56. Εάν, καθ’ οιονδήποτε χρόνον εντός τριών ετών από της ημερομηνίας εκδόσεως της ειδοποιήσεως περί της επιβληθείσης φορολογίας, υποβληθή απαίτησις εις τον Έφορον διά την επιστροφήν χρημάτων άτινα κατεβλήθησαν ως φόρος κληρονομίας, και αποδειχθή κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Έφορον ότι ο τοιούτος φόρος κληρονομίας κατεβλήθη υπέρ το δέον, θα είναι νόμιμον διά τον Έφορον και διά του παρόντος ούτος εντέλλεται όπως επιστρέψη το υπέρ το δέον πληρωθέν ποσόν:
Νοείται ότι:-
(α) Το ποσό του υπέρ το δέον καταβληθέντος φόρου επιστρέφεται με τόκο, ο οποίος υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε ο φόρος προς 6% ή 9%, ανάλογα με το αν ο θάνατος του αποθανόντος προσώπου επήλθε πριν ή μετά την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(β) οσάκις, λόγω ενδίκου τινός μέσου, το ποσόν χρέους τινός οφειλομένου υπό του αποθανόντος όπερ δυνατόν να επετρέπετο ως έκπτωσις εκ της αξίας της περιουσίας δεν έχη εξακριβωθή, και ως εκ του λόγου τούτου ο εκτελεστής εκωλύετο από του να ζητήση επιστροφήν του φόρου κληρονομίας, ως προαναφέρεται εντός της προμνησθείσης περιόδου των τριών ετών, ο Έφορος δύναται νομίμως να χορηγήση ταύτην την παράτασιν της προθεσμίας υποβολής απαιτήσεως, οίαν ήθελεν ούτος κρίνει εύλογον.
(γ) ουδέν εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων θα παρέχη ή λογίζηται παρέχον εις οιονδήποτε πρόσωπον δικαίωμα υποβολής απαιτήσεως δι’ επιστροφήν ή δικαίωμα επιστροφής χρημάτων πληρωθέντων ως φόρος κληρονομίας, δι’ οιονδήποτε λόγον όστις ηγέρθη ή ηδύνατο να εγερθή υπό του τοιούτου προσώπου δι’ εφέσεως βάσει του παρόντος νόμου.