Προοίμιο

ΕΠΕΙΔΗ, η διαφάνεια στη δη΅όσια ζωή αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, καθώς και ανάχωμα στην όποια προσπάθεια εκ΅ετάλλευσης δη΅οσίου αξιώ΅ατος, θέσης ή ιδιότητας, το οποίο συμβάλλει στην πρόληψη και καταπολέ΅ηση της διαφθοράς στη δη΅όσια ζωή,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισ΅ός του δικαιώ΅ατος στην ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου, το οποίο ευρίσκεται σε δη΅όσια θέση ή διαχειρίζεται δη΅όσιο χρή΅α ή διαδρα΅ατίζει ρόλο στη δη΅όσια πολιτική και οικονο΅ική ζωή δικαιολογείται για αποχρώντες λόγους δη΅οσίου συ΅φέροντος, αφού προάγει τη διαφάνεια στον πολιτικό και δη΅όσιο βίο και εξυπηρετεί υπέρτερο δη΅όσιο συ΅φέρον,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισ΅ός του ως άνω δικαιώματος δεν εκφεύγει των ορίων της αναλογικότητας αναφορικά με δημόσια πρόσωπα, τα οποία εκουσίως αναλαμβάνουν την άσκηση δημόσιου αξιώματος, συναινώντας τοιουτοτρόπως στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής τους ζωής,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η επαυξη΅ένη έκθεση στη δη΅οσιότητα των προσώπων που κατέχουν δη΅όσια θέση, όπως και η άσκηση από ΅έρους τους τ΅ή΅ατος δη΅όσιας εξουσίας επιβάλλει σαφώς την επέκταση των ορίων της θε΅ιτής πληροφόρησης των πολιτών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ένας τέτοιος περιορισ΅ός συνάδει ΅ε τη νο΅ολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιω΅άτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σύ΅φωνα ΅ε την οποία είναι δυνατή η παρέμβαση σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής των δη΅όσιων προσώπων, προκει΅ένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενη΅έρωσης του πολίτη, της διαφάνειας και της λογοδοσίας,

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων και Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Υποβολή και Έλεγχος Δήλωσης Περιουσιακών Στοιχείων και Καταστάσεων Προσωπικής και Επαγγελματικής Περιουσίας) Νόμος του 2024.

ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αξιωματούχος» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που κατέχει πολιτειακό ή δημοτικό ή άλλο αξίωμα και περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΙ του παρόντος Νόμου∙

«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει των διατάξεων του περί της Προστασίας Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

«δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που διαχειρίζεται θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος ή ασκεί επιρροή στη δημόσια ζωή και το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΙ∙

«δήλωση» σημαίνει τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, υποβάλλεται ηλεκτρονικά από τον αξιωματούχο ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι και η οποία περιλαμβάνει τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων και των περιουσιακών στοιχείων του/της συζύγου του ή του/της συμβίου/συμβίας του στο πλαίσιο σύναψης πολιτικής συμβίωσης δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου, καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του∙

«ειδικό αρχείο» σημαίνει το αρχείο το οποίο τηρείται από το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 8.

«εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας» σημαίνει τα ανήλικα τέκνα του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την οικονομική στήριξη, την επιμέλεια και τα έξοδα διαβίωσης αναλαμβάνει ο αξιωματούχος ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο

«Έφορος Φορολογίας» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου και περιλαμβάνει κάθε εξουσιοδοτημένο υπό του ιδίου λειτουργό

«καθαρή περιουσία» σημαίνει το άθροισμα της κατάστασης ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, του/της συζύγου του ή του/της συμβίου/συμβίας του και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.

«Κανονισμός» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)».

«κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας» ή «ΚΕΠ» σημαίνει την κατάσταση του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας τόσο εντός όσο και εκτός της Δημοκρατίας του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, ο τύπος υποβολής της οποίας περιλαμβάνεται στο Μέρος Α του Παραρτήματος ΙΙΙ, η οποία παρουσιάζεται σε τιμές κόστους και περιλαμβάνει και τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας αυτού δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου, καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.

«κατάσταση εσόδων και εξόδων» σημαίνει την προβλεπόμενη στο Μέρος Β του Παραρτήματος ΙΙΙ ετήσια αναλυτική κατάσταση εσόδων και εξόδων .

«κατάσταση συμφιλίωσης» σημαίνει την προβλεπόμενη στο Μέρος Γ του Παραρτήματος ΙΙΙ κατάσταση, η οποία επεξηγεί την καθαρή αύξηση ή μείωση της καθαρής περιουσίας του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, που έχει επέλθει στη μεταξύ των δύο ΚΕΠ μεσολαβούσα περίοδο.

«νόμιμος ελεγκτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Ελεγκτών Νόμο.

«Συμβούλιο» σημαίνει το καθιδρυόμενο, με βάση το άρθρο 7, Συμβούλιο∙

«Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής» σημαίνει το Υφυπουργείο Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί της Ίδρυσης Υφυπουργείου Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής και Διορισμού Υφυπουργού Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής παρά τω Προέδρω και Συναφών Θεμάτων Νόμου.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΩΣΗΣ, ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ
Υποχρέωση υποβολής δήλωσης και χρόνος υποβολής αυτής

3.-(1) Κάθε αξιωματούχος και δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι υποχρεούται να υποβάλει ηλεκτρονικά στο Συμβούλιο εντός τεσσάρων (4) μηνών από την απόκτηση της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του, και ανά τριετία από τον χρόνο που ανέλαβε και καθόσον χρόνο κατέχει την ιδιότητα ή το αξίωμά του, δήλωση μέσω μηχανογραφημένου συστήματος.

(2) Πέραν των προβλεπομένων στις διατάξεις του εδαφίου (1), αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι υποχρεούται να υποβάλει ηλεκτρονικά δήλωση στο Συμβούλιο εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιοδήποτε άλλο λόγο:

Νοείται ότι, το Συμβούλιο δύναται να δώσει παράταση στις πιο πάνω προθεσμίες, κατόπιν σχετικού αιτήματος αν αυτό επιβάλλεται για λόγους που αφορούν αιτιολογημένες προσωπικές περιστάσεις εξαιρετικής ή απρόβλεπτης φύσης, για τους οποίους ο αξιωματούχος ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο κωλύεται να υποβάλει εμπρόθεσμα τη δήλωσή του.

(3)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής της δήλωσης περιλαμβάνει τη συμπλήρωση συγκεκριμένων πεδίων σε σχέση με τα ζητούμενα στοιχεία που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 4, καθώς και οδηγίες ορθής συμπλήρωσής τους.

(β) Ο αξιωματούχος ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο λαμβάνει γραπτή βεβαίωση για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής της δήλωσης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακοπή ή λήξη της θητείας του, εκλεγεί εκ νέου στο ίδιο ή σε άλλο αιρετό αξίωμα ή διοριστεί εκ νέου στο ίδιο ή σε άλλο μη αιρετό αξίωμα ή εκλεγεί σε αιρετό αξίωμα, οφείλει να υποβάλει εκ νέου δήλωση εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία ανάληψης του αξιώματός του.

(4) Τα ονοματεπώνυμα των αξιωματούχων ή των δημόσια εκτεθειμένων προσώπων που δεν υπέβαλαν δήλωση δημοσιοποιούνται με την ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου.

Περιεχόμενο δήλωσης

4.-(1) Η δήλωση, η οποία υποβάλλεται ηλεκτρονικά περιέχει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία τόσο εντός όσο και εκτός της Δημοκρατίας, του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας του και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειας του κατά τον χρόνο υποβολής της:

(α) Την ακίνητη περιουσία, περιλαμβανομένων των εμπράγματων δικαιωμάτων και βαρών επ’ αυτής με πλήρη περιγραφή του είδους, της έκτασης, των τοπογραφικών στοιχείων, του τρόπου, του έτους και της αξίας τους κατά το έτος απόκτησής της.

(β) την κινητή περιουσία, περιλαμβανομένων των τιμαλφή και πάσης φύσεως μηχανοκίνητων μεταφορικών μέσων και σκαφών αναψυχής, του τρόπου, του έτους και της αξίας τους κατά το έτος απόκτησής τους.

(γ) το ίδιον ουσιαστικό οικονομικό συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση.

(δ) τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται σε χρεόγραφα, εμπιστεύματα, χρεωστικά ομόλογα, μετοχές και μερίσματα προς ίδιον οικονομικό συμφέρον σε ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες, η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα ιδρύματα, οι καταθέσεις σε εμπορικές τράπεζες, χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, ταμιευτήρια ή συνεργατικές εταιρείες, τα εισοδήματα ή ωφελήματα από ασφαλιστικά συμβόλαια, επενδυτικά προϊόντα και οποιαδήποτε άλλα έσοδα.

(2) Η δήλωση περιλαμβάνει επιπρόσθετα-

(α) οποιαδήποτε διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων, του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας και των εξαρτώμενων μελών της οκογένειας του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, η οποία έχει μεσολαβήσει από την αμέσως προηγούμενη δήλωση μαζί με επαρκείς επεξηγήσεις που να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση αυτή. και

(β) την κατάσταση των δανειακών υποχρεώσεων/ οφειλών/χρεών του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου ή του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας του και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.

(3) Το Συμβούλιο δύναται, από καιρού εις καιρόν εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να επικαιροποιεί ή/και διαφοροποιεί το περιεχόμενο της δήλωσης.

(4) Οι δηλώσεις που είναι καταχωρισμένες στο μηχανογραφημένο σύστημα διαγράφονται ή/και καταστρέφονται μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου που την υπέβαλε, εκτός εάν έχει αρχίσει έρευνα για το συγκεκριμένο πρόσωπο η οποία δεν έχει περατωθεί, οπότε η δήλωσή του διαγράφεται και/ή καταστρέφεται αμέσως μετά την περάτωση της έρευνας.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΟΥΣ
Υποχρέωση υποβολής ΚΕΠ, κατάστασης εσόδων και εξόδων και κατάστασης συμφιλίωσης

5.-(1)(α) Κάθε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ υποχρεούται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία απόκτησης της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του να υποβάλει στο Συμβούλιο την ΚΕΠ όπως αυτή ισχύει, κατά την ημερομηνία απόκτησης της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του.

(β) Κάθε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία λήξης της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιονδήποτε άλλο λόγο, υποχρεούται να υποβάλει στο Συμβούλιο επικαιροποιημένη κατά την ημερομηνία αυτή ΚΕΠ, όπως και κατάσταση εσόδων και εξόδων για την περίοδο μεταξύ της προηγούμενης και της υποβαλλόμενης πιο πάνω ΚΕΠ, καθώς και κατάσταση συμφιλίωσης για την ίδια περίοδο.

(γ) Κάθε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, οφείλει κάθε πέντε (5) έτη να υποβάλει ΚΕΠ, κατάσταση εσόδων και εξόδων και κατάσταση συμφιλίωσης.

(δ) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διακοπή ή λήξη της θητείας του, εκλεγεί εκ νέου στο ίδιο ή σε άλλο αιρετό αξίωμα ή διοριστεί σε μη αιρετό αξίωμα ή διοριστεί εκ νέου στο ίδιο ή σε άλλο μη αιρετό αξίωμα ή εκλεγεί σε αιρετό αξίωμα, εφόσον έχει υποβάλει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) καταστάσεις, δεν οφείλει να υποβάλει εκ νέου ΚΕΠ, σύμφωνα με την παράγραφο (α):

Νοείται ότι, η πιο πάνω υποχρέωση του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου για εκ νέου υποβολή ΚΕΠ υφίσταται εφόσον έχουν παρέλθει πέντε (5) έτη από την υποβολή των προβλεπόμενων στην παράγραφο (β) καταστάσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση κατά την οποία αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο δεν υπέβαλε ΚΕΠ, οι επόμενες καταστάσεις πρέπει να καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο μεταξύ της προηγούμενης ΚΕΠ και της υποβαλλομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(2)(α) Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) καταστάσεις υποβάλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Συμβουλίου, η οποία λειτουργεί ειδικά για τον σκοπό αυτό.

(β) Η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου εξουσιοδοτείται από το Συμβούλιο να καταχωρεί στο ειδικό αρχείο τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) καταστάσεις, διαβιβάζοντας στον αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο σχετική βεβαίωση λήψης αυτών.

(3) Τα περιλαμβανόμενα στην ΚΕΠ, στην κατάσταση εσόδων και εξόδων και στην κατάσταση συμφιλίωσης στοιχεία προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

(4) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) καταστάσεις οι οποίες είναι καταχωρισμένες στο ειδικό αρχείο διαγράφονται ή/και καταστρέφονται μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος των εν λόγω προσώπων εκτός εάν για το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει αρχίσει έρευνα, η οποία δεν έχει περατωθεί, οπότε οι εν λόγω καταστάσεις διαγράφονται ή/και καταστρέφονται αμέσως μετά την περάτωση της έρευνας.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο συνεπεία αιτιολογημένων προσωπικών του περιστάσεων εξαιρετικής ή απρόβλεπτης φύσης, κωλύεται να υποβάλει εμπρόθεσμα την ΚΕΠ ή την κατάσταση εσόδων και εξόδων και κατάσταση συμφιλίωσης εντός της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο προθεσμίας, δύναται να υποβάλει σχετικό αίτημα στο Συμβούλιο για παράταση της εν λόγω προθεσμίας, η οποία δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

ΜΕΡΟΣ IV ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΠ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Δημοσιοποίηση ΚΕΠ και καθαρής περιουσίας

6.-(1) Μέρος της ΚΕΠ του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, η οποία προβλέπεται στο Μέρος Α του Παραρτήματος ΙΙΙ περιλαμβανομένης της καθαρής περιουσίας, δημοσιοποιούνται στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

(α) Ύστερα από την απόκτηση της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του∙ και

(β) ύστερα από τη λήξη της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμά του ή τη θέση του ή την απώλεια της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

(2) Τηρουμένων των προνοιών του Κανονισμού και των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, τα στοιχεία της ΚΕΠ τα οποία αφορούν στον/στη σύζυγό ή στον/στη συμβίο/συμβία ή στα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου δεν δημοσιοποιούνται.

(3) Από τη δημοσιοποίηση της ΚΕΠ εξαιρούνται η διεύθυνση κατοικίας ή κατοικιών, οι αριθμοί τραπεζικών λογαριασμών, οι αριθμοί κυκλοφορίας μηχανοκινήτων και ηλεκτρικών οχημάτων, ο αριθμός δελτίου ταυτότητας και οι αριθμοί τηλεφώνων του εν λόγω προσώπου.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) η δημοσιοποίηση της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας πραγματοποιείται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής τους στο Συμβούλιο, με ανάρτηση τους στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου:

Νοείται ότι, η ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας διαρκεί για όλη την περίοδο της θητείας και του αξιώματος του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, ενώ μετά τη λήξη της θητείας του ή την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή την απώλεια της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιονδήποτε άλλο λόγο, η ανάρτηση διαρκεί μόνο για περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία ανάρτησής της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο αξιωματούχος ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο αναλάβει νέο αξίωμα ή θέση πριν παρέλθουν πέντε (5) έτη από τη λήξη της θητείας του ή την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή την απώλεια της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιονδήποτε άλλο λόγο, η ΚΕΠ και η καθαρή περιουσία αναρτώνται εκ νέου στην εν λόγω ιστοσελίδα.

(5) Τα ονοματεπώνυμα των αξιωματούχων ή δημόσια εκτεθειμένων προσώπων τα οποία δεν υπέβαλαν ΚΕΠ και καθαρή περιουσία δημοσιοποιούνται με την ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου.

(6) Η δημοσιοποίηση της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις του Συμβουλίου οι οποίες προκύπτουν από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7 και τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 17.

ΜΕΡΟΣ V ΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθίδρυση Συμβουλίου

7.-(1) Καθιδρύεται τριμελές Συμβούλιο, το οποίο διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από ένα νομικό εγνωσμένου κύρους και αξιοπιστίας ως Πρόεδρο και δύο άλλα πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και αξιοπιστίας ως μέλη με όρους που ήθελε αποφασίσει:

Νοείται ότι, πρόσωπο που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι ή στο Παράρτημα ΙΙ δεν δύναται να διοριστεί ως Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου.

(2) Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου έχουν υποχρέωση να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για οποιαδήποτε θέματα χειρίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Εξουσίες και αρμοδιότητες του Συμβουλίου

8.-(1) Οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Συμβουλίου περιλαμβάνουν-

(α) τον έλεγχο τήρησης της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος Νόμου υποχρέωσης υποβολής της δήλωσης και των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 καταστάσεων από αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο.

(β) τη δυνατότητα πρόσβασης στο μηχανογραφημένο σύστημα στο οποίο υποβάλλονται οι δηλώσεις και στο περιεχόμενο των δηλώσεων και των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 καταστάσεων.

(γ) την τήρηση ειδικού αρχείου στο οποίο καταχωρίζονται τα ονοματεπώνυμα των αξιωματούχων ή των δημόσια εκτεθειμένων προσώπων που υπέβαλαν ή παρέλειψαν να υποβάλουν τη δήλωση ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5 καταστάσεις περιουσίας, καθώς και όλα τα στοιχεία ή/και τις εκθέσεις από τους διενεργούμενους ελέγχους και έρευνες, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, τα στοιχεία που καταχωρίζονται στο ειδικό αρχείο διαγράφονται ή/και καταστρέφονται μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία λήξης της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός εάν για το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει αρχίσει έρευνα, η οποία δεν έχει περατωθεί, οπότε τα στοιχεία καταστρέφονται και/ή διαγράφονται αμέσως μετά την περάτωση της έρευνας.

(δ) την παροχή στήριξης και καθοδήγησης σε αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο ως προς τις απορρέουσες από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του.

(ε) τη δημοσιοποίηση της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 με την ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα του Συμβουλίου.

(στ) τη λήψη απόφασης αναφορικά με τη διενέργεια ελέγχου ή/και έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο των υποβληθεισών δηλώσεων των προσώπων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι ή καταστάσεων περιουσίας των προσώπων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ, με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙

(ζ) Τη σύνταξη έκθεσης σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (6) του άρθρου 10 και το άρθρο 15.

(2) Το Συμβούλιο εξουσιοδοτεί τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου για-

(α) την τήρηση του ειδικού αρχείου τηρούμενων των διατάξεων του Κανονισμού και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, στο οποίο καταχωρίζονται τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1).

(β) την καταχώριση στο μηχανογραφημένο σύστημα του ονοματεπωνύμου και της ιδιότητας του αξιωματούχου και δημόσια εκτεθειμένου προσώπου που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, καθώς και την επικαιροποίηση των στοιχείων αυτών.

(γ) την ετοιμασία αναλυτικής κατάστασης που περιλαμβάνει τα ονόματα των αξιωματούχων και δημόσια εκτεθειμένων προσώπων που υπέβαλαν ή παρέλειψαν να υποβάλουν δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 3 ή καταστάσεις περιουσίας σύμφωνα με το άρθρο 5.

Στήριξη του έργου του Συμβουλίου

9.-(1) Το Συμβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να συνεργάζεται με τον Έφορο Φορολογίας για τη διενέργεια ελέγχου, αναφορικά με το περιεχόμενο των δηλώσεων των αξιωματούχων και δημόσια εκτεθειμένων προσώπων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι και με το Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής του Υφυπουργείου Έρευνας, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής, για την τεχνική στήριξη της λειτουργίας του μηχανογραφημένου συστήματος.

(2) Η άσκηση των εξουσιών του Εφόρου Φορολογίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν παρεμποδίζει την άσκηση των εξουσιών αυτού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου, εφόσον αυτές ασκούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας διενεργουμένης, ως αποτέλεσμα της διενέργειας του ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η οποία τεκμηριώνεται σε σχετική κατάσταση που τηρεί ο Έφορος Φορολογίας.

ΜΕΡΟΣ VI ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ
Προϋποθέσεις έναρξης έρευνας, ακολουθητέα διαδικασία και σύνταξη έκθεσης

10.-(1) Το Συμβούλιο αποφασίζει τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο δήλωσης, στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Έχει τεθεί ενώπιόν του γραπτή ένορκη καταγγελία σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένος αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος το οποίο, όπως εύλογα πιστεύει ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του∙

(β) από τη δήλωση εμφαίνεται ότι έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν αναληθή στοιχεία ή σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη δήλωση διαπιστώνεται σημαντική διαφοροποίηση της περιουσίας του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου ή του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας του ή των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση για την εν λόγω διαφοροποίηση.

(2)(α) Το Συμβούλιο για την υλοποίηση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) απόφασής του αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε νόμιμους ελεγκτές, οι οποίοι ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου και οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στη δήλωση του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, καθώς και κατά πόσο έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν τα αληθή στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 και συντάσσουν για τον εν λόγω αξιωματούχο ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στο Συμβούλιο για τη στήριξη του έργου του.

(β)(i) Το Συμβούλιο, με ομόφωνη απόφασή του ορίζει τους νόμιμους ελεγκτές, στους οποίους αναθέτει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) καθήκοντα από κατάλογο που το ίδιο καταρτίζει και τηρεί για την περίοδο της θητείας του, στον οποίο περιλαμβάνονται τουλάχιστον δέκα (10) νόμιμοι ελεγκτές και ο οποίος δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(ii) Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι νόμιμοι ελεγκτές που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i), η διαδικασία ανάθεσης των καθηκόντων τους και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με Κανονισμούς.

(γ) Οι δυνάμει του παρόντος εδαφίου διοριζόμενοι νόμιμοι ελεγκτές-

(i) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τις επαγγελματικές τους ευθύνες. και

(ii) για τους σκοπούς του διενεργούμενου από αυτούς ελέγχου και τηρουμένου του απορρήτου δικηγόρου-πελάτη, δύναται να προβαίνουν σε κάθε απαραίτητη και πρόσφορη για την επίτευξη του ελέγχου νόμιμη ενέργεια και να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχουν αντίστοιχα την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους, καθώς και να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχει ο περί Ερευνητικών Επιτρόπων Νόμος, κατ’ αναλογίαν εφαρμοζόμενος.

(δ) Κατά τον έλεγχο για την πραγματοποίηση των ελεγκτικών πράξεων που διενεργούνται από νόμιμο ελεγκτή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18, αναφορικά με το θέμα άρσης του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου.

(ε) Πρόσωπο που παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.

(στ) Ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων που διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από την περιέλευση της δήλωσης στον νόμιμο ελεγκτή και με τη συμπλήρωση του ελέγχου αυτού, συντάσσεται αμέσως η προβλεπόμενη στην εν λόγω παράγραφο έκθεση, η οποία υποβάλλεται στο Συμβούλιο.

(ζ) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο διαπιστώνει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νόμιμων ελεγκτών ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, κοινοποιεί στον ελεγχόμενο αξιωματούχο ή στο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο την έκθεση των νόμιμων ελεγκτών, παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.

(η) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο διαπιστώσει από το περιεχόμενο της έκθεσης των νόμιμων ελεγκτών ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για τη διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφεται το συμπέρασμα της έκθεσης των ως άνω ελεγκτών, με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι η δήλωση υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 και 4.

(θ) Το Συμβούλιο κοινοποιεί στον ελεγχόμενο αξιωματούχο ή στο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο την έκθεση των νόμιμων ελεγκτών μαζί με την έκθεση που συντάσσει το ίδιο δυνάμει της παραγράφου (η) του παρόντος εδαφίου.

(3)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το Συμβούλιο, προτού αρχίσει οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα δυνάμει του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί την πρόθεσή του γραπτώς στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή στο επηρεαζόμενο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο κοινοποιώντας και το περιεχόμενο της γραπτής ένορκης καταγγελίας και/ή της επισήμανσης που γίνεται δυνάμει των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1), ανάλογα με την περίπτωση, παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της γνωστοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο δεν ικανοποιηθεί από τη γραπτή απάντηση του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, τότε αρχίζει ή συνεχίζει τη διεξαγωγή της έρευνας ανάλογα.

(4) Για τη διεξαγωγή της έρευνας, το Συμβούλιο δύναται να ενεργεί συλλογικά ή να αναθέτει σε μέλη ή μέλος του τη διεκπεραίωση της έρευνας ή μέρους της και να καλεί ενώπιόν της οποιοδήποτε πρόσωπο για να δώσει πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση και να λαμβάνει γραπτές καταθέσεις και γενικά να συγκεντρώνει σχετικές πληροφορίες και στοιχεία:

Νοείται ότι, για σκοπούς καλύτερης διεξαγωγής της έρευνας, το Συμβούλιο δύναται να συνεργαστεί με τις υπηρεσίες οποιουδήποτε υπουργείου, υπηρεσίας, γραφείου ή τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας.

(5) Κάθε αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο για το οποίο διεξάγεται από το Συμβούλιο έρευνα δικαιούται να λαμβάνει αντίγραφα όλων των γραπτών καταθέσεων, των πληροφοριών, των εγγράφων και των άλλων στοιχείων που το Συμβούλιο έχει συγκεντρώσει και έχει το δικαίωμα να ακουστεί από αυτό πριν από τη σύνταξη της έκθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (6).

(6) Το Συμβούλιο, με το πέρας της έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, ετοιμάζει γραπτή έκθεση στην οποία καταγράφονται συνοπτικά όλα τα γεγονότα και στοιχεία που ερευνήθηκαν και η οποία κοινοποιείται στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, στο Υπουργικό Συμβούλιο, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Εμπιστευτικότητα της δήλωσης και της έκθεσης

11.-(1) Η δήλωση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καθώς και οι σχετικές εκθέσεις των νόμιμων ελεγκτών και του Συμβουλίου σε περίπτωση διεξαγωγής έρευνας είναι εμπιστευτικές και η δημοσιοποίησή τους στο σύνολο ή εν μέρει από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά ποινικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση καταδίκης τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε περίπτωση που η δημοσιοποίηση της δήλωσης ή η δημοσιοποίηση της έκθεσης γίνεται στο σύνολο από τον αξιωματούχο ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο το οποίο αυτές αφορούν.

ΜΕΡΟΣ VII ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΦΟΡΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Διενέργεια ελέγχου από τον Έφορο Φορολογίας

12.-(1) Το Συμβούλιο κατά την άσκηση των βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εξουσιών του, αναθέτει στον Έφορο Φορολογίας τη διενέργεια ελέγχου του περιεχομένου των υποβληθεισών καταστάσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 5.

(2) Η άσκηση των εξουσιών του Εφόρου Φορολογίας σύμφωνα με το εδάφιο (1), δεν παρεμποδίζει την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου, εφόσον οι εξουσίες αυτές ασκούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας διενεργουμένης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η οποία τεκμηριώνεται σε σχετική κατάσταση που τηρεί ο Έφορος Φορολογίας.

(3) Το Συμβούλιο εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή σε αυτό των προβλεπόμενων στις διατάξεις του άρθρου 5 καταστάσεων, διαβιβάζει αυτές σε ηλεκτρονική μορφή στον Έφορο Φορολογίας για τη διενέργεια ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(4) Ο Έφορος Φορολογίας, δυνάμει του εδαφίου (1)-

(α) έχει πρόσβαση στο ειδικό αρχείο για διενέργεια ελέγχου επί του περιεχομένου των υποβληθέντων, σύμφωνα με το άρθρο 5, καταστάσεων.

(β) προβαίνει σε έλεγχο επί των εν λόγω καταστάσεων προς διαπίστωση της ορθότητας και της αλήθειας των περιληφθέντων σε αυτές στοιχείων.

(γ) ζητά διευκρινίσεις από το υπόχρεο πρόσωπο και παρέχει σε αυτό, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τη δυνατότητα να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου, προτού προβεί σε οποιεσδήποτε παρατηρήσεις και συμπεράσματα ενώπιον του Συμβουλίου.

(δ) έχει πρόσβαση, στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου, σε κρατικά αρχεία και υπηρεσίες οποιουδήποτε υπουργείου, γραφείου ή τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας για εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων και στοιχείων.

(ε) ζητά από το υπόχρεο πρόσωπο την προσκόμιση οποιωνδήποτε άλλων αναγκαίων στοιχείων ή/και εγγράφων.

(5) Ο Έφορος Φορολογίας, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης του διενεργούμενου, με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3) ελέγχου, υποβάλλει γραπτώς τις τυχόν παρατηρήσεις και συμπεράσματά του ενώπιον του Συμβουλίου.

Προϋποθέσεις έναρξης ειδικής έρευνας

13. Για την έναρξη της ειδικής έρευνας πρέπει να συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Να έχει τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου απ’ οποιοδήποτε πρόσωπο γραπτή ένορκη καταγγελία στην οποία το εν λόγω πρόσωπο παραθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και/ή στοιχεία αναφορικά με το περιεχόμενο της υποβληθείσας ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας.

(β) από τον έλεγχο των υποβληθεισών καταστάσεων στον οποίο έχει προβεί ο Έφορος Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, τα προκύπτοντα ευρήματα να δικαιολογούν την έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με συγκεκριμένο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, το οποίο ενδέχεται να έχει υποβάλει αναληθή ή παραποιημένα ή παραπλανητικά στοιχεία.

(γ) από τα ευρήματα του ελέγχου στον οποίο έχει προβεί ο Έφορος Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, να έχει διαπιστωθεί ότι η διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου δεν αιτιολογείται επαρκώς ή δεν αιτιολογείται καθόλου.

Διενέργεια ειδικής έρευνας και διαδικασία

14.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο αποφασίσει ότι επιβάλλεται η έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, αναθέτει τη διενέργειά της στον Έφορο Φορολογίας.

(2) Η απόφαση του Συμβουλίου για την έναρξη ειδικής έρευνας κοινοποιείται αμελλητί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο μαζί με σύντομη αιτιολογία και στην περίπτωση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 μαζί με αντίγραφο της γραπτής ένορκης καταγγελίας:

Νοείται ότι, πρόσωπο για το οποίο διενεργείται ειδική έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, έχει δικαίωμα καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας να λαμβάνει αντίγραφα παντός εγγράφου, στοιχείου ή σχετικών καταθέσεων.

(3) Ο Έφορος Φορολογίας προβαίνει σε έλεγχο του περιεχόμενου των υποβληθεισών καταστάσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του υπό διερεύνηση προσώπου, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πιο πάνω απόφασης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση διενέργειας έρευνας αναφορικά με περισσότερα του ενός πρόσωπα σε σχέση με υποβληθείσες εντός της ίδιας χρονικής περιόδου καταστάσεις, για σκοπούς κάθε διερευνώμενης περίπτωσης ο Έφορος Φορολογίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ενεργεί βάσει της ληφθείσας για κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο απόφασης.

(4) Για σκοπούς της διενεργούμενης ειδικής έρευνας ο Έφορος Φορολογίας και οι εξουσιοδοτημένοι από αυτόν λειτουργοί του Τμήματος Φορολογίας-

(α) ασκούν τα καθήκοντά τους δεσμευόμενοι από τις διατάξεις του Κανονισμού και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

(β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19 προβαίνουν σε κάθε αναγκαία ή πρόσφορη ενέργεια και προς τούτο δύναται να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο στοιχείο ή πληροφορία από οποιαδήποτε αρχή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ή εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τέτοια στοιχεία ή πληροφορίες. και

(γ) παρέχουν, σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, τη δυνατότητα στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του.

Σύνταξη πορίσματος και έκθεσης

15.-(1) Ο Έφορος Φορολογίας, με την ολοκλήρωση της ειδικής έρευνας, προβαίνει στη σύνταξη πορίσματος, το οποίο υποβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου.

(2) Το Συμβούλιο προτού προβεί στη σύνταξη έκθεσης αναφορικά με την διενεργηθείσα ειδική έρευνα παρέχει προηγουμένως το δικαίωμα στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, εφόσον το επιθυμεί, να ακουστεί ή να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του.

(3)(α) Στην έκθεση του Συμβουλίου, καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα ευρήματα του υποβληθέντος πορίσματος του Εφόρου Φορολογίας και η θέση του επηρεαζόμενου αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, εφόσον αυτό ακούστηκε ή κατέθεσε γραπτώς τις θέσεις του.

(β) Το Συμβούλιο κοινοποιεί την πιο πάνω έκθεση στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, στο Υπουργικό Συμβούλιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το επηρεαζόμενο πιο πάνω πρόσωπο είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, το Συμβούλιο κοινοποιεί την έκθεση στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

ΜΕΡΟΣ VIII ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΥ
Συνέπειες παράλειψης υποβολής δήλωσης ή καταστάσεων περιουσίας ή υποβολής ψευδούς δήλωσης ή ψευδών καταστάσεων περιουσίας

16.-(1) Σε περίπτωση που αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τη δήλωση ή τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 5 καταστάσεις εντός της προβλεπόμενης στις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 προθεσμίας, το Συμβούλιο του επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο ύψους μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και μέχρι εκατόν ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε ποσά πληρωτέα δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύναται να εισπραχθούν ως χρηματική ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(2) Σε περίπτωση που διαπιστώνεται στο πλαίσιο έρευνας ή ειδικής έρευνας με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ότι αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο υπέβαλε ψευδή δήλωση ή ψευδείς καταστάσεις περιουσίας, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι, δεν θεωρείται ψευδής η δήλωση ή δεν θεωρούνται ψευδείς οι καταστάσεις περιουσίας στις οποίες παρατηρείται μη ουσιώδης παράλειψη, η οποία έγινε καλή τη πίστει.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία από την έκθεση του Συμβουλίου διαπιστώνεται ότι αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο έχει περιλάβει στη δήλωση ή στις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 5 καταστάσεις οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οποίου η πηγή δεν δικαιολογείται ή οποιαδήποτε διαφοροποίηση των περιουσιακών του στοιχείων δεν περιλαμβάνει επαρκείς επεξηγήσεις, το πρόσωπο αυτό υπόκειται στις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και τα ευρήματα από τον έλεγχο διαβιβάζονται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από το Συμβούλιο:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία τα πιο πάνω ευρήματα αφορούν στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τότε αυτά διαβιβάζονται στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και σε περίπτωση που αυτά αφορούν στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τότε αυτά διαβιβάζονται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(4) Σε περίπτωση αποβιώσαντα αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου ο οποίος υπέβαλε ψευδή δήλωση ή ψευδείς καταστάσεις περιουσίας ή/και παρέλειψε να δηλώσει κινητή ή/και ακίνητη περιουσία, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που δεν περιλήφθηκαν σ’ αυτές λογίζονται ως περιουσία υπόπτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 και 33 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής.

(5) Αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο δεν διαπράττει ποινικό αδίκημα σε περίπτωση που, λόγω του γεγονότος ότι βρισκόταν σε διάσταση με τον/τη σύζυγό ή τον/τη συμβίο/συμβία του, τελούσε σε πραγματική αδυναμία, είτε να εξασφαλίσει τα στοιχεία που απαιτούνται στο μέρος της δήλωσης ή των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 καταστάσεων, που αφορούν τον/τη σύζυγο ή τον/τη συμβίο/συμβία του, είτε να υποβάλει πλήρη και αληθή στοιχεία όσον αφορά το μέρος αυτό της δήλωσης ή των πιο πάνω καταστάσεων.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥ Ή ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Καταγγελία εναντίον αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου

17.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε γραπτή ένορκη καταγγελία στο Συμβούλιο εναντίον οποιουδήποτε αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) των άρθρων 10 και 13, οφείλει να εκθέσει με σαφήνεια σ’ αυτό τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του.

(2) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε καταγγελία εναντίον αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου και εκ προθέσεως παρέχει ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή αποκρύπτει ή παρέχει τέτοιες πληροφορίες, δεδομένα ή στοιχεία γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή ή ανακριβή ή για τα οποία έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι δεν είναι ακριβή, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(3) Καταγγελία που γίνεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 10 και 13 είναι εμπιστευτική και η δημοσίευσή της από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και με τις δυο αυτές ποινές.

MΕΡΟΣ Χ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
’ρση τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου

18.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, το Συμβούλιο, κατά τη διερεύνηση οποιασδήποτε υπόθεσης, δύναται να ζητήσει από τον αξιωματούχο ή το δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο για το οποίο δυνατό να διενεργηθεί έρευνα, τη συγκατάθεσή του για την άρση του τραπεζικού ή του χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, ο Έφορος Φορολογίας, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 9, 12, 13 και 14, δύναται να προβεί σε άρση του τραπεζικού ή/και χρηματιστηριακού ή/και φορολογικού απορρήτου αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, ενημερώνοντας γραπτώς το εν λόγω πρόσωπο στο οποίο η έρευνα αφορά.

Υποχρέωση τήρησης απόλυτης εχεμύθειας

19.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κατέχει ή/και περιέρχονται σε γνώση του στοιχεία, πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία θεωρούνται εμπιστευτικής φύσεως, υποχρεούται να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια και δύναται να χρησιμοποιεί αυτά μόνο για σκοπούς άσκησης των καθηκόντων του.

(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει την πιο πάνω υποχρέωση είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Κανονισμοί

20. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι κατατίθενται για έγκριση στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο, χρήζει περαιτέρω ρύθμισης, περιλαμβανομένων και θεμάτων λειτουργίας του Συμβουλίου.

Κατάργηση νόμων

21.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της πιο κάτω επιφύλαξης και του εδαφίου (2) από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι περί Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων και Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμοι του 2004 έως 2018 καταργούνται:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ελέγχου και έρευνας αναφορικά με οποιοδήποτε αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, η οποία άρχισε πριν από την κατάργηση των εν λόγω νόμων, αυτή συνεχίζει και ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις των εν λόγω νόμων.

(2) Όσοι αξιωματούχοι ή δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα υπέβαλαν ήδη δήλωση περιουσιακών στοιχείων με βάση τις διατάξεις των πιο πάνω καταργούμενων νόμων είτε κατά την ανάληψη του αξιώματός τους είτε κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δεν θα υποβάλουν δηλώσεις ή καταστάσεις περιουσίας με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όμως έχουν υποχρέωση να υποβάλουν τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 δηλώσεις ή τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 καταστάσεις εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της θητείας τους ή από την παραίτησή τους από το αξίωμα ή τη θέση τους ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης τους:

Νοείται ότι, σε περίπτωση έναρξης έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο της δήλωσης που υποβλήθηκε με βάση τις διατάξεις των πιο πάνω καταργούμενων νόμων, η εν λόγω έρευνα αρχίζει και ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις των εν λόγω νόμων

(3) Αξιωματούχοι και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα τα οποία δεν προβλέπονται στις διατάξεις των πιο πάνω καταργούμενων νόμων αλλά περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι και στο Παράρτημα ΙΙ του παρόντος Νόμου και οι οποίοι απέκτησαν την ιδιότητα ή το αξίωμά τους ή ανέλαβαν τα καθήκοντά τους πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, έχουν υποχρέωση να υποβάλουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 δηλώσεις ή τις προβλεπόμενες στο άρθρο 5 καταστάσεις, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

22. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ στη λήξη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

(’ρθρο 2)

Αξιωματούχοι και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα


1. Οι γενικοί διευθυντές, όπου εφαρμόζεται, των περιλαμβανομένων στο παρόν Παράρτημα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

2. Οι διευθυντές Αδειοδότησης της Ανάπτυξης του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης.

3. Οι δημοτικοί γραμματείς των μη κατεχόμενων δήμων.

4. Οι αντιδήμαρχοι και τα μέλη των δημοτικών συμβουλίων των μη κατεχόμενων δήμων.

5. Οι εκλελεγμένοι πρόεδροι των κοινοτικών συμβουλίων των μη κατεχομένων κοινοτήτων.

6. Οι πρόεδροι των σχολικών εφορειών.

7. Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς, όπου εφαρμόζεται.

8. Ο Αρχηγός και Υπαρχηγός της Αστυνομίας.

9. Οι Επίτροποι και Βοηθοί Επίτροποι οι οποίοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή/και το Υπουργικό Συμβούλιο.

10. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών.

11. Οι γενικοί διευθυντές της Βουλής των Αντιπροσώπων, των υπουργείων, των υφυπουργείων και των Γενικών Διευθύνσεων.

12. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου.

13. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων.

14. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς.

15. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού.

16. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.

17. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Διαχείρισης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών.

18. Ο Διαχειριστής Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου.

19. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Εθνικής Αρχής Παιγνίων και Εποπτείας Καζίνου.

20. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης.

21. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου.

22. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου.

23. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης.

24. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.

25. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.

26. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών.

27. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου.

28. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.

29. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού.

30. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Νεολαίας Κύπρου.

31. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου.

32. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.

33. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου.

34. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής Λιμένων Κύπρου.

35. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας.

36. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Σήμανσης Αντικειμένων από Πολύτιμα Μέταλλα.

37. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Δημόσιας Επιχείρησης Φυσικού Αερίου.

38. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Υδρογονανθράκων Κύπρου.

39. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας.

40. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Κυπριακής Εταιρείας Αποθήκευσης Πετρελαιοειδών Λτδ.

41. Ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων.

42. Ο πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας.

43. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.

44. Σύμβουλοι-συνεργάτες που προσλαμβάνονται κατά την κρίση της κυβέρνησης για να παρέχουν συμβουλή.

45. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής Αδειών.

46. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πολεοδομικού Συμβουλίου.

47. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών και Τεχνικών Έργων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

(’ρθρο 2)

Αξιωματούχοι και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα των οποίων η ΚΕΠ περιλαμβανομένης της καθαρής περιουσίας δημοσιοποιείται

1. Ο Κυβερνητικός και Αναπληρωτής Κυβερνητικός Εκπρόσωπος.

2. Ο Διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας.

3. Ο Διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας.

4. Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου.

5. Ο Διοικητής, ο Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, καθώς και ο πρόεδρος και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

6. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

7. Ο Γενικός Ελεγκτής και ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας.

8. Ο Γενικός Λογιστής και ο Βοηθός Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.

9. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

10. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

11. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού.

12. Ο πρόεδρος και τα μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.

13. Οι αρχηγοί κοινοβουλευτικών κομμάτων οι οποίοι δεν είναι μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων.

14. Οι αρχηγοί μη κοινοβουλευτικών κομμάτων.

15. Οι δήμαρχοι των μη κατεχόμενων δήμων.

16. Οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι των Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Πατήστε εδώ για το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ.