Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 για διαφανείς και προβλέψιμους, όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Διαφανών και Προβλέψιμων Όρων Εργασίας Νόμος του 2023.
2.-(1) Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η βελτίωση των όρων εργασίας, με την προώθηση περισσότερο διαφανούς και προβλέψιμης απασχόλησης με παράλληλη διασφάλιση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας.
(2) Ο παρών Νόμος θεσπίζει τα ελάχιστα δικαιώματα που ισχύουν για τους εργοδοτούμενους.
3. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αλιέας» σημαίνει κάθε εργοδοτούμενο που ασκεί το επάγγελμα του αλιέα, όπως o όρος αυτός ορίζεται από τον περί Εμπορικής Αλιείας (Υλοποίηση της Συμφωνίας μεταξύ COGECA, ETF και Europêche για την Εφαρμογή της Σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 2007, σχετικά με την Εργασία στον Τομέα της Αλιείας) Νόμο·
«αμοιβή» σημαίνει τον βασικό μισθό, την πληρωμή για υπερωριακή απασχόληση, χαριστικές και άλλες πληρωμές τις οποίες λαμβάνει ο εργοδοτούμενος λόγω της εργασίας του και δεν περιλαμβάνει εφάπαξ πληρωμές που ο εργοδότης τυχόν αποφασίσει να καταβάλει στον εργοδοτούμενο·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπο που απασχολείται για άλλο πρόσωπο είτε δυνάμει συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας ή μαθητείας είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)·
«ναυτικός» σημαίνει τον ναυτικό όπως ο όρος αυτός ορίζεται στον περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Οργάνωση του Χρόνου Εργασίας των Ναυτικών) Νόμο και στον περί της Διεθνούς Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας 2006 (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας» σημαίνει τη μορφή οργάνωσης του χρόνου εργασίας και την κατανομή της σύμφωνα με ορισμένο τρόπο που καθορίζεται από τον εργοδότη·
«συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας κατά παραγγελία ή ζήτηση» σημαίνει τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας στις οποίες ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μην προκαθορίζει επακριβώς το ωράριο εργασίας του εργοδοτουμένου και να τον καλεί για εργασία οποτεδήποτε τον χρειαστεί και περιλαμβάνει και τις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας με μηδενικό ωράριο εργασίας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«ωράριο εργασίας» σημαίνει το χρονοδιάγραμμα που καθορίζει τις ώρες και τις ημέρες έναρξης και λήξης της εκτέλεσης της εργασίας·
«ώρες και ημέρες αναφοράς» σημαίνει τις χρονικές περιόδους σε συγκεκριμένες ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων μπορεί να εκτελεστεί η εργασία με αίτημα του εργοδότη.
4. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλους τους εργοδοτουμένους με εξαίρεση-
(α) τους ναυτικούς για τους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ του παρόντος Νόμου με επιφύλαξη τις διατάξεις του περί της Διεθνούς Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας του 2006 (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου και για τους οποίους εφαρμόζονται όλες οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος Νόμου με εξαίρεση τις παραγράφους (ιβ) και (ιδ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 και τα άρθρα 14, 16,17 και 19·
(β) τους αλιείς για τους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ του παρόντος Νόμου, με επιφύλαξη τις διατάξεις του περί Εμπορικής Αλιείας (Υλοποίηση της Συμφωνίας μεταξύ COGECA, ETF και Europêche για την Εφαρμογή της Σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 2007, σχετικά με την Εργασία στον Τομέα της Αλιείας) Νόμου και για τους οποίους εφαρμόζονται όλες οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος Νόμου, με εξαίρεση τις παραγράφους (ιβ) και (ιδ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 και τα άρθρα 14, 16,17 και 19·
(γ) τους εργοδοτουμένους των οποίων η προκαθορισμένη συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τις τρεις (3) ώρες ανά εβδομάδα κατά μέσο όρο σε περίοδο αναφοράς τεσσάρων (4) συναπτών εβδομάδων συνυπολογίζοντας τον χρόνο εργασίας σε όλους τους εργοδότες που αποτελούν ή ανήκουν στην ίδια επιχείρηση, ομάδα ή οντότητα:
(δ) το Μέρος IV του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζεται στους δημόσιους υπαλλήλους, στους εκπαιδευτικούς λειτουργούς της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας, στις δημόσιες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, στις ένοπλες δυνάμεις και στις αστυνομικές αρχές, στους δικαστές, στους εισαγγελείς, στους ανακριτές, σε άλλες υπηρεσίες επιβολής του Νόμου, καθώς και στους υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου των οποίων οι όροι απασχόλησης ρυθμίζονται από άλλους Νόμους και Κανονισμούς:
5. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει επιθεωρητές ή άλλους λειτουργούς, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
6. Επιθεωρητής, που ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5-
(α) εξασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που υποβάλλονται σε αυτόν για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(β) παρέχει πληροφορίες, συμβουλές και υποδείξεις προς τους εργοδότες και τους εργοδοτουμένους, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου· και
(γ) αναφέρει στον Υπουργό προβλήματα που δημιουργούνται στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και υποβάλλει προτάσεις σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.
7.-(1) Κάθε επιθεωρητής, για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται-
(α) να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητάς του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης, εκτός από κατοικίες:
(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδιστεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, και, σε τέτοια περίπτωση, η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει έναν ή περισσότερους αστυνομικούς για να τον συνοδεύουν·
(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο·
(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις, ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδιαίτερα-
(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία δύναται ο επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·
(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στο χώρο εργασίας να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις αναγκαίες διευκολύνσεις και τη βοήθεια για την ενάσκηση των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο εξουσιών του·
(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει·
(ε)ν α ασκεί κάθε άλλη εξουσία που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά τη διεξαγωγή της δυνάμει του εδαφίου (1) επιθεώρησης, ο επιθεωρητής ενημερώνει τον εργοδότη ή εκπρόσωπό του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.
8.-(1) Ο επιθεωρητής εξετάζει παράπονο σχετικά με διαφορά, που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το οποίο υποβάλλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4), υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί ενώπιον Δικαστηρίου.
(2) Ο επιθεωρητής, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο παρών Νόμος, ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου υποβλήθηκε παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη σε σχέση με το υποβληθέν παράπονο, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις, ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία έχει επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, το οποίο κοινοποιεί αμέσως στα δύο μέρη και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, από την ημέρα της υποβολής του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) παραπόνου μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που την έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.
9.-(1) Κάθε εργοδότης ή αντιπρόσωπός του και κάθε εργοδοτούμενος στον εν λόγω εργοδότη, εφόσον το απαιτεί ο επιθεωρητής, παρέχει σε αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.
(2) Ο εργοδότης, οι αντιπρόσωποί του ή οι εργοδοτούμενοι σε αυτόν παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άσκηση άλλης εξουσίας παρέχεται σε αυτόν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εργοδότη.
11.-(1) Κάθε εργοδότης ενημερώνει τους εργοδοτούμενούς του για τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ενημέρωση παρέχεται από τον εργοδότη, ο οποίος τηρεί αποδεικτικά στοιχεία της διαβίβασης και παραλαβής της σχετικής αλληλογραφίας, με τους πιο κάτω τρόπους:
(α) Σε έντυπη μορφή· ή
(β) σε ηλεκτρονική μορφή όταν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης του εργοδοτουμένου στις πληροφορίες και νοουμένου ότι οι πληροφορίες δύναται να αποθηκεύονται και να εκτυπώνονται.
(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) ενημέρωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Τα στοιχεία της ταυτότητας των μερών της σύμβασης ή σχέσης εργασίας·
(β) τον τόπο παροχής της εργασίας και την εγγεγραμμένη έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη:
(γ) μία από τις ακόλουθες κατηγορίες πληροφοριών:
(i) την ονομασία, τον βαθμό, τη φύση ή την κατηγορία της εργασίας του εργοδοτουμένου· ή
(ii) συνοπτικό χαρακτηρισμό ή περιγραφή της εργασίας του εργοδοτουμένου·
(δ) την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας·
(ε) εάν πρόκειται για σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, την ημερομηνία λήξης ή την προβλεπόμενη διάρκειά της·
(στ) εάν πρόκειται για εργοδοτουμένους σε επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης, την ταυτότητα της επιχείρησης στην οποία παραχωρείται ο εργοδοτούμενος, μόλις γίνει γνωστή·
(ζ) τη διάρκεια και τους όρους της δοκιμαστικής περιόδου, εφόσον προβλέπεται τέτοια περίοδος από την σύμβαση ή σχέση εργασίας·
(η) το δικαίωμα κατάρτισης που παρέχεται από τον εργοδότη, εφόσον προβλέπεται από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας·
(θ) τη διάρκεια της άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δικαιούται ο εργοδοτούμενος, ή εάν δεν είναι αυτό δυνατό κατά τον χρόνο παροχής της ενημέρωσης, τις λεπτομέρειες χορήγησης και προσδιορισμού της εν λόγω άδειας·
(ι) τη διαδικασία που τηρούν ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης, περιλαμβανομένων των τυπικών προϋποθέσεων και της διάρκειας των περιόδων προειδοποίησης ή, εάν δεν καθορίζεται η διάρκεια των περιόδων προειδοποίησης κατά τον χρόνο παροχής της ενημέρωσης, τη μέθοδο καθορισμού των εν λόγω περιόδων προειδοποίησης·
(ια) την αμοιβή, περιλαμβανομένου του βασικού μισθού, τυχόν άλλα συστατικά στοιχεία της αμοιβής τα οποία αναφέρονται χωριστά, καθώς και τη συχνότητα και τη μέθοδο καταβολής της αμοιβής που δικαιούται ο εργοδοτούμενος·
(ιβ) τη διάρκεια της τυπικής εργάσιμης ημέρας ή εβδομάδας του εργοδοτουμένου, εάν το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον προβλέψιμο, τις τυχόν ρυθμίσεις και την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας και τις τυχόν ρυθμίσεις σχετικά με τις αλλαγές βάρδιας·
(ιγ) σε περίπτωση κατά την οποία το πρόγραμμα του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργοδότης ενημερώνει τον εργοδοτούμενο σχετικά με-
(i) την αρχή ότι το ωράριο εργασίας είναι μεταβλητό, τον αριθμό των εγγυημένων αμειβόμενων ωρών και την αμοιβή για την εργασία που εκτελείται επιπροσθέτως των εγγυημένων αυτών ωρών·
(ii) τις ώρες και ημέρες αναφοράς εντός των οποίων ο εργοδοτούμενος δύναται να κληθεί να εργαστεί·
(iii) την ελάχιστη χρονική περίοδο προειδοποίησης που λαμβάνει ο εργοδοτούμενος πριν από την έναρξη της ανάθεσης εργασίας και, κατά περίπτωση, την προθεσμία για την ακύρωση της ανάθεσης εργασίας που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 17 ·
(ιδ) τις τυχόν συλλογικές συμβάσεις που διέπουν τους όρους εργασίας του εργοδοτουμένου ή, εάν πρόκειται για συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί εκτός της επιχείρησης από ειδικά συλλογικά όργανα ή φορείς, την ονομασία του αρμόδιου οργάνου ή του φορέα στο πλαίσιο του οποίου έχουν συναφθεί οι εν λόγω συμβάσεις·
(ιε) τα στοιχεία ταυτότητας του φορέα που εισπράττει τις εισφορές για σκοπούς κοινωνικής ασφάλισης η οποία παρέχεται από τον εργοδότη, καθώς και κάθε προστασία που σχετίζεται με την εν λόγω κοινωνική ασφάλιση.
(4) Η ενημέρωση για τα στοιχεία που προβλέπονται στις παραγράφους (ζ) έως (ιβ) και στην παράγραφο (ιε) του εδαφίου (3) δύναται να παρέχεται με γραπτή παραπομπή στους οικείους Νόμους Κανονισμούς, Διατάγματα ή συλλογικές συμβάσεις.
(5) Κανένας όρος της σύμβασης ή σχέσης εργασίας δεν μπορεί να είναι δυσμενέστερος για τον εργοδοτούμενο από ότι προνοεί η ισχύουσα νομοθεσία για το οικείο θέμα.
12.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει παρασχεθεί πριν από την έναρξη της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, η βασική ενημέρωση η οποία αφορά τους όρους που προβλέπονται στις παραγράφους (α) έως (ε) και (ζ), (ια), (ιβ) και (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11, παρέχεται ατομικά στον εργοδοτούμενο, με τη μορφή ενός ή περισσότερων εγγράφων, εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει την πρώτη εργάσιμη ημέρα και λήγει το αργότερο την έβδομη ημερολογιακή ημέρα από την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.
(2) Η συμπληρωματική ενημέρωση, η οποία αφορά τους όρους που προβλέπονται στις παραγράφους (στ) (η), (θ), (ι), (ιδ) και (ιε) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 παρέχεται ατομικά στον εργοδοτούμενο, με τη μορφή εγγράφου εντός ενός μηνός από την πρώτη ημέρα από την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, νοουμένου ότι δεν έχει παρασχεθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.
(3) Η ενημέρωση σχετικά με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές ή άλλες διατάξεις ή τις συλλογικές συμβάσεις γενικής εφαρμογής που διέπουν το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, η οποία κοινοποιείται από τον εργοδότη, παρέχεται δωρεάν με σαφή, διαφανή, διεξοδικό και εύκολα προσβάσιμο τρόπο από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, μεταξύ άλλων, και μέσω των διαδικτυακών πυλών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση ή σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκεί λιγότερο από ένα μήνα οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο έγγραφα παραδίδεται στον εργοδοτούμενο κατά τη λήξη της.
13.-(1) Σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 11 και στο άρθρο 14, ο εργοδότης συντάσσει σχετικό έγγραφο και το παραδίδει, το συντομότερο δυνατόν στον εργοδοτούμενο και όχι αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία το περιεχόμενο του εγγράφου τίθεται σε εφαρμογή.
(2) Το έγγραφο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν απαιτείται σε περίπτωση μεταβολής που προκύπτει λόγω τροποποίησης νομοθετικών, κανονιστικών, διοικητικών ή καταστατικών διατάξεων ή των συλλογικών συμβάσεων, στις οποίες παραπέμπουν τα έγγραφα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 12, ή ανάλογα με την περίπτωση, άρθρο 17.
14.-(1) Σε περίπτωση που εργοδοτούμενος με σύμβαση ή σχέση εργασίας που καταρτίζεται στη Δημοκρατία ή υπόκειται στις διατάξεις οποιασδήποτε ισχύουσας νομοθεσίας στη Δημοκρατία ή πρακτική της, πρόκειται να απασχοληθεί εκτός της Δημοκρατίας, η ενημέρωση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παρέχεται πριν από την αναχώρησή του εργοδοτουμένου από τη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα πρόσθετα στοιχεία:
(α) Τη χώρα ή τις χώρες εκτός της Δημοκρατίας στις οποίες θα παρέχεται η εργασία και την αναμενόμενη διάρκειά της·
(β) το νόμισμα στο οποίο θα καταβάλλεται η αμοιβή·
(γ) τα κατά περίπτωση επιδόματα σε χρήμα ή σε είδος, που συνδέονται με την ανάθεση εργασίας·
(δ) πληροφορίες σχετικά με τον επαναπατρισμό και, εάν προβλέπεται, τους όρους που τον διέπουν.
(2) Εργοδοτούμενος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί της Απόσπασης Εργαζομένων στο Πλαίσιο της Παροχής Υπηρεσιών και για συναφή θέματα Νόμο, επιπροσθέτως της ενημέρωσης που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11, ενημερώνεται από τον εργοδότη για-
(α) την αμοιβή που δικαιούται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·
(β) τα, κατά περίπτωση, σχετικά με την απόσπαση επιδόματα και τυχόν ρυθμίσεις για την επιστροφή εξόδων ταξιδιού, διατροφής και στέγης·
(γ) τον σύνδεσμο με τον επίσημο εθνικό δικτυακό τόπο που προβλέπεται από την υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 4 των περί Απόσπασης Εργαζομένων στο Πλαίσιο της Παροχής Υπηρεσιών Κανονισμών.
(3) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) ενημέρωση δύναται κατά περίπτωση, να παρέχεται με τη μορφή παραπομπής στους οικείους Νόμους, Κανονισμούς, Διατάγματα ή συλλογικές συμβάσεις.
(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η διάρκεια κάθε περιόδου εργασίας εκτός της Δημοκρατίας είναι τέσσερις (4) συναπτές εβδομάδες ή λιγότερη.
15.-(1) Σε σχέσεις εργασίας που προβλέπουν δοκιμαστική περίοδο, η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε ρυθμίσεων ίσχυαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση ανανέωσης σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου για την ίδια θέση και τα ίδια καθήκοντα, δεν απαιτείται νέα δοκιμαστική περίοδος για τη σχέση εργασίας.
(3) Τα διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) και (2) σε σχέση με τη μέγιστη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου:
(4) Στις περιπτώσεις που εργοδοτούμενος απουσίασε από την εργασία του κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, ο εργοδότης του έχει τη δυνατότητα να παρατείνει την δοκιμαστική περίοδο για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της απουσίας του εργοδοτουμένου.
16. Ο εργοδότης δεν δύναται να απαγορεύει σε εργοδοτούμενο να αναλάβει εργασία σε άλλους εργοδότες, εκτός του ωραρίου εργασίας που καθορίζεται στη σύμβαση ή σχέση εργασίας με τον εν λόγω εργοδότη ή να επιφυλάξει δυσμενή μεταχείριση σε εργοδοτούμενο για τον λόγο αυτό:
17.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον μη προβλέψιμο, ο εργοδοτούμενος δεν υποχρεώνεται από τον εργοδότη να εργαστεί, εάν δεν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η εργασία λαμβάνει χώρα εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφορά, όπως προβλέπονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11· και
(β) ο εργοδοτούμενος έχει ενημερωθεί από τον οικείο εργοδότη για την ανάθεση εργασίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από την ώρα έναρξης της εργασίας:
(2) Σε περίπτωση που τουλάχιστον μία εκ των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1) δεν πληρούται, ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την ανάθεση εργασίας, χωρίς να υποστεί οποιεσδήποτε δυσμενείς συνέπειες.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ακυρώσει την ανάθεση εργασίας-
(α) δεν υποχρεούται να καταβάλει στον εργοδοτούμενο οποιαδήποτε αποζημίωση, νοουμένου ότι ακυρώνει την ανάθεση εργασίας εντός της προθεσμίας η οποία καθορίζεται με βάση τις διατάξεις της υποπαραγράφου (iii) της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11·
(β) εκτός της προθεσμίας η οποία καθορίζεται με βάση την υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (3) του άρθρου 11 υποχρεούται όπως καταβάλει αποζημίωση στον εργοδοτούμενο.
(4) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) αποζημίωση είναι τουλάχιστον ίση με το ημερομίσθιο του εργοδοτουμένου για τη συγκεκριμένη ημέρα.
18. Συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας κατά παραγγελία ή ζήτηση και παρόμοιες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας επιτρέπονται, νοουμένου ότι σε αυτές ο εργοδοτούμενος με μερική απασχόληση εργάζεται σε ευκαιριακή βάση και-
(α) η συνολική διάρκεια απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) εβδομάδες ανά ημερολογιακό έτος με μέγιστη συνεχόμενη διάρκεια, ανά περίπτωση, τις τρεις (3) εβδομάδες, ή
(β) η συνολική διάρκεια συνεχόμενης απασχόλησής του δεν υπερβαίνει τις πέντε (5) ώρες την εβδομάδα.
19.-(1) Εργοδοτούμενος με τουλάχιστον έξι (6) μήνες υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ο οποίος έχει ολοκληρώσει τη δοκιμαστική του περίοδο, εφόσον αυτή προβλέπεται από την σύμβαση ή σχέση εργασίας, έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα μετάβασης σε μορφή απασχόλησης με πιο προβλέψιμους και ασφαλείς όρους εργασίας, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη και να λάβει αιτιολογημένη γραπτή απάντηση από τον εργοδότη.
(2) Ο εργοδότης παρέχει την αιτιολογημένη γραπτή απάντηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή του αιτήματος του εργοδοτουμένου.
20. Σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης σύμφωνα με τις διατάξεις οποιασδήποτε οικείας νομοθεσίας στη Δημοκρατία ή τις συλλογικές συμβάσεις υποχρεούται να παρέχει κατάρτιση στον εργοδοτούμενο, για την εκτέλεση της εργασίας που του έχει ανατεθεί, η κατάρτιση αυτή παρέχεται δωρεάν στον εργοδοτούμενο, θεωρείται χρόνος εργασίας και εάν είναι εφικτό, πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του κανονικού ωραρίου εργασίας:
21. Οι κοινωνικοί εταίροι δύνανται να διαπραγματεύονται, να συνάπτουν και να υιοθετούν συλλογικές συμβάσεις, καθώς και να διατηρούν υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις με τις οποίες, τηρώντας ταυτόχρονα τη γενική προστασία των εργοδοτουμένων, θεσπίζονται όροι εργασίας διαφορετικοί από τους προβλεπόμενους στα άρθρα 15 έως 20.
22. Εργοδοτούμενος ο οποίος δεν έχει λάβει από τον εργοδότη του εμπρόθεσμα το σύνολο ή μέρος των εγγράφων που προβλέπονται στις παραγράφους (1), (2), και (3) του άρθρου 11 και στο άρθρο 13, έχει τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή η οποία κοινοποιεί γραπτώς στον εργοδότη την απαίτησή της για επανόρθωση προς όφελος του εργοδοτουμένου και ο εργοδότης οφείλει να συμμορφωθεί με την απαίτηση αυτή εντός ενός (1) μηνός με αποτελεσματικό τρόπο ο οποίος να ικανοποιεί πλήρως την απαίτηση της αρμόδιας αρχής.
23. Κανένας εργοδότης δεν υποβάλλει εργοδοτούμενο ή εκπρόσωπό του σε δυσμενή μεταχείριση ή σε δυσμενείς συνέπειες λόγω υποβολής καταγγελίας κατά του εργοδότη του ή λόγω άλλων διαδικασιών που έχουν κινηθεί με σκοπό να επιβληθεί η συμμόρφωση του εργοδότη για διασφάλιση των προβλεπόμενων στον παρόντα Νόμο δικαιωμάτων του εργοδοτουμένου.
24.-(1) Απαγορεύεται από εργοδότη η απόλυση ή οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμό της και κάθε προκαταρκτική ενέργεια που οδηγεί σε απόλυση εργοδοτουμένου, επειδή άσκησε τα δικαιώματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.
(2) Ο εργοδοτούμενος που θεωρεί ότι θίγονται τα δικαιώματά του που προβλέπονται στο εδάφιο (1) δύναται-
(α) να ζητεί από τον εργοδότη να του γνωστοποιήσει γραπτώς τους λόγους της απόλυσης ή του ισοδυνάμού της, δεόντως τεκμηριωμένους· και
(β) να υποβάλει παράπονο προς Επιθεωρητή και να λαμβάνει πρακτικό όπως προβλέπεται από το άρθρο 8:
25. Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σε διαδικασία αστικής φύσεως, ή ενώπιον άλλης αρμόδιας αρχής, εξαιρουμένων των εξωδίκων εκουσίων διαδικασιών, το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση βαραίνει τον εργοδότη.
26. Διαφορές αστικής φύσεως που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Nόμου υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών.
27. Eργοδότης ο οποίος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Nόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€5.500).
28.-(1) Ο παρών Νόμος δεν επηρεάζει νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, καθώς και συλλογικές συμβάσεις που είναι περισσότερο ευνοϊκές για τον εργοδοτούμενο.
(2) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του εργοδοτουμένου που προνοούνται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, καθώς και συλλογικές συμβάσεις.
29. Η αρμόδια αρχή ετοιμάζει σε ετήσια βάση έκθεση σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου η οποία υποβάλλεται προς το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα για συζήτηση και υποβολή από αυτό απόψεων προς τον Υπουργό.
30. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε όλες τις υφιστάμενες σχέσεις εργασίας από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου με εξαίρεση τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 12 και των άρθρων 13 και 14, για τα οποία ο εργοδότης παρέχει ή συμπληρώνει τα έγγραφα που προβλέπονται μόνο κατόπιν αιτήματος του εργοδοτουμένου που απασχολήθηκε σε αυτόν πριν ή κατά την εν λόγω ημερομηνία: