Για σκοπούς-
(α)θέσπισης νομοθετικού πλαισίου αναφορικά με την εποπτεία της αγοράς και τις βασικές ή ουσιώδεις απαιτήσεις που απαιτείται να πληρούν καθορισμένες κατηγορίες προϊόντων,
(β)εφαρμογής των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011»,
(γ)εφαρμογής των διατάξεων της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
2.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αρμόδια αρχή» σημαίνει την καθορισμένη, δυνάμει των διατάξεων νόμου ή των προνοιών κανονισμών, για κάθε προϊόν αρχή και περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται από αυτήν για εφαρμογή των Κανονισμών και/ή της εθνικής νομοθεσίας με την οποία εναρμονίζεται το εθνικό δίκαιο με την ενωσιακή νομοθεσία που παρατίθεται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, καθώς και για την εποπτεία της αγοράς και για την άσκηση των εξουσιών της αρμόδιας αρχής·
«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·
«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41 για κάθε συγκεκριμένο προϊόν το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2019/515» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/515 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019 σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν νόμιμα στην αγορά άλλου κράτους μέλους και την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008»·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ης Ιουνίου 2019, για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011»·
«κοινοποιημένος οργανισμός» σημαίνει οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης ο οποίος κοινοποιείται από κράτος μέλος στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη και περιλαμβάνεται στον κατάλογο κοινοποιημένων οργανισμών που δημοσιοποιεί η Επιτροπή μαζί με τον αριθμό μητρώου που του έχει χορηγηθεί και τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει κοινοποιηθεί·
«κοινοποίηση» σημαίνει την πράξη με την οποία τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τους οργανισμούς που έχουν λάβει έγκριση για εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ως τρίτοι, στο πλαίσιο των σχετικών με το προϊόν οδηγιών·
«Κοινοποιούσα Αρχή» σημαίνει την αρχή που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9·
«Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας» σημαίνει τον οργανισμό ο οποίος εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του περί Τυποποίησης, Διαπίστευσης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμου και ο οποίος ενεργεί ως ο εθνικός οργανισμός διαπίστευσης σύμφωνα με τις διατάξεις της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και για την κατάργηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου»·
«οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης» σημαίνει οργανισμό ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων βαθμονομήσεων, δοκιμών, πιστοποίησης και επιθεώρησης·
«Συντονίστρια Αρχή» σημαίνει το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας.
(2) Όροι οι οποίοι δεν καθορίζονται στον παρόντα Νόμο έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020.
3. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται αναφορικά με προϊόντα τα οποία-
(α) εμπίπτουν σε οποιαδήποτε κατηγορία προϊόντων ή διέπονται από τις φυσικές ιδιότητες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα, στην έκταση και όπως καθορίζεται στους σχετικούς με αυτό Κανονισμούς·
(β) υπόκεινται στην ενωσιακή νομοθεσία, η οποία παρατίθεται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και μεταφέρεται σε εθνική νομοθεσία, όπου αυτό απαιτείται, ελλείψει ειδικότερων διατάξεων με τον ίδιο στόχο, οι οποίες ρυθμίζουν με ειδικότερο τρόπο συγκεκριμένες πτυχές της εποπτείας της αγοράς.
4. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι-
(α) η αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς·
(β) η διασφάλιση της διάθεσης και/ή διαθεσιμότητας στην αγορά αποκλειστικά συμμορφούμενων προϊόντων, τα οποία να πληρούν απαιτήσεις που εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας των δημόσιων συμφερόντων, περιλαμβανομένων της υγείας και της ασφάλειας γενικά, της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας, της προστασίας των καταναλωτών, της προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας ασφάλειας και κάθε άλλου δημόσιου συμφέροντος που καλύπτεται από τη σχετική νομοθεσία· και
(γ) η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020.
5. Προϊόν διατίθεται ή καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά, μόνο εφόσον συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή των Κανονισμών και/ή των απαιτήσεων που καθορίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία που παρατίθεται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, όπως αυτή μεταφέρεται στην εθνική νομοθεσία, όπου αυτό απαιτείται.
6. Προϊόν για το οποίο τυγχάνουν εφαρμογής περισσότεροι από ένας Κανονισμοί και/ή απαιτήσεις που καθορίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία που παρατίθεται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, όπως αυτή μεταφέρεται στην εθνική νομοθεσία, όπου αυτό απαιτείται, διατίθεται ή καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά μόνο σε περίπτωση κατά την οποία συμμορφώνεται πλήρως με όλους τους σχετικούς με αυτό Κανονισμούς και/ή απαιτήσεις.
7. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου, εργοδότης προμηθεύεται ή χρησιμοποιεί αποκλειστικά προϊόντα, τα οποία συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των σχετικών με έκαστο προϊόν Κανονισμών και/ή των σχετικών με έκαστο προϊόν απαιτήσεων που καθορίζονται στην ενωσιακή νομοθεσία που παρατίθεται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 όπως αυτή μεταφέρεται στην εθνική νομοθεσία, όπου αυτό απαιτείται.
8. Οι διατάξεις του περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε σχέση με προϊόν το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, και σε τέτοια περίπτωση ο κατασκευαστής ή, σε περίπτωση που ο κατασκευαστής δεν εδρεύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο εισαγωγέας, θεωρείται ως παραγωγός.
9.-(1) Συστήνεται Κοινοποιούσα Αρχή η οποία απαρτίζεται από-
(α) εκπρόσωπο της Συντονίστριας Αρχής· και
(β) εκπρόσωπο της αρμόδιας αρχής που καθορίζεται στους Κανονισμούς για το προϊόν ή τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η έγκριση.
(2) Η Κοινοποιούσα Αρχή-
(α) εγκρίνει οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών για τη διεξαγωγή ενεργειών που καθορίζονται στη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης προϊόντος και τους κοινοποιεί στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη·
(β) συγκροτείται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης·
(γ) οργανώνεται και λειτουργεί κατά τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται αντικειμενικότητα και αμεροληψία κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της·
(δ) οργανώνεται κατά τρόπο, ώστε κάθε απόφαση η οποία αφορά κοινοποίηση οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λαμβάνεται από αρμόδια πρόσωπα που είναι άλλα από τα πρόσωπα που διεξήγαγαν την αξιολόγησή του·
(ε) δεν προσφέρει ούτε προβλέπει δραστηριότητες που εκτελούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης και δεν παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε εμπορική ή ανταγωνιστική βάση·
(στ) διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει·
(ζ) διαθέτει επαρκή αριθμό αρμόδιου προσωπικού για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων της· και
(η) λειτουργεί σύμφωνα με εσωτερικούς κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται με γνωστοποίηση του Υπουργού στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
10. Οι ενδιαφερόμενοι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στους Κανονισμούς ή στη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, όπως αυτή μεταφέρεται στην εθνική νομοθεσία, όπου αυτό απαιτείται.
11.-(1) Ο ενδιαφερόμενος οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλει στην Κοινοποιούσα Αρχή αίτηση, σύμφωνα με τους Κανονισμούς ή τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, χρησιμοποιώντας το έντυπο που καθορίζεται με γνωστοποίηση του Υπουργού στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στην οποία δηλώνει το ενδιαφέρον δραστηριοποίησής του ως κοινοποιημένος οργανισμός για συγκεκριμένο προϊόν.
(2) Μαζί με την υποβολή της αίτησης ο ενδιαφερόμενος οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης καταβάλλει στο Υπουργείο το νενομισμένο τέλος για την εξέταση και αξιολόγηση της υποβληθείσας αίτησης από την Κοινοποιούσα Αρχή, το οποίο καθορίζεται με Κανονισμούς.
(3) Η Κοινοποιούσα Αρχή δέχεται αιτήσεις μόνο από ενδιαφερόμενους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στη Δημοκρατία.
(4) Η Κοινοποιούσα Αρχή εξετάζει την αίτηση ενδιαφερόμενου οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης και αποφασίζει εντός τριάντα (30) ημερών κατά πόσον θα την εγκρίνει ή θα την απορρίψει.
(5)(α) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (4) απόφαση της Κοινοποιούσας Αρχής, κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης εντός δέκα (10) ημερών από τη λήψη της.
(β) Σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, η Κοινοποιούσα Αρχή προβαίνει σε κοινοποίηση της απόφασής της στην Επιτροπή εντός τριάντα (30) ημερών.
12.-(1) Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί επιτηρούνται από τον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας κατά τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται ότι διατηρούν ανά πάσα στιγμή την ικανότητα διεξαγωγής της διαδικασίας εκτίμησης της συμμόρφωσης για την οποία κοινοποιήθηκαν και ότι εξακολουθούν να πληρούν τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων εγκρίθηκαν και κοινοποιήθηκαν.
(2) Κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει, όταν αυτό του ζητηθεί, στην Κοινοποιούσα Αρχή ετήσια έκθεση επιτήρησης, η οποία εκδίδεται από τον Κυπριακό Οργανισμό Προώθησης Ποιότητας και η οποία περιλαμβάνει την εκτίμησή του κατά πόσο ο κοινοποιημένος οργανισμός-
(α) διατηρεί την ικανότητα εκτέλεσης της διαδικασίας εκτίμησης της συμμόρφωσης για το προϊόν και/ή για τα προϊόντα για τα οποία έχει κοινοποιηθεί·
(β) πληροί τις προϋποθέσεις έγκρισης· και
(γ) εφαρμόζει με συνέπεια τις διαδικασίες εκτίμησης της συμμόρφωσης των σχετικών προϊόντων.
13. Κοινοποιημένος οργανισμός-
(α) παρέχει στην αρμόδια αρχή και/ή στην Κοινοποιούσα Αρχή-
(i) οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με την εφαρμογή των προϋποθέσεων βάσει των οποίων έτυχε κοινοποίησης∙ και
(ii) οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με τις δραστηριότητές του∙
(β) συμμορφώνεται με τις πρόνοιες των Κανονισμών ή τις διατάξεις της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας όπως αυτή μεταφέρεται στην εθνική νομοθεσία, όπου αυτό απαιτείται, βάσει των οποίων έχει εγκριθεί και κοινοποιηθεί· και
(γ) τηρεί δομές και διαδικασίες, ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνει να υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιόν του.
14.-(1) Η Κοινοποιούσα Αρχή ανακαλεί την έγκριση και κοινοποίηση κοινοποιημένου οργανισμού σε περίπτωση κατά την οποία-
(α) ο κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες εγκρίθηκε και κοινοποιήθηκε∙
(β) ο κοινοποιημένος οργανισμός δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του για τις οποίες εγκρίθηκε και κοινοποιήθηκε∙ και
(γ) είτε η Επιτροπή είτε κράτος μέλος έχουν δικαιωθεί σε διαδικασία εναντίον της Δημοκρατίας αναφορικά με το γεγονός ότι ο κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις και/ή δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις με βάση τις οποίες εγκρίθηκε και κοινοποιήθηκε.
(2) Η Κοινοποιούσα Αρχή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την ανάκληση της έγκρισης και κοινοποίησης κοινοποιημένου οργανισμού και ενημερώνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για την εν λόγω ανάκληση.
(3) Η ανάκληση έγκρισης και κοινοποίησης οργανισμού δεν επηρεάζει οποιοδήποτε πιστοποιητικό έχει εκδοθεί από τον εν λόγω οργανισμό μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποδεικνύεται ότι το εν λόγω πιστοποιητικό έπρεπε να είχε ανακληθεί.
(4) Σε περίπτωση ανάκλησης έγκρισης και κοινοποίησης οργανισμού, η Κοινοποιούσα Αρχή διασφαλίζει ότι άλλος κοινοποιημένος οργανισμός επεξεργάζεται τους φακέλους του κοινοποιημένου οργανισμού, του οποίου η έγκριση και κοινοποίηση έχει ανακληθεί, προκειμένου να διασφαλίζεται η απαιτούμενη συνέχεια.
15.-(1) Η απόφαση της Κοινοποιούσας Αρχής για την ανάκληση της έγκρισης και της κοινοποίησης κοινοποιημένου οργανισμού υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, η οποία ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον κοινοποιημένο οργανισμό.
(2) Η απόφαση της Κοινοποιούσας Αρχής για ανάκληση της έγκρισης καθίσταται εκτελεστή-
(α) με την πάροδο της καθοριζόμενης στο εδάφιο (1) προθεσμίας για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή· ή
(β) με την έκδοση απόφασης του Υπουργού, στην περίπτωση κατά την οποία ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή με την οποία επικυρώνεται η προσβαλλόμενη απόφαση.
(3) Ο Υπουργός, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής, εκδίδει την απόφασή του επί της προσφυγής με την οποία δύναται κατά περίπτωση να επικυρώσει ή να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
16.-(1) Η αρμόδια αρχή ασκεί τις εξουσίες οι οποίες παρέχονται σε αυτή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και των προνοιών των Κανονισμών, αναφορικά με την εποπτεία της αγοράς, με τρόπο ανεξάρτητο, αμερόληπτο και χωρίς διακρίσεις, λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα, αναλόγως του βαθμού κινδύνου ή μη συμμόρφωσης.
(2) Η αρμόδια αρχή δύναται να αναθέτει τεχνικές λειτουργίες σε άλλο οργανισμό, νοουμένου ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος του εν λόγω οργανισμού σε σχέση με οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες δυνατόν να διεξάγει και νοουμένου ότι την ευθύνη για τις αποφάσεις του οργανισμού αυτού εξακολουθεί να έχει η αρμόδια αρχή.
17.-(1) Η αρμόδια αρχή, για σκοπούς εποπτείας της αγοράς, έχει εξουσία-
(α) να ζητεί από τους οικονομικούς φορείς να παράσχουν συναφή έγγραφα, τεχνικές προδιαγραφές, δεδομένα ή πληροφορίες που σχετίζονται με τη συμμόρφωση και τις τεχνικές πτυχές του προϊόντος, περιλαμβανομένης της πρόσβασης στο ενσωματωμένο λογισμικό στον βαθμό που η πρόσβαση αυτή είναι απαραίτητη για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του προϊόντος με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή τις πρόνοιες των Κανονισμών, υπό οποιανδήποτε μορφή ή μορφότυπο και ανεξαρτήτως του μέσου ή του τόπου αποθήκευσης των εν λόγω εγγράφων, τεχνικών προδιαγραφών, δεδομένων ή πληροφοριών και να λαμβάνει ή να αποκτά αντίγραφα αυτών·
(β) να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να παρέχουν συναφείς πληροφορίες αναφορικά με την αλυσίδα εφοδιασμού, τις λεπτομέρειες του δικτύου διανομής, τις ποσότητες προϊόντων στην αγορά και οποιαδήποτε άλλα μοντέλα του προϊόντος που έχουν τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά με το συγκεκριμένο προϊόν, εφόσον αυτό έχει σημασία σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στις πρόνοιες των Κανονισμών·
(γ) να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να παρέχουν συναφείς πληροφορίες που απαιτούνται, προκειμένου να εξακριβωθεί η κυριότητα των δικτυακών τόπων, σε περίπτωση κατά την οποία οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με το αντικείμενο της έρευνας·
(δ) να λαμβάνει δείγματα προϊόντων και να τα υποβάλλει σε εξέταση, δοκιμή και έλεγχο, προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή τις πρόνοιες των Κανονισμών·
(ε) να διενεργεί χωρίς προειδοποίηση επιτόπιες επιθεωρήσεις και φυσικούς ελέγχους προϊόντων·
(στ) να εισέρχεται ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, σε εμπορικό ή βιομηχανικό χώρο, σε χώρο εργασίας ή χώρο αποθήκευσης προϊόντων ή σε μεταφορικό μέσο, εκτός από κατοικία, σε εύλογο χρόνο, με σκοπό τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή τις πρόνοιες των Κανονισμών:
(ζ) να κινεί έρευνες με ιδία πρωτοβουλία, προκειμένου να εντοπίζει περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και να παύει τέτοιες έρευνες·
(η) να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα αναλογικά μέτρα για τη συμμόρφωση προϊόντος·
(θ) να συνοδεύεται από αστυνομικό σε περίπτωση που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών της ή στην εκτέλεση των καθηκόντων της·
(ι)να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και να φέρει μαζί της εξοπλισμό ή υλικά αναγκαία για οποιονδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκείται η εξουσία εισόδου στο υποστατικό·
(ια) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στον χώρο του υποστατικού να της παρέχει τέτοιες πληροφορίες, διευκολύνσεις και βοήθεια για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού και οι οποίες είναι αναγκαίες, για να την υποβοηθήσουν να ασκήσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο να παρέχει στην ίδια ή σε άλλο πρόσωπο που την συνοδεύει δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ι), ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος του υποστατικού ή χώρου εργασίας και οποιαδήποτε ευλόγως διαθέσιμα μέσα για τη λήψη δειγμάτων των προϊόντων δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ)·
(ιβ) να λαμβάνει τέτοιες μετρήσεις ή φωτογραφίες και διεξάγει τέτοιες καταγραφές, τις οποίες ήθελε κρίνει αναγκαίες για τους σκοπούς οποιασδήποτε επιθεώρησης, εξέτασης ή διερεύνησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου·
(ιγ) να διεξάγει έλεγχο στις εγκαταστάσεις παραγωγής του προϊόντος, κατά το στάδιο παραγωγής του, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο οποιαδήποτε μη συμμόρφωση οφείλεται σε αβλεψία ή σε σφάλμα το οποίο συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση·
(ιδ) σε περίπτωση που έχει εύλογη υποψία ότι υφίσταται παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή πρόνοιας Κανονισμών σε σχέση με προϊόν, με επίδοση σχετικής ειδοποίησης να κατάσχει το εν λόγω προϊόν, προκειμένου να διαπιστωθεί, με δοκιμή ή άλλως πως, οποιαδήποτε τέτοια παράβαση και/ή να κατάσχει οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα, πληροφορίες, αρχεία, ηλεκτρονικά αρχεία, προϊόντα ή δείγματα προϊόντων, τα οποία αναμένεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία.
(2) Η αρμόδια αρχή δύναται να-
(α) καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας ο οικονομικός φορέας υποβάλλει ενώπιον της οποιαδήποτε απαιτούμενα έγγραφα και/ή πληροφορίες∙
(β) ζητεί μετάφραση των απαιτούμενων εγγράφων και/ή πληροφοριών στην ελληνική και/ή αγγλική γλώσσα∙
(γ) χρησιμοποιεί πληροφορίες, έγγραφα, ευρήματα, δηλώσεις ή μυστικές πληροφορίες ως αποδεικτικά στοιχεία για τους σκοπούς των ερευνών της, ανεξαρτήτως του μορφότυπου και του μέσου αποθήκευσής τους.
18.-(1) Η αρμόδια αρχή τηρεί την εμπιστευτικότητα οποιωνδήποτε πληροφοριών λαμβάνει κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που της παραχωρούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών Κανονισμών.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται με την επιφύλαξη-
(α) της υποχρέωσης της αρμόδιας αρχής και των κοινοποιημένων οργανισμών για αμοιβαία ενημέρωση και κοινοποίηση ειδοποιήσεων· και
(β) της υποχρέωσης της αρμόδιας αρχής για ενημέρωση της Επιτροπής και των άλλων κρατών μελών κατά τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς και στον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν ισχύουν σε περίπτωση κατά την οποία η πληροφορία είναι δημοσιευμένη ή η αποκάλυψη διενεργείται-
(α) επειδή τίθεται σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο η υγεία και ασφάλεια οποιουδήποτε προσώπου και ιδιαίτερα των καταναλωτών και των εργαζομένων ή η προστασία του περιβάλλοντος·
(β) σε σχέση με τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για τους σκοπούς οποιασδήποτε διοικητικής ή ποινικής διαδικασίας η οποία εγείρεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
19.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να προβαίνει σε οποιαδήποτε αγορά δείγματος προϊόντος με σκοπό την υποβολή του σε εξέταση, δοκιμή και έλεγχο για να διαπιστωθεί η συμμόρφωση του προϊόντος με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τις πρόνοιες Κανονισμών:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία προϊόν το οποίο εξασφαλίζεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου από ή για λογαριασμό της αρμόδιας αρχής υποβάλλεται σε εξέταση και/ή δοκιμή και/ή έλεγχο ο οποίος καταλήγει σε-
(α) άσκηση ποινικής δίωξης για προβλεπόμενο στο άρθρο 33 αδίκημα∙
(β) διαδικασία δήμευσης προϊόντων∙ ή
(γ) επίδοση ειδοποίησης καταστροφής ή απόσυρσης και/ή ανάκλησης προϊόντος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 24·
η αρμόδια αρχή επιτρέπει στο πρόσωπο από το οποίο έχει αγοραστεί το προϊόν ή σε πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας δήμευσης ή το οποίο έχει συμφέρον σε οποιοδήποτε προϊόν το οποίο αφορά η ειδοποίηση καταστροφής ή απόσυρσης και/ή ανάκλησης, να υποβάλει το εν λόγω προϊόν σε εξέταση, δοκιμή και/ή έλεγχο.
20.-(1) Τηρουμένων των σχετικών με την έκδοση και εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων έρευνας διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Επαρχιακός Δικαστής δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα, με το οποίο να εξουσιοδοτεί λειτουργό της αρμόδιας αρχής να εισέλθει σε υποστατικό-
(α) αφού ικανοποιηθεί με βάση ένορκη καταγγελία ότι-
(i) οποιοδήποτε προϊόν, έγγραφο και/ή άλλο στοιχείο, το οποίο εξουσιοδοτημένος λειτουργός της αρμόδιας αρχής έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να επιθεωρεί, βρίσκεται σε οποιοδήποτε υποστατικό και ότι η επιθεώρησή του πιθανόν να αποκαλύψει αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών Κανονισμών· ή
(ii) έχει διαπραχθεί ή διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο αδίκημα εντός υποστατικού· και
(β) αφού ικανοποιηθεί ότι-
(i) η είσοδος στο υποστατικό έχει εμποδιστεί ή είναι πιθανόν να εμποδιστεί· ή
(ii) η αίτηση άδειας εισόδου ή η παροχή τέτοιας ειδοποίησης θα ματαίωνε το σκοπό της εισόδου· ή
(iii) το υποστατικό είναι κενό κατοχής.
(2) Εξουσιοδοτημένος λειτουργός ο οποίος εισέρχεται σε υποστατικό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να έχει μαζί του ή να συνοδεύεται από τέτοιο άλλο πρόσωπο, περιλαμβανομένου αστυνομικού οργάνου, ή τέτοιο εξοπλισμό που αυτός ήθελε θεωρήσει απαραίτητο για την συγκεκριμένη περίπτωση.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει δικαστικού εντάλματος εισέλθει σε υποστατικό, οφείλει κατά την αποχώρησή του, εάν αυτό είναι κενό κατοχής, να το εγκαταλείψει σε όποια ασφαλή κατάσταση το βρήκε, ιδιαίτερα από την άποψη της έξωθεν παραβίασής του.
21. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Επαρχιακός Δικαστής, αφού ικανοποιηθεί ότι έχει εμποδιστεί η λήψη δείγματος οποιουδήποτε προϊόντος σε σχέση με το οποίο η αρμόδια αρχή έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να λαμβάνει δείγμα και να το υποβάλλει σε εξέταση, δοκιμή και έλεγχο, προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή με τις πρόνοιες Κανονισμών, δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί λειτουργό της αρμόδιας αρχής να λάβει δείγμα του προϊόντος από συγκεκριμένο υποστατικό ή άλλο χώρο, μεταφορικό μέσο ή επιχείρηση.
22.-(1) Πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον σε προϊόν που κατάσχεται ή κατακρατείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από την αρμόδια αρχή ή από εξουσιοδοτημένο λειτουργό της, δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος για επιστροφή του προϊόντος σε αυτό ή σε άλλο πρόσωπο.
(2) Το Δικαστήριο προβαίνει στην έκδοση του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) διατάγματος, μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι-
(α) δεν έχει εγερθεί ποινική διαδικασία για αδίκημα αναφορικά με παράβαση διάταξης του παρόντος Νόμου σε σχέση με το προϊόν ή διαδικασία δήμευσης του προϊόντος ή, εάν έχει εγερθεί, αυτή έχει περατωθεί, χωρίς να δημευθεί το προϊόν ή χωρίς να καταδικαστεί οποιοδήποτε πρόσωπο·
(β) σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει εγερθεί ποινική διαδικασία ή διαδικασία δήμευσης, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία το προϊόν κατασχέθηκε ή κατακρατήθηκε.
23.-(1) Η αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι προϊόν ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των τελικών χρηστών και/ή δεν είναι σύμφωνο με διάταξη του παρόντος Νόμου και/ή με πρόνοια Κανονισμών επιδίδει σχετική ειδοποίηση στον οικονομικό φορέα, ανάλογα με την περίπτωση, στην οποία-
(α) του επισημαίνει την παράβαση·
(β) τον καλεί χωρίς καθυστέρηση, εντός χρονικού διαστήματος το οποίο καθορίζεται στην ειδοποίηση, αναλόγως της φύσης της παράβασης, να λάβει όλα τα κατάλληλα και αναλογικά διορθωτικά μέτρα ούτως ώστε να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή των Κανονισμών· και
(γ) απαιτεί όπως την τηρεί ενήμερη για τον χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν, καθώς και για τις ποσότητες του προϊόντος που έχουν διατεθεί και/ή βρίσκονται αποθηκευμένες για το χρονικό διάστημα της ειδοποίησης.
(2) Η αρμόδια αρχή δύναται, σε περίπτωση που προβαίνει στις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) διαπιστώσεις, να απαιτήσει από τον οικονομικό φορέα να-
(α) λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό τη συμμόρφωση του προϊόντος, κατά τα οριζόμενα στο Νόμο και/ή στους Κανονισμούς και/ή να διασφαλίσει ότι το προϊόν δεν παρουσιάζει πλέον οποιονδήποτε κίνδυνο∙
(β) αποτρέψει τη διαθεσιμότητα του προϊόντος στην αγορά·
(γ) αποσύρει ή να ανακαλέσει το προϊόν αμέσως και να ειδοποιήσει το κοινό για τον κίνδυνο που παρουσιάζει·
(δ) καταστρέψει το προϊόν ή με άλλο τρόπο να το αχρηστεύσει·
(ε) επικολλήσει στο προϊόν κατάλληλες, σαφώς διατυπωμένες, εύκολα κατανοητές προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που αυτό μπορεί να παρουσιάζει στην ελληνική γλώσσα ή και στην αγγλική γλώσσα·
(στ) ορίσει προϋποθέσεις για τη διαθεσιμότητα του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά·
(ζ) ειδοποιήσει τους τελικούς χρήστες οι οποίοι τίθενται σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, με τη δημοσίευση ειδικών προειδοποιήσεων στην ελληνική γλώσσα ή και στην αγγλική γλώσσα:
(3) Ειδοποίηση η οποία επιδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), περιλαμβάνει-
(α) περιγραφή του προϊόντος κατά τρόπο που να διακριβώνεται επακριβώς η ταυτότητά του·
(β) τα μέτρα τα οποία αναμένεται να λάβει η αρμόδια αρχή σε περίπτωση κατά την οποία ο οικονομικός φορέας δεν συμμορφωθεί·
(γ) τα μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει ο οικονομικός φορέας ώστε να θεωρηθεί ότι συμμορφώθηκε με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή με τις πρόνοιες Κανονισμών.
(4) Η αρμόδια αρχή δύναται να λαμβάνει προσωρινά μέτρα για το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο οικονομικός φορέας καλείται να συμμορφωθεί και να καθορίζει το χρονικό διάστημα ισχύος των προσωρινών μέτρων.
(5) Σε περίπτωση πλήρους συμμόρφωσης με την ειδοποίηση συμμόρφωσης, η αρμόδια αρχή απέχει από τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων προτίθετο να λάβει, κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 24.
(6) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την ειδοποίηση, η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα κρίνει κατάλληλα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, νοουμένου ότι οποιαδήποτε άλλα μέτρα έχουν αποτύχει ή δεν θεωρούνται ικανοποιητικά.
24.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6) του άρθρου 23 επιδίδει στον οικονομικό φορέα-
(α) ειδοποίηση απόσυρσης του προϊόντος· και/ή
(β) ειδοποίηση ανάκλησης του προϊόντος· και/ή
(γ) ειδοποίηση καταστροφής του προϊόντος.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ειδοποίηση περιλαμβάνει-
(α) περιγραφή του προϊόντος κατά τρόπο που να διακριβώνεται επακριβώς η ταυτότητά του·
(β) τα μέτρα τα οποία θα λάβει η αρμόδια αρχή σε περίπτωση κατά την οποία ο οικονομικός φορέας δεν συμμορφωθεί·
(γ) απαίτηση από τον οικονομικό φορέα προς τον οποίο επιδίδεται όπως τηρεί την αρμόδια αρχή ενήμερη για το χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν, καθώς και για τις ποσότητες του προϊόντος που έχουν διατεθεί και/ή βρίσκονται αποθηκευμένες για το χρονικό διάστημα της ειδοποίησης:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), προειδοποιεί τους καταναλωτές και/ή οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο για τους κινδύνους και/ή τη μη συμμόρφωση που παρουσιάζει ένα προϊόν, µε όποιο τρόπο ήθελε θεωρήσει κατάλληλο, περιλαμβανομένης της έκδοσης ανακοίνωσης προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην οποία να αναφέρονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία του προϊόντος, περιλαμβανομένων των στοιχείων του οικονομικού φορέα, του μοντέλου του προϊόντος, της φύσης του κινδύνου και/ή της μη συμμόρφωσης, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία τα οποία κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής αφορούν το προϊόν.
(4) Η αρμόδια αρχή δύναται να συγκατατίθεται για εκ νέου διαθεσιμότητα προϊόντος στην αγορά για το οποίο έχουν ληφθεί μέτρα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), επιβάλλοντας τέτοιους όρους ως προς τη διαθεσιμότητά του και/ή τη θέση του σε λειτουργία, τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλους, με σκοπό τη συμμόρφωση του εν λόγω προϊόντος με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή τις πρόνοιες Κανονισμών.
25.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να λάβει οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 24 μέτρα χωρίς προηγουμένως να έχει διαβουλευτεί με τον οικονομικό φορέα και/ή να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 23 διαδικασία, σε περίπτωση κατά την οποία εντοπίζονται προϊόντα-
(α) τα οποία παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο και δεν υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέσα για την εξάλειψη του σοβαρού κινδύνου· ή
(β) των οποίων η διάθεση στην αγορά έχει απαγορευθεί.
(2) Η απόφαση κατά πόσο συγκεκριμένο προϊόν παρουσιάζει ή όχι σοβαρό κίνδυνο βασίζεται σε κατάλληλη εκτίμηση κινδύνου, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και του βαθμού της επικινδυνότητας και της πιθανότητας υλοποίησής της.
26.-(1) Μέτρα τα οποία λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους και τα οποία περιορίζουν τη διαθεσιμότητα προϊόντων στην αγορά ή τη θέση τους σε λειτουργία αιτιολογούνται επαρκώς από την αρμόδια αρχή, η οποία προσδιορίζει με ακρίβεια τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η λήψη των εν λόγω μέτρων.
(2) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) μέτρα κοινοποιούνται στον οικονομικό φορέα το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της απόφασης, με αναφορά στα ένδικα ή άλλα μέσα τα οποία έχει στη διάθεσή του για προσβολή της απόφασης της αρμόδιας αρχής, καθώς και τις προθεσμίες εντός των οποίων αυτά πρέπει να ασκηθούν.
(3) Το ενδιαφερόμενο μέρος δικαιούται να υποβάλει γραπτώς ή προφορικώς τη γνώμη του ενώπιον της αρμόδιας αρχής πριν από την εφαρμογή του σχετικού μέτρου και εντός της καθορισθείσας στη σχετική ειδοποίηση προθεσμίας, η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών, πλην της περίπτωσης επείγουσας λήψης του μέτρου για λόγους δημόσιας υγείας ή ασφάλειας και/ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως προβλέπονται στη σχετική νομοθεσία και/ή στο άρθρο 25 του παρόντος Νόμου.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση διαβούλευσης κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) εξαιτίας της επείγουσας λήψης του μέτρου, παρέχεται η δυνατότητα στον οικονομικό φορέα να εκθέσει τις απόψεις του το ταχύτερο δυνατόν, ενώ το εν λόγω μέτρο επανεξετάζεται πάραυτα από την αρμόδια αρχή.
27.-(1) Ενδιαφερόμενο πρόσωπο δύναται να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή κατά απόφασης της αρμόδιας αρχής για λήψη μέτρων δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 ενώπιον του Υπουργού εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του μέτρου στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(2) Κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός δύναται να-
(α) ζητήσει από τον οικονομικό φορέα να προσκομίσει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται στην ιεραρχική προσφυγή, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οικονομικού φορέα και των λοιπών επηρεαζόμενων· και
(β) θεωρήσει ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή.
(3)(α) O Υπουργός εξετάζει αμέσως κάθε προσφυγή που ασκείται ενώπιόν του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και, σε περίπτωση που θεωρήσει αυτό αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει ή με άλλο τρόπο παρέχει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.
(β) Ο Υπουργός αποφασίζει για κάθε προσφυγή το ταχύτερο και κοινοποιεί την απόφασή του στον προσφεύγοντα εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής.
(4) Κατόπιν εξέτασης της προσφυγής, ο Υπουργός δύναται να-
(α) επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· ή
(γ)τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση:
(5) Πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από την απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), δύναται να προσφύγει εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών στο Διοικητικό Δικαστήριο.
28.-(1) Ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων ενεργεί ως αρμόδια αρχή για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου VII του Κανονισμού (ΕE) 2019/1020.
(2) Προϊόν του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία αναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τυγχάνει χειρισμού κατά τη διάρκεια της αναστολής κατά τρόπο τον οποίο αποφασίζει ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων σύμφωνα με την εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακή νομοθεσία.
(3) Τα έξοδα αποθήκευσης και/ή κατακράτησης και/ή κατάσχεσης και/ή καταστροφής, τα οποία προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, βαρύνουν τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του ή τον εισαγωγέα, ανάλογα με την περίπτωση.
29. Πρόσωπο το οποίο-
(α) καθιστά διαθέσιμο στην αγορά προϊόν το οποίο δεν είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή τις πρόνοιες των σχετικών με αυτό Κανονισμών∙
(β) δεν συμμορφώνεται με ειδοποίηση που του επιδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 24∙
(γ) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και/ή στους Κανονισμούς∙
(δ) καθιστά διαθέσιμο στην αγορά προϊόν χωρίς την απαιτούμενη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και/ή τη σήμανση CE·
(ε) καθιστά διαθέσιμο στην αγορά προϊόν με ψευδή ή παραπλανητική δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και/ή σήμανση CE·
(στ) δεν παραχωρεί στην αρμόδια αρχή, εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και/ή έγγραφα ή πληροφορίες που αφορούν το συγκεκριμένο προϊόν και/ή πληροφορίες για τον χώρο στον οποίο βρίσκεται το προϊόν και για τις ποσότητες του προϊόντος που έχουν διατεθεί και/ή βρίσκονται αποθηκευμένες, και/ή εμποδίζει και/ή παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τις διαδικασίες αυτές και/ή παρέχει ψευδείς και/ή παραπλανητικές πληροφορίες και/ή έγγραφα σχετικά με τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης·
(ζ) εσκεμμένα παρακωλύει εξουσιοδοτημένο λειτουργό της αρμόδιας αρχής και/ή οποιοδήποτε τελωνειακό λειτουργό, ο οποίος ενεργεί κατ’ εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου και/ή πρόνοιας Κανονισμών·
(η) δεν συμμορφώνεται με τα καθήκοντα και/ή υποχρεώσεις που καθορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/1020 και/ή δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε απόφαση του κοινοποιείται από αρχή εποπτείας της αγοράς δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και/ή παραβαίνει οποιαδήποτε διάταξη του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020,
διαπράττει παράβαση για την οποία επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 30.
30.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) σε πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 29 παραβάσεις και, σε περίπτωση μεταγενέστερης παράβασης, δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εξήντα χιλιάδες ευρώ (€60.000).
(2) Σε περίπτωση συνέχισης παράβασης, για την οποία έχει επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
31.-(1) Το επιβαλλόμενο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 30 πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(2) Κατά την επιβολή προστίμου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 30, η αρμόδια αρχή δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της την ανάληψη δέσμευσης έναντι της από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(3) Το προβλεπόμενο στο άρθρο 30 πρόστιμο επιβάλλεται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή σε εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Εναντίον της απόφασης για επιβολή προστίμου δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32.
(5) Το διοικητικό πρόστιμο εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών-
(α) σε περίπτωση κατά την οποία δεν ασκείται ιεραρχική προσφυγή, από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή προστίμου·
(β) σε περίπτωση κατά την οποία ασκείται ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4), από την ημερομηνία κοινοποίησης της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου από την αρμόδια αρχή διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
32.-(1) Οποιαδήποτε απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου και/ή ανάκτησης εξόδων εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο λαμβάνει γνώση της απόφασης.
(2) Κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής ο Υπουργός δύναται-
(α) να ζητά από τον οικονομικό φορέα να προσκομίσει σε τακτή προθεσμία αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται στην ιεραρχική προσφυγή, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του οικονομικού φορέα και των λοιπών επηρεαζόμενων· και
(β) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή.
(3)(α) O Υπουργός εξετάζει αμέσως κάθε προσφυγή που ασκείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση που θεωρήσει αυτό αναγκαίο ή σκόπιμο, ακούει ή με άλλο τρόπο παρέχει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.
(β) Ο Υπουργός αποφασίζει για κάθε προσφυγή το ταχύτερο και κοινοποιεί την απόφαση του στον προσφεύγοντα εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής.
(4) Κατόπιν εξέτασης της προσφυγής, ο Υπουργός δύναται να-
(α) επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·
(β) ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση· ή
(γ) τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση:
(5) Πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από την απόφαση που εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) δύναται να προσφύγει, εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών, στο Διοικητικό Δικαστήριο.
33. Ανεξαρτήτως της επιβολής διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 30, πρόσωπο το οποίο-
(α) καθιστά διαθέσιμο στην αγορά προϊόν το οποίο παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων και/ή του περιβάλλοντος και/η της δημόσιας ασφάλειας·
(β) δεν συμμορφώνεται ειδοποίηση της αρμόδιας αρχής που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 24 και 25·
(γ) παρουσιάζεται, χωρίς την απαιτούμενη από τον παρόντα Νόμο έγκριση, ως κοινοποιημένος οργανισμός·
(δ) εκδίδει και/ή χρησιμοποιεί, χωρίς οποιαδήποτε έγκριση, πιστοποιητικό και/ή άλλο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από κοινοποιημένο οργανισμό·
(ε) εκδίδει πιστοποιητικό και/ή άλλο έγγραφο, χωρίς να έχει ακολουθήσει την ενδεδειγμένη διαδικασία·
(στ) παρέχει ψευδή ή παραπλανητικά ή ανακριβή στοιχεία, πληροφορίες ή έγγραφα στην αρμόδια αρχή·
διαπράττει αδίκημα και υπόκειται-
(αα) σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) και/ή στις δύο αυτές ποινές· και
(ββ) σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) και/ή στις δύο αυτές ποινές.
34. Σε περίπτωση κατά την οποία δικαστήριο κρίνει ένοχο πρόσωπο για προβλεπόμενο στο άρθρο 33 αδίκημα σε σχέση με οποιοδήποτε προϊόν ή εκδίδει διάταγμα για δήμευση προϊόντος, έχει εξουσία, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη διαταγή για έξοδα ή δαπάνες, να διατάξει τον καταδικασθέντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, οποιονδήποτε οικονομικό φορέα, να αποζημιώσει την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ή δυνατό να υποβληθεί σε σχέση με-
(α) οποιαδήποτε κατάσχεση ή κατακράτηση προϊόντων από ή για λογαριασμό της αρμόδιας αρχής·
(β) συμμόρφωση της αρμόδιας αρχής με οδηγίες του δικαστηρίου για τη δήμευση οποιουδήποτε προϊόντος·
(γ) οποιαδήποτε έξοδα επιβαρύνθηκε η αρμόδια αρχή κατά την ενάσκηση των εξουσιών της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
35.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιαδήποτε προϊόντα και/ή έγγραφα υποβάλλονται σε εξέταση, δοκιμή και/ή έλεγχο και βάσει των πορισμάτων της εξέτασης, δοκιμής και/ή ελέγχου η αρμόδια αρχή επιδίδει ειδοποίηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 23, 24 ή 25, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει από τον οικονομικό φορέα, ανάλογα με την περίπτωση, να της καταβάλει το ποσό των εξόδων με το οποίο έχει επιβαρυνθεί για την αγορά, εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος και/ή τον έλεγχο εγγράφων:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οικονομικός φορέας υποβάλλει αίτημα προς την αρμόδια αρχή για-
(α) συγκατάθεση για εκ νέου διαθεσιμότητα προϊόντος στην αγορά· ή
(β) άρση της απαγόρευσης της διάθεσης στην αγορά προϊόντος, του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην αγορά αναστέλλεται από το Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων·
και του οποίου η διαθεσιμότητα στην αγορά αναστέλλεται ή η διάθεση στην αγορά απαγορεύεται από την αρμόδια αρχή, λόγω του ότι δεν φέρει τη σήμανση CE ή δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα, προκαταβάλλει στην αρμόδια αρχή οποιαδήποτε έξοδα αυτή αναμένεται να υποστεί για την εξέταση και/ή δοκιμή του προϊόντος και/ή τον έλεγχο εγγράφων, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της εξέτασης και/ή δοκιμής του προϊόντος και/ή του ελέγχου εγγράφων.
(3) Εναντίον της απόφασης για την καταβολή εξόδων σύμφωνα με το εδάφιο (1) δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 32.
(4) Το ποσό των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) εξόδων εισπράττεται από την αρμόδια αρχή, όταν περάσει άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου των εβδομήντα πέντε (75) ημερών-
(α) από την κοινοποίηση της απόφασης για την καταβολή των εξόδων, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ασκείται ιεραρχική προσφυγή· ή
(β) από την κοινοποίηση της απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32.
(5) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο καταβαλλόμενων από οικονομικό φορέα εξόδων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
36. Σε περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή, κατά την ενάσκηση οποιασδήποτε εξουσίας ή αρμοδιότητας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των προνοιών Κανονισμών για σκοπούς εποπτείας της αγοράς, επιφέρει μη νόμιμη απώλεια ή ζημιά στον οικονομικό φορέα, φέρει ευθύνη για την καταβολή αποζημιώσεων στο εν λόγω πρόσωπο αναφορικά με την απώλεια ή ζημιά που προκαλείται συνεπεία της άσκησης της εν λόγω εξουσίας ή αρμοδιότητας, εκτός εάν ενήργησε καλόπιστα και δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των προνοιών Κανονισμών σε σχέση με το προϊόν.
38.-(1) Οποιαδήποτε έγγραφη επικοινωνία, περιλαμβανομένης απόφασης της αρμόδιας αρχής ή του Υπουργού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να επιδοθεί σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο-
(α) με ιδιόχειρη παράδοση ή με την παράδοση του εγγράφου στην προσήκουσα διεύθυνση ή με αποστολή διά συστημένου ταχυδρομείου ή μέσω τηλεομοιοτύπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου· ή
(β) εάν το πρόσωπο αυτό είναι νομικό πρόσωπο, με επίδοση του εγγράφου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) στον γραμματέα ή στον διευθυντή ή σε οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο του εν λόγω νομικού προσώπου· ή
(γ) εάν το πρόσωπο αυτό είναι ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία, με επίδοση του εγγράφου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) σε έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής.
(2) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο δύναται να επιδοθεί έγγραφη επικοινωνία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των ακόλουθων περιπτώσεων:
(α) Σε περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο, η προσήκουσα διεύθυνση είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπου· και
(β) σε περίπτωση επίδοσης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία, η προσήκουσα διεύθυνση είναι το κεντρικό γραφείο της εταιρείας αυτής:
39.-(1) Η Συντονίστρια Αρχή, άνευ επηρεασμού οποιωνδήποτε άλλων αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών της, όπως αυτές καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και/ή στους Κανονισμούς, είναι υπεύθυνη για-
(α) τη λειτουργία της Κοινοποιούσας Αρχής·
(β) την κοινοποίηση εγκεκριμένων οργανισμών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11·
(γ) την ενημέρωση της Επιτροπής σχετικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης και κοινοποίησης των εγκεκριμένων οργανισμών, την παρακολούθηση των κυπριακών κοινοποιημένων οργανισμών, καθώς και για τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες αυτές·
(δ) την ενημέρωση των οικονομικών φορέων και των καταναλωτών για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(ε) τον συντονισμό των αρμόδιων αρχών με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(στ) την παροχή συμβουλών και την καθοδήγηση των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Συντονίστρια Αρχή λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα κρίνει σκόπιμα για την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του, μεριμνώντας κυρίως για-
(α) τον ορισμό και τη λειτουργία του ενιαίου γραφείου σύνδεσης σύμφωνα με το άρθρο 10·
(β) την ορθή εφαρμογή του άρθρου 13·
(γ) τη λειτουργία του Συστήματος Πληροφοριών και Επικοινωνίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 34, ορίζοντας ταυτόχρονα εθνικό συντονιστή·
(δ) τον ορισμό εκπροσώπου στο Ενωσιακό Δίκτυο Συμμόρφωσης των Προϊόντων όπως προβλέπεται στο άρθρο 29.
(3) Η Συντονίστρια Αρχή ορίζεται ως το ενιαίο γραφείο σύνδεσης, σύμφωνα με την παράγραφο (3) του άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020.
(4) Η Συντονίστρια Αρχή ενεργεί ως αρμόδια αρχή στις περιπτώσεις προϊόντων τα οποία, ενώ φέρουν τη σήμανση CE, δεν καλύπτονται από οποιαδήποτε εθνική και/ή ενωσιακή νομοθεσία η οποία να προβλέπει την επίθεση της σήμανσης.
(5) Η Συντονίστρια Αρχή τηρεί την εμπιστευτικότητα οποιωνδήποτε πληροφοριών λαμβάνει κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που της παραχωρούνται από τον παρόντα Νόμο.
40. Ο Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας, ορίζεται ως το σημείο επαφής σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/515.
41.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εγκρίνει Κανονισμούς, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων του Παραρτήματος με σκοπό την εναρμόνιση με αντίστοιχη ενωσιακή νομοθεσία, οι οποίοι δύναται να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων-
(α) τον καθορισμό των αρμόδιων αρχών για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων·
(β) τον καθορισμό τελών τα οποία εισπράττει η αρμόδια αρχή για την έκδοση εγκρίσεων, αδειών ή την παραχώρηση δικαιωμάτων, όπου αυτό απαιτείται από τους Κανονισμούς·
(γ) τον καθορισμό αδικημάτων για την παράβαση διατάξεών τους και την πρόβλεψη ποινών, ανάλογα με τη φύση της παράβασης, οι οποίες δεν δύναται να υπερβαίνουν σε περίπτωση ποινής φυλάκισης τα τρία (3) χρόνια και σε περίπτωση χρηματικής ποινής τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (€150.000) και/ή τις δύο αυτές ποινές.
(3) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1), το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει Κανονισμούς, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων και δύναται να προβλέπουν-
(α) περαιτέρω υποχρεώσεις του εργοδότη σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα·
(β) ότι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν θεωρούνται εμπιστευτικές.
42.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2), (3), (4) και (5), οι περί των Βασικών Απαιτήσεων που πρέπει να πληρούν Καθορισμένες Κατηγορίες Προϊόντων Νόμοι του 2002 έως 2013 καταργούνται.
(2) Οι Κανονισμοί, οι γνωστοποιήσεις ή άλλες κανονιστικές πράξεις, οι οποίες διενεργήθηκαν ή εκδόθηκαν δυνάμει των καταργηθέντων νόμων και οι οποίες ίσχυαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται ότι έγιναν ή εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και εξακολουθούν να ισχύουν ως εάν είχαν εκδοθεί με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, στον βαθμό που δεν αντίκεινται με τις διατάξεις αυτού ή με τις πρόνοιες των Κανονισμών, μέχρις ότου καταργηθούν ή αντικατασταθούν.
(3) Κάθε έγγραφο το οποίο αναφέρεται σε οποιαδήποτε διάταξη των καταργηθέντων νόμων ερμηνεύεται ότι αναφέρεται στην αντίστοιχη, αν υπάρχει, διάταξη του παρόντος Νόμου.
(4) Κάθε ειδοποίηση ή απόφαση που εκδόθηκε με βάση τους καταργηθέντες νόμους και ίσχυε αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, συνεχίζει να ισχύει, στην έκταση που δεν αντίκειται με τον παρόντα Νόμο ή εάν και μέχρις ότου ακυρωθεί, ανασταλεί ή λήξει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(5) Οποιαδήποτε αναφορά γίνεται στους Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των καταργηθέντων νόμων στους καταργηθέντες νόμους νοείται ότι αναφέρεται σε άρθρα του παρόντος Νόμου με παρόμοιο σκοπό, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή καταργηθούν οι εν λόγω Κανονισμοί.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρα 2, 3, 41 και 43)
Οι πιο κάτω κατηγορίες προϊόντων ή φυσικές ιδιότητες που διέπουν κατηγορίες προϊόντων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου:
1. Ανελκυστήρες και κατασκευαστικά στοιχεία ασφάλειας ανελκυστήρων.
2. Απλά δοχεία πίεσης.
3. Διαγνωστικά ιατροτεχνολογικά βοηθήματα in vitro.
4. Εγκαταστάσεις με συρματόσχοινα για τη μεταφορά προσώπων.
5. Είδη πυροτεχνίας.
6. Εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους.
7. Εκρηκτικές ύλες εμπορικής χρήσης.
8. Εξοπλισμός υπό πίεση.
9. Ηλεκτρολογικός εξοπλισμός χαμηλής τάσης.
10. Ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα.
11. Ιατροτεχνολογικά προϊόντα.
12. Μέσα ατομικής προστασίας.
13. Μη αυτόματα ζυγιστικά όργανα.
14. Μηχανήματα.
15. Όργανα μετρήσεων.
16. Παιχνίδια.
17. Ραδιοεξοπλισμός.
18. Σκάφη αναψυχής και ατομικά σκάφη.
19. Συσκευές και συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες.
20. Συσκευές με καύση αέριων καυσίμων.
21. Συστήματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών.