Προϋποθέσεις έναρξης έρευνας, ακολουθητέα διαδικασία και σύνταξη έκθεσης

10.-(1) Το Συμβούλιο αποφασίζει τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο δήλωσης, στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει τεθεί ενώπιόν του γραπτή ένορκη καταγγελία σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένος αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος το οποίο, όπως εύλογα πιστεύει ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του∙

(β) από τη δήλωση εμφαίνεται ότι έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν αναληθή στοιχεία ή σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη δήλωση διαπιστώνεται σημαντική διαφοροποίηση της περιουσίας του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου ή του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας του ή των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση για την εν λόγω διαφοροποίηση.

(2)(α) Το Συμβούλιο για την υλοποίηση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) απόφασής του αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε νόμιμους ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου και οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στη δήλωση του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, καθώς και κατά πόσο έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν τα αληθή στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 και συντάσσουν για τον εν λόγω αξιωματούχο ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στο Συμβούλιο για τη στήριξη του έργου του.

(β)(i) Το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφασή του ορίζει τους νόμιμους ελεγκτές, στους οποίους αναθέτει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) καθήκοντα από κατάλογο που το ίδιο καταρτίζει και τηρεί για την περίοδο της θητείας του, στον οποίο περιλαμβάνονται τουλάχιστον δέκα (10) νόμιμοι ελεγκτές και ο οποίος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(ii) Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι νόμιμοι ελεγκτές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i), η διαδικασία ανάθεσης των καθηκόντων τους και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με Κανονισμούς.

(γ) Οι δυνάμει του παρόντος εδαφίου διοριζόμενοι νόμιμοι ελεγκτές-

(i) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τις επαγγελματικές τους ευθύνες. και

(ii) για τους σκοπούς του διενεργούμενου από αυτούς ελέγχου και τηρουμένου του απορρήτου δικηγόρου-πελάτη, δύναται να προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του ελέγχου νόμιμη ενέργεια και να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχουν αντίστοιχα την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους, καθώς και να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχει ο περί Ερευνητικών Επιτρόπων Νόμος, κατ’ αναλογίαν εφαρμοζόμενος.

(δ) Κατά τον έλεγχο για την πραγματοποίηση των ελεγκτικών πράξεων που διενεργούνται από νόμιμο ελεγκτή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18, αναφορικά με το θέμα άρσης του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου.

(ε) Πρόσωπο που παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.

(στ) Ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων που διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από την περιέλευση της δήλωσης στον νόμιμο ελεγκτή και με τη συμπλήρωση του ελέγχου αυτού, συντάσσεται αμέσως η προβλεπόμενη στην εν λόγω παράγραφο έκθεση, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο.

(ζ) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο διαπιστώνει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νόμιμων ελεγκτών ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, κοινοποιεί στον ελεγχόμενο αξιωματούχο ή στο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο την έκθεση των νόμιμων ελεγκτών, παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.

(η) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο διαπιστώσει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νόμιμων ελεγκτών ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφεται το συμπέρασμα της έκθεσης των ως άνω ελεγκτών, με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι η δήλωση υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 και 4.

(θ) Το Συμβούλιο κοινοποιεί στον ελεγχόμενο αξιωματούχο ή στο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο την έκθεση των νόμιμων ελεγκτών μαζί με την έκθεση που συντάσσει το ίδιο δυνάμει της παραγράφου (η) του παρόντος εδαφίου.

(3)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το Συμβούλιο, προτού αρχίσει οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα δυνάμει του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί την πρόθεσή του γραπτώς στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή στο επηρεαζόμενο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο κοινοποιώντας και το περιεχόμενο της γραπτής ένορκης καταγγελίας και/ή της επισήμανσης που γίνεται δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), ανάλογα με την περίπτωση, παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της γνωστοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο δεν ικανοποιηθεί από τη γραπτή απάντηση του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, τότε αρχίζει ή συνεχίζει τη διεξαγωγή της έρευνας ανάλογα.

(4) Για τη διεξαγωγή της έρευνας, το Συμβούλιο δύναται να ενεργεί συλλογικά ή να αναθέτει σε μέλη ή μέλος του τη διεκπεραίωση της έρευνας ή μέρους της και να καλεί ενώπιόν της οποιοδήποτε πρόσωπο για να δώσει πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση και να λαμβάνει γραπτές καταθέσεις και γενικά να συγκεντρώνει σχετικές πληροφορίες και στοιχεία:

Νοείται ότι, για σκοπούς καλύτερης διεξαγωγής της έρευνας, το Συμβούλιο δύναται να συνεργαστεί με τις υπηρεσίες οποιουδήποτε υπουργείου, υπηρεσίας, γραφείου ή τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας.

(5) Κάθε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται από το Συμβούλιο έρευνα δικαιούται να λαμβάνει αντίγραφα όλων των γραπτών καταθέσεων, των πληροφοριών, των εγγράφων και των άλλων στοιχείων που το Συμβούλιο έχει συγκεντρώσει και έχει το δικαίωμα να ακουστεί από αυτό πριν από τη σύνταξη της έκθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (6).

(6) Το Συμβούλιο, με το πέρας της έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφονται συνοπτικά όλα τα γεγονότα και στοιχεία που ερευνήθηκαν και η οποία κοινοποιείται στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, στο Υπουργικό Συμβούλιο, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.