των ποσών που καθίστανται καταβλητέα από μέλος του Σχεδίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συνυπολογίζονται οι εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων που καθίστανται επιστρεπτέες δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.