35.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιαδήποτε προϊόντα και/ή έγγραφα υποβάλλονται σε εξέταση, δοκιμή και/ή έλεγχο και βάσει των πορισμάτων της εξέτασης, δοκιμής και/ή ελέγχου η αρμόδια αρχή επιδίδει ειδοποίηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 23, 24 ή 25, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από τον οικονομικό φορέα, ανάλογα με την περίπτωση, να της καταβάλει το ποσό των εξόδων με το οποίο έχει επιβαρυνθεί για την αγορά, εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος και/ή τον έλεγχο εγγράφων:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οικονομικός φορέας υποβάλλει αίτημα προς την αρμόδια αρχή για-
(α) συγκατάθεση για εκ νέου διαθεσιμότητα προϊόντος στην αγορά· ή
(β) άρση της απαγόρευσης της διάθεσης στην αγορά προϊόντος, του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην αγορά αναστέλλεται από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων·
και του οποίου η διαθεσιμότητα στην αγορά αναστέλλεται ή η διάθεση στην αγορά απαγορεύεται από την αρμόδια αρχή, λόγω του ότι δεν φέρει τη σήμανση CE ή δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα, προκαταβάλλει στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε έξοδα αυτή αναμένεται να υποστεί για την εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος και/ή τον έλεγχο εγγράφων, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εξέτασης και/ή δοκιμής του προϊόντος και/ή του ελέγχου εγγράφων.
(3) Εναντίον της απόφασης για την καταβολή εξόδων σύμφωνα με το εδάφιο (1) δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32.
(4) Το ποσό των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) εξόδων εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν περάσει άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου των εβδομήντα πέντε (75) ημερών-
(α) από την κοινοποίηση της απόφασης για την καταβολή των εξόδων, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ασκείται ιεραρχική προσφυγή· ή
(β) από την κοινοποίηση της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32.
(5) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο καταβαλλόμενων από οικονομικό φορέα εξόδων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.