17.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργοδοτούμενος δεν υποχρεώνεται από τον εργοδότη να εργαστεί, εάν δεν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η εργασία λαμβάνει χώρα εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφορά, όπως προβλέπονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11· και
(β) ο εργοδοτούμενος έχει ενημερωθεί από τον οικείο εργοδότη για την ανάθεση εργασίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από την ώρα έναρξης της εργασίας:
(2) Σε περίπτωση που τουλάχιστον μία εκ των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) δεν πληρούται, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την ανάθεση εργασίας, χωρίς να υποστεί οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ακυρώσει την ανάθεση εργασίας-
(α) δεν υποχρεούται να καταβάλει στον εργοδοτούμενο οποιαδήποτε αποζημίωση, νοουμένου ότι ακυρώνει την ανάθεση εργασίας εντός της προθεσμίας η οποία καθορίζεται με βάση τις διατάξεις της υποπαραγράφου (iii) της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11·
(β) εκτός της προθεσμίας η οποία καθορίζεται με βάση την υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 υποχρεούται όπως καταβάλει αποζημίωση στον εργοδοτούμενο.
(4) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) αποζημίωση είναι τουλάχιστον ίση με το ημερομίσθιο του εργοδοτουμένου για τη συγκεκριμένη ημέρα.