15.-(1) Απόφαση της Αρμόδιας Αρχής η οποία λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13 καθίσταται εκτελεστή με τη διαβίβασή της, δια χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου, στον πλοίαρχο ή/και στο έχοντα την εκμετάλλευση του επηρεαζόμενου πλοίου και ισχύει μέχρις ότου-
(α) ανακληθεί από την Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3)·
(β) ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Υφυπουργού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18·ή
(γ) ακυρωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 146 του Συντάγματος.
(2) Σε κάθε απόφασή της που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13, η Αρμόδια Αρχή-
(α) παραθέτει τους λόγους έκδοσης της απόφασης· και
(β) πληροφορεί το πρόσωπο στο οποίο η απόφαση διαβιβάζεται περί του δικαιώματος του επηρεαζόμενου προσώπου ή του αντιπροσώπου του στη Δημοκρατία να προσβάλουν την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 18 ή με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρμόδια Αρχή ικανοποιείται ότι εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους εξέδωσε απόφαση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13, εφόσον καταβληθεί στον Γενικό Διευθυντή τέλος που προβλέπεται στο άρθρο 8 και οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ανακαλεί την απόφαση γραπτώς και διαβιβάζει την απόφαση αυτή δια χειρός ή μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή τηλετύπου στον πλοίαρχο ή/και στο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
(4) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή/και παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που επιβάλλεται σε αυτό με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, η οποία λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12 ή 13 διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Πρόσωπο το οποίο είναι αυτουργός, συνεργός ή σύμβουλος, κατά τα άρθρα 20 έως 23 του Ποινικού Κώδικα αναφορικά με τη διάπραξη του προβλεπόμενου στο εδάφιο (4) ποινικού αδικήματος, διαπράττει το εν λόγω ποινικό αδίκημα και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές.