8.-(1) Ο επιθεωρητής εξετάζει παράπονο σχετικά με διαφορά, που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το οποίο υποβάλλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και από τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2), (3) και (4), υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί ενώπιον Δικαστηρίου.
(2) Ο επιθεωρητής, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο παρών Νόμος, ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο, κατά του οποίου υποβλήθηκε παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη σε σχέση με το υποβληθέν παράπονο, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις, ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχό του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία έχει επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, το οποίο κοινοποιεί αμέσως στα δύο μέρη και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιόν του.
(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, από την ημέρα της υποβολής του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) παραπόνου μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που την έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησής του.