16.-(1) Σε περίπτωση που αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τη δήλωση ή τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 5 καταστάσεις εντός της προβλεπόμενης στις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 προθεσμίας, το Συμβούλιο του επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο ύψους μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) και μέχρι εκατόν ευρώ (€100) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης:
(2) Σε περίπτωση που διαπιστώνεται στο πλαίσιο έρευνας ή ειδικής έρευνας με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ότι αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο υπέβαλε ψευδή δήλωση ή ψευδείς καταστάσεις περιουσίας, το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία από την έκθεση του Συμβουλίου διαπιστώνεται ότι αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο έχει περιλάβει στη δήλωση ή στις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 5 καταστάσεις οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οποίου η πηγή δεν δικαιολογείται ή οποιαδήποτε διαφοροποίηση των περιουσιακών του στοιχείων δεν περιλαμβάνει επαρκείς επεξηγήσεις, το πρόσωπο αυτό υπόκειται στις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και τα ευρήματα από τον έλεγχο διαβιβάζονται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από το Συμβούλιο:
(4) Σε περίπτωση αποβιώσαντα αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου ο οποίος υπέβαλε ψευδή δήλωση ή ψευδείς καταστάσεις περιουσίας ή/και παρέλειψε να δηλώσει κινητή ή/και ακίνητη περιουσία, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που δεν περιλήφθηκαν σ’ αυτές λογίζονται ως περιουσία υπόπτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 και 33 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής.
(5) Αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο δεν διαπράττει ποινικό αδίκημα σε περίπτωση που, λόγω του γεγονότος ότι βρισκόταν σε διάσταση με τον/τη σύζυγό ή τον/τη συμβίο/συμβία του, τελούσε σε πραγματική αδυναμία, είτε να εξασφαλίσει τα στοιχεία που απαιτούνται στο μέρος της δήλωσης ή των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 καταστάσεων, που αφορούν τον/τη σύζυγο ή τον/τη συμβίο/συμβία του, είτε να υποβάλει πλήρη και αληθή στοιχεία όσον αφορά το μέρος αυτό της δήλωσης ή των πιο πάνω καταστάσεων.