23.-(1) Απαγορεύεται σε εργοδότη να τερματίζει την απασχόληση εργαζόμενου ή να δίδει προειδοποίηση τερματισμού απασχόλησης σε εργαζόμενο ή να προβαίνει σε άλλη προκαταρκτική ενέργεια ενόψει ενδεχόμενης απόλυσης εντός της περιόδου η οποία αρχίζει από την ημερομηνία της υποβληθείσας γραπτής προειδοποίησης από τον εργαζόμενο για την πρόθεση του να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμά του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5, 8, 16, 17 και 19 του παρόντος Νόμου και εκπνέει κατά την ημερομηνία λήξης της άσκησης του δικαιώματος.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η προειδοποίηση τερματισμού ή ο τερματισμός απασχόλησης κατά τη χρονική περίοδο που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο, δεν αποτελεί αδίκημα στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Εάν ο εργοδοτούμενος είναι ένοχος σοβαρού παραπτώματος ή συμπεριφοράς η οποία δικαιολογεί τον τερματισμό της σχέσης εργοδότησης·
(β) εάν η σχετική επιχείρηση που εργοδοτεί τον εργαζόμενο έπαυσε να λειτουργεί· ή
(γ) εάν η περίοδος διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει λήξει.
(3) Σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης εργαζομένου που αιτήθηκε ή έλαβε άδεια πατρότητας, γονική άδεια, άδεια φροντίδας, ή άσκησε το δικαίωμα να αιτηθεί ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας, ο εργοδοτούμενος δύναται να ζητήσει από τον εργοδότη να αιτιολογήσει δεόντως και γραπτώς τους λόγους του τερματισμού της απασχόλησης του και σε τέτοια περίπτωση ο εργοδότης οφείλει να παρέχει γραπτώς την αιτιολόγηση αυτή στον εργοδοτούμενο.