68. (1) Οσάκις ο Έφορος νομίζη ότι υπάλληλος του δημοσίου είναι εις θέσιν να παράσχη οιανδήποτε πληροφορίαν ην ο Έφορος δυνατόν να χρειάζηται διά τους σκοπούς του παρόντος νόμου, δύναται, δι’ εγγράφου παρακλήσεως, να απαιτήση παρά του τοιούτου δημοσίου υπαλλήλου όπως παράσχη την πληροφορίαν ταύτην έκαστος δε τοιούτος δημόσιος υπάλληλος θα παρέχη τας αιτηθείσας πληροφορίας εξ όσων ούτος κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει.
(2) Πας δημόσιος υπάλληλος έχων υπό την φύλαξιν αυτού μητρώα, βιβλία, αρχεία, έγγραφα ή δικόγραφα η εξέτασις των οποίων δυνατόν να βοηθήση εις την εξασφάλισιν φόρου, βάσει του παρόντος νόμου ή να αποδειξη ή να οδηγήση εις την ανακάλυψιν οιουδήποτε δόλου ή παραλείψεως αναφορικώς προς τον τοιούτον φόρον, υποχρεούται όπως κατά πάντα εύλογον χρόνον επιτρέπη εις παν υπό του Εφόρου εγγράφως εξουσιοδοτημένον πρόσωπον όπως εξετάζη διά τους σκοπούς τούτους τα τοιαύτα μητρώα, βιβλία, αρχεία, έγγραφα και δικόγραφα, και όπως λαμβάνη ατελώς τοιαύτας σημειώσεις και αντίγραφα άτινα ήθελε κρίνει αναγκαία.
(3) Εν τω παρόντι άρθρω ο όρος «δημόσιος υπάλληλος» περιλαμβάνει και άπαντας τους εν τη υπηρεσία των Δήμων και της Ελληνικής ή Τουρκικής Κοινοτικής Συνελεύσεως υπαλλήλους.
69. Ο Έφορος δύναται, δι’ εγγράφου αυτού ειδοποιήσεως να απαιτήση παρά παντός προσώπου έχοντος υπό την φροντίδα, έλεγχον, φύλαξιν, διαχείρισιν ή κατοχήν του περιουσιακά στοιχεία αποτελούντα μέρος περιουσίας εν τη Δημοκρατία, είτε κινητά είτε ακίνητα όπως επιτρέψη εις τον εν τη ειδοποιήσει κατονομαζόμενον δημόσιον υπάλληλον να επιθεωρήση τα τοιαύτα περιουσιακά στοιχεία. το δε πρόσωπον προς ό η τοιαύτη ειδοποίησις απευθύνεται υποχρεούται άμα τη λήψει ταύτης, όπως παράσχη εις τον εν τη τοιαύτη ειδοποιήσει κατονομαζόμενον δημόσιον υπάλληλον πάσας τας αναγκαίας διευκολύνσεις δια την επιθεώρησιν των περιουσιακών στοιχείων εις τα οποία αναφέρεται η ειδοποίησις.
70.- (1 ) Εάν το πρόσωπον παρ’ ου απαιτείται, βάσει του παρόντος νόμου, η διενέργεια ωρισμένης τινός πράξεως είναι πρόσωττον ανίκανον ή πρόσωττον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία, η τοιαύτη πράξις θα θεωρείται ότι δέον να διενεργηθή υπό επιτρόπου του τοιούτου ανικάνου προσώπου ή αναλόγως της περιπτώσεως, υπό του αντιπροσώπου του μη διαμένοντος εν τη Δημοκρατία προσώπου.
(2) Εάν πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία αποβιώση, ο κατά τον χρόνον του θανάτου του τοιούτου προσώπου αντιπρόσωπος αυτού υποχρεούται όπως παράσχη εις τον Έφορον, εξ όσων ούτος κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει, τας εκάστοτε υπό του Εφόρου αιτουμένας προς τον σκοπόν επιβολής του φόρου κληρονομίας δυνάμει του παρόντος νόμου πληροφορίας και στοιχεία.
71.- (1) Πάν πρόσωπον υπόχρεων εις καταβολήν φόρου κληρονομίας εν τη ιδιότητι αυτού ως επιτρόπου ή παρά του οποίου δύναται να εισπραχθή ή εισεπράχθη φόρος κληρονομίας διά λογαριασμόν ετέρου προσώπου, δύναται να κατακρατήση εκ των εις την κατοχήν ή έλεγχον αυτού περιερχομένων στοιχείων, είτε διά λογαριασμόν του τοιούτου ετέρου προσώπου είτε εν τη ιδιότητί του ως επιτρόπου, ποσόν επαρκές διά την κάλυψιν του τοιούτου φόρου, και το πρόσωπον τούτο θα θεωρήται δυνάμει του παρόντος ως μη υπέχον αστικήν ευθύνην αναφορικώς προς την τοιαύτην παρακράτησιν περιουσιακών στοιχείων.
(2) Εάν πρόσωπόν τι ενεργούν εν τη ιδιότητι αυτού ως επιτρόπου καταβάλη φόρον κληρονομίας και ουδέν περιουσιακών στοιχείον του τραστ περιέλθη εις την κατοχήν ή έλεγχον αυτού εξ ου τούτο δύναται να κατακρατήση τον ούτω καταβληθέντα φόρον, ο τοιούτος φόρος θα θεωρήται ως χρέος οφειλόμενον υπό των τετιμημένων εκ του τραστ τον επίτροπον.
(3) Οσάκις κατεβλήθη ή εισεπράχθη φόρος κληρονομίας παρά τινος προσώπου υποχρέου εις την πληρωμήν του φόρου κληρονομίας εκ μέρους ετέρου προσώπου, και ουδέν περιουσιακόν στοιχείον του τοιούτου ετέρου προσώπου περιέλθη εις την κατοχήν ή έλεγχον αυτού εξ ου τούτο να δύναται να κατακρατήση τον ούτω καταβληθέντα φόρον, ο τοιούτος φόρος θα θεωρήται ως χρέος οφειλόμενον εις αυτό παρά του τοιούτου ετέρου προσώπου.
72. Όσάκις δύο ή πλείονα πρόσωπα, είτε εταιρικώς είτε άλλως,ενεργώσιν από κοινού υφ' οιανδήποτε ιδιότητα, είτε διά λογαριασμόν των είτε διά λογαριασμόν τρίτου τινός προσώπου, ταύτα θα υποχρεούνται από κοινού, ή κεχωρισμένως, όπως διενεργώσι πάσαν πράξιν ή άλλο τι όπερ δέον να διενεργηθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου υπό φυσικού τινος προσώπου ενεργούντος υπό τοιαύτην ιδιότητα.
73. Ο γραμματεύς, διευθυντής, πρόεδρος ή έτερος ανώτερος υπάλληλος εταιρείας ή οργανισμού τινος προσώπων θα είναι υπεύθυνος όπως διενεργή πάσαν πράξιν ή άλλο τι όπερ δέον να διενεργηθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου υπό της τοιαύτης εταιρείας ή οργανισμού προσώπων :
Νοείται ότι πάν πρόσωπον εις ό επεδόθη ειδοποίησις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου ως αντιπροσωπεύον εταιρείαν ή οργανισμών προσώπων, θα λογίζηται ως ο ανώτερος υπάλληλος του σώματος τούτου εκτός εάν αποδείξη ότι ουδεμίαν σχέσειν έχει μετά της τοιαύτης εταιρείας ή οργανισμού, ή ότι έτερόν τι πρόσωπον, διαμένον εν τη Δημοκρατία, είναι ο ανώτερος υπάλληλος της εταιρείας ή οργανισμού τούτου.
74. (1) Πάσα ειδοποίησις διδομένη δυνάμει του παρόντος νόμου υπό του Εφόρου ή του Βοηθού Εφόρου, θα φέρη το όνομα του Εφόρου ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Βοηθού Εφόρου, και εάν το όνομα του Εφόρου ή του Βοηθού Εφόρου είναι δεόντως εκτετυπωμένον ή αποτετυπωμένον επ’ αυτής, αύτη θα είναι έγκυρος και τελεσφόρος ως εάν είχεν υπογραφή υπό του τοιούτου Εφόρου ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Βοηθού Εφόρου.
(2) Πάσα ειδοποίησις διδομένη δυνάμει του παρόντος νόμου δύναται να επιδοθή εις πρόσωπόν τι είτε προσωπικώς είτε διά παραδόσεως ή αποστολής ταχυδρομικώς εις την διεύθυνσιν την υπ’ αυτού παρασχεθείσαν διά τούς σκοπούς επιδόσεως ειδοποιήσεων ή εις την τελευταίαν αυτού γνωστήν διεύθυνσιν ή εις τον τόπον της διαμονής του ή εις οιονδήποτε τόπον ένθα ούτος ασκεί ή ήσκει επάγγελμα ή βιοτεχνίαν τινά :
Νοείται ότι η ειδοποίησις περί επιβολής φορολογίας θα επιδίδηται είτε προσωπικώς είτε διά συστημένης επιστολής αποστελλομένης εις οιανδήποτε των ειρημένων διευθύνσεων ή τόπων.
Η ταχυδρομικώς αποστελλομένη ειδοποίησις θα λογίζηται επιδοθείσα, εις την περίπτωσιν προσώπων διαμενόντων εν τη Δημοκρατία, ουχί βραδύτερον της εβδόμης ημέρας από της ημέρας καθ’ ην αύτη εταχυδρομήθη, και εις την περίπτωσιν προσώπων μη διαμενόντων εν τη Δημοκρατία, ουχί βραδύτερον της 30ης ημέρας από της ημέρας καθ’ ήν η ειδοποίησις εταχυδρομήθη.
Διά την απόδειξιν επιδόσεως ειδοποιήσεως σταλείσης ταχυδρομικώς αρκεί να αποδειχθή ότι η εμπεριέχουσα την ειδοποίησιν επιστολή έφερε την δέουσαν διεύθυνσιν και εταχυδρομήθη προσηκόντως.
(3) Πάσα ειδοποίησις ητις δυνάμει του παρόντος νόμου δέον να επιδοθή εις πρόσωπον μη διαμένον εν τη Δημοκρατία, δύναται να επιδοθή εις τον αντιπρόσωπον αυτού.
(4) Οσάκις ειδοποίησίς τις ή πιστοποιητικόν τι φέρη το όνομα και τον επίσημον τίτλον προσώπου τινός και φέρηται ως εκδοθείσα ή εκδοθέν υπό του προσώπου τούτου δυνάμει του παρόντος νόμου, θα θεωρήται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ότι κατά την ημερομηνίαν εκδόσεως της ειδοποιήσεως ή του πιστοποιητικού τούτου, πρόσωπόν τι φέρον το όνομα εκείνο εδικαιούτο να φέρη τον εν λόγω επίσημον τίτλον, το δε όνομα και αξίωμα του προσώπου τούτου θα θεωρώνται ως γεγονότα γνωστά τω δικαστηρίω και μη χρήζοντα αποδείξεως.
75. Πρόσωπόν τι ονομαζόμενον ή διοριζόμενον ως εκτελεστής εν τη τελευταία διαθήκη αποθανόντος προσώπου δύναται, εάν δεν είναι πρόθυμον να αποδεχθή το λειτούργημα του εκτελεστού, να ζητήση δι’ εγγράφου αυτού αιτήσεως προς τον Έφορον όπως απαλλαγή των υποχρεώσεων και ευθυνών ας συνεπάγεται το λειτούργημα του εκτελεστού δυνάμει του παρόντος νόμου. ο δε Έφορος, εάν ικανοποιηθή ότι ο αιτών δεν έλαβεν υπό την κατοχήν του ουδέ επενέβη καθ’ οιονδήποτε τρόπον επί της περιουσίας του αποθανόντος, δύναται να εκδίδη πιστοποιητικόν απαλλαγής :
Νοείται ότι το τοιούτον πιστοποιητικόν δύναται να ανακληθή υπό του Εφόρου καθ’ οιονδήποτε χρόνον εάν ούτος είναι της γνώμης ότι το πιστοποιητικόν τούτο ελήφθη διά δολίων μέσων ή ψευδών παραστάσεων, ή επί τη βάσει αναληθούς εκθέσεως γεγονότων, ή εάν ο κάτοχος του πιστοποιητικού καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την έκδοσιν τούτου έλαβεν υπό την κατοχήν του ή επενέβη επί της περιουσίας του αποθανόντος.
76.—(1) Εάν το Υπουργικόν Συμβούλιον διακηρύξη διά διατάγματος ότι εγένετο η εν τω διατάγματι ειδικώς καθοριζομένη σύμβασις μετά της Κυβερνήσεως οιασδήποτε χώρας εκτός της Δημοκρατίας προς τον σκοπόν όπως παρασχεθή έκπτωσις λόγω διπλής φορολογίας αναφορικώς προς τον φόρον κληρονομίας τον πληρωτέον δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας και οιονδήποτε έτερον παρομοίας φύσεως φόρον επιβαλλόμενον δυνάμει των νόμων της χώρας ταύτης, και ότι είναι σκόπιμον όττως η σύμβασις αύτη τεθή εν ισχύϊ, η τοιαύτη σύμβασις, ανεξαρτήτως παντός εν οιωδήποτε νόμω περιλαμβανομένου, θα έχη ισχύν καθ’ ήν έκτασιν προνοεί διά την παροχήν εκπτώσεως εκ του φόρου κληρονομίας, η καθ’ ήν έκτασιν αναφέρεται εις τον καθορισμόν του τόπου ένθα ττεριουσιακόν τι στοιχείον δέον να θεω ρήται κείμενον διά τούς σκοπούς του φόρου κληρονομίας.
(2) Εις περιπτώσεις καθ' ας συμβασίς τις τίθεται εν ισχύϊ βάσει του παρόντος άρθρου, αι διατάξεις του άρθρου 26 (όπερ προβλέπει διά παροχήν εκπτώσεως αναφορικώς προς φόρον πληρωτέον εν αλλοδαπή τινι χώρα) δεν θα εφαρμόζωνται αναφορικώς προς φόρον κληρονομίας εμπίπτοντα εις τας προνοίας της συμβάσεως και επιβαλλόμενον δυνάμει των νόμων της χώρας ταύτης.
(3) Παν διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθέν βάσει του παρόντος άρθρου δύναται να ανακληθή διά μεταγενεστέρου διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου, και πάν τοιούτον ανακλητικόν διάταγμα δύναται να εμπεριέχη τοιαύτας μεταβατικάς διατά ξεις οίας το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει αναγκαίας ή σκοπίμους