ΜΕΡΟΣ III ΔIΚΑIΟΔΟΣIΑ ΚΑI ΕΞΟΥΣIΑI
Δικαιoδoσία και εξoυσίαι τoυ Δικαστηρίoυ, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου

9.-(1) Υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2), (3) και (4), το Δικαστήριο κέκτηται-

(α) τηv δικαιoδoσίαv και εξoυσίας δι' ωv μέχρι τoύδε περιεβέβληvτo ή άτιvας ηδύvαvτo vα εvασκήσωσι τo Αvώτατov Συvταγματικόv Δικαστήριov και τo Αvώτατov Δικαστήριov·

(β) τας αρμoδιότητας και τας εξoυσίας δι' ωv περιεβέβλητo και άτιvας ηδύvατo vα εvασκή τo Συμβoύλιov πρoς  επίλυσιv απάvτωv τωv θεμάτωv τωv αφoρώvτωv εις τηv αφυπηρέτησιv, απόλυσιv ή άλλως πως αφoρώvτωv εις Δικαστήv τoυ Αvωτάτoυ Συvταγματικoύ Δικαστηρίoυ ή τoυ Αvωτάτoυ Δικαστηρίoυ λόγω τoιαύτης πvευματικής ή σωματικής αvικαvότητoς, ή αvαπηρίας ήτις ήθελε καταστήσει τoύτov αvίκαvov πρoς εvάσκησιv τωv καθηκόvτωv αυτoύ είτε μovίμως είτε επί τoσoύτω χρόvω ώστε vα καθίσταται πρακτικώς αvέφικτoς η παραμovή αυτoύ εις τηv θέσιv τoυ Δικαστoύ ή λόγω παραπτώματoς τιvoς.

(2) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει-

(α) Την υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου βάσει του Συντάγματος ασκουμένη δικαιοδοσία και εξουσία, εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται στο παρόν εδάφιο και, σε περίπτωση παραπομπής ενώπιόν του ζητήματος αντισυνταγματικότητας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 144 του Συντάγματος ισχύουν τα ακόλουθα:

(i) Η, συμφώνως των  πιο πάνω, υποβαλλομένη παραπομπή δέον να περιλαμβάνει σαφή προσδιορισμό των νομικών θεμάτων για τα οποία ζητείται η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πλήρη έκθεση των πραγματικών δεδομένων επί των οποίων στηρίζονται τα διά της παραπομπής υποβαλλόμενα ερωτήματα, σαφή προσδιορισμό των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του επίδικου Νόμου ή αποφάσεως, ως και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο να θεωρεί ως σκόπιμη την υποβολή της τοιαύτης παραπομπής:

Νοείται ότι, το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, αφού ακούσει τους ενώπιόν του διαδίκους, δύναται να περιλάβει στην απόφασή του προς παραπομπή την υπό του ιδίου αιτιολογημένη γνώμη επί του προκύψαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας.

(ii) Σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η υποβληθείσα παραπομπή δεν πληροί τους υπό της υποπαραγράφου (i) προβλεπόμενους όρους, δύναται-

(αα) εφόσον η παραπομπή υποβλήθηκε από δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει αυτήν.

(ββ) να αναστείλει την εκδίκαση του παραπεμφθέντος ζητήματος έως ότου το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο αναθεωρήσει την υποβληθείσα παραπομπή, ώστε να πληροί τους προβλεπομένους όρους.

(iii) Σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η υποβληθείσα από δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο παραπομπή, απορρίπτει αυτήν, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο και, σε τέτοια περίπτωση, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο·

(β) εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου επί θέματος δημοσίου δικαίου ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται τοιαύτη παραπομπή, απορρίπτει αυτήν ενημερώνοντας το Εφετείο, και, σε τέτοια περίπτωση, η έφεση εκδικάζεται από το Εφετείο·

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου·

(δ) ενεργεί ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

(3) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο-

(α) ασκεί την υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλεπομένη υπό του Συντάγματος και υπό οποιουδήποτε άλλου νόμου δικαιοδοσία και εξουσία, εκτός εάν άλλως προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου·

(β) εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως δικαστηρίου ασκούντος πολιτική ή/και ποινική δικαιοδοσία περιλαμβανομένου δικαστηρίου ειδικής δικαιοδοσίας, επί θέματος μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται τοιαύτη παραπομπή απορρίπτει αυτήν, ενημερώνοντας το Εφετείο και, σε τέτοια περίπτωση η έφεση εκδικάζεται από το Εφετείο·

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου·

(δ) αποφασίζει για την επανεκδίκαση από το Εφετείο ή από το πρωτόδικο δικαστήριο ποινικής δικαιοδοσίας, αναλόγως της περιπτώσεως, εκδικασθείσας ποινικής υπόθεσης για την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση, είτε σε πρώτο βαθμό και τελεσίδικα είτε κατ’ έφεσιν, επί τη βάσει νέων στοιχείων ή γεγονότων, τα οποία κατά την κρίση του ενδεχομένως να ανατρέπουν, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση·

(ε) επιλαμβάνεται αιτήσεως προς εξαίρεση Δικαστή οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ύστερα από την απόρριψη τοιαύτης αιτήσεως εξαιρέσεως από το κατά περίπτωση δικαστήριο·

(στ) εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό αναφορικά με τη λειτουργία του Εφετείου, σύμφωνα με το άρθρο 3Α.

(4) Υπό την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), από την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) του άρθρου 22 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022 ημερομηνία, το Εφετείο συνιστά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στη Δημοκρατία και εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται, τούτο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί πάσης εφέσεως κατά αποφάσεως οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Συγκρότησις τoυ Αvωτάτoυ Δικαστικoύ Συμβoυλίoυ

10.-(1) [Λήξη ισχύος].

(2) [Λήξη ισχύος].

(3) [Λήξη ισχύος].

(4) [Λήξη ισχύος].

(5) Από την 1η Ιουλίου 2023-

(α) αρχίζει τη λειτουργία του το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται ο διορισμός, η προαγωγή, η μετάθεση, ο τερματισμός της υπηρεσίας, η απόλυση και η πειθαρχική εξουσία επί των Δικαστών του Εφετείου και των Δικαστών των πρωτοβάθμιων  δικαστηρίων:

Νοείται ότι, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, κατά τον διορισμό ή την πλήρωση οιασδήποτε θέσης Δικαστή, λαμβάνει υπόψη την ανάγκη στελέχωσης των δικαστηρίων με μέλη προερχομένα από προσοντούχους δικηγόρους:

Νοείται περαιτέρω ότι, κάθε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δέον να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη·

(β) το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Πρόεδρο και τους λοιπούς Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως μέλη αυτού:

Νοείται ότι, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητας ή άλλου κωλύματος του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθήκοντα Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ασκεί ο αρχαιότερος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου∙

(γ) σε κάθε συνεδρία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου η οποία αφορά σε διορισμό ή προαγωγή Δικαστή του Εφετείου ή πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δύναται να συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου-

(i) ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητας αυτού, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας∙

(ii) ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητας αυτού, ο Αντιπρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου· και

(iii) δύο (2) νομικοί εγνωσμένου κύρους και ανωτάτου επαγγελματικού επιπέδου κατέχοντες τα προσόντα διορισμού ως δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι ορίζονται ύστερα από εισήγηση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και κατόπιν εγκρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η συνεδρία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αφορά σε μετάθεση ή άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί Δικαστή του Εφετείου ή πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν παρίστανται ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ούτε οι οριζόμενοι νομικοί·

(δ) το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία, εφόσον παρίστανται πέντε (5) μέλη αυτού περιλαμβανομένου του Προέδρου ή του προεδρεύοντος·

(ε) το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο λογίζεται προσηκόντως συγκεκροτημένο και στην περίπτωση χηρείας οιασδήποτε θέσεως μέλους αυτού·

(στ) το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς για τη ρύθμιση του τρόπου λειτουργίας τουˑ

(ζ) κατόπιν υποβολής ενστάσεως υφ’ οιουδήποτε επηρεαζομένου, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου υπόκειται σε έλεγχο υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο σε τέτοια περίπτωση ενεργεί ως δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο, ασκώντας ακυρωτικό έλεγχο επί των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου:

Νοείται ότι, μέχρι της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται:

Νοείται περαιτέρω ότι, η ως άνω προβλεπόμενη ένσταση υποβάλλεται εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στον επηρεαζόμενο και περιλαμβάνει γραπτώς τους λόγους υποβολής της.

(6) Από την 1η Ιουλίου 2023 αρχίζει τη λειτουργία του συμβούλιο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο ασκεί αρμοδιότητα και εξουσίες δυνάμει του Άρθρου 133.8 του Συντάγματος.

(7) Από την 1η Ιουλίου 2023 αρχίζει τη λειτουργία του συμβούλιο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο και τους Δικαστές του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ασκεί  αρμοδιότητα και εξουσίες δυνάμει του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος.

Τρόπoς ασκήσεως δικαιoδoσίας, κ.λ.π.

11.-(1) Η δικαιoδoσία, αι αρμoδιότητες ή εξoυσίαι άτιvας τo  Δικαστήριov κέκτηται δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, ασκoύvται, υπό τηv επιφύλαξιv τωv διατάξεωv τωv εδαφίωv (2) και (3) και παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό της oλoμελείας τoυ Δικαστηρίoυ.

(2) Η πρωτoβάθμιoς δικαιoδoσία δι' ης περιβέβληται τo Δικαστήριov δυvάμει τoυ ισχύovτoς δικαίoυ, δύvαται vα ασκηθή, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό τιvoς Δικαστoύ ή Δικαστώv ως ήθελεv τo Δικαστήριov απoφασίσει.

Νoείται ότι, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, χωρεί έφεσις εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ κατά τωv oύτω υπό Δικαστoύ ή Δικαστώv εκδιδoμέvωv απoφάσεωv.

(3) Η δευτερoβάθμιoς δικαιoδoσία δι' ης περιβέβληται τo Δικαστήριov ασκείται, τηρoυμέvoυ παvτός διαδικαστικoύ καvovισμoύ, υπό τριώv τoυλάχιστov Δικαστώv oριζoμέvωv υπό τoυ Δικαστηρίoυ.

Ούτoι oρίζovται υπό τoυ Δικαστηρίoυ διά περίoδov τεσσάρωv μηvώv και εις τηv αρχήv εκάστης τoιαύτης περιόδoυ.

Νoείται ότι η δευτερoβάθμια δικαιoδoσία τoυ Δικαστηρίoυ δυvάμει της επιφύλαξης στo εδάφιo (2) ασκείται από τρεις (3) τoυλάχιστo Δικαστές πoυ oρίζovται από τo Δικαστήριo:

Νοείται περαιτέρω ότι, για οποιεσδήποτε διαδικασίες επί προσφυγών οι οποίες,  κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2015, εκκρεμούν κατόπιν επιφύλαξης της απόφασης και οι οποίες θα συνεχιστούν και θα αποπερατωθούν στο Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούν, η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ασκείται από τρεις (3) τουλάχιστο Δικαστές που ορίζονται από το Δικαστήριο.

(4) Από την 1η Ιουλίου 2023-

(α) η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες με τις οποίες περιβέβληται το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 9 ασκούνται από την ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (ε) και των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού·

(β)  η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες με τις οποίες περιβέβληται το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 9 ασκούνται από την ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων (γ), (δ) και (ε) και των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού·

(γ)(i) η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβέβληται το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του ισχύοντος δικαίου, δύναται να ασκηθεί, τηρουμένων των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού, από έναν ή περισσότερους δικαστές, ως ήθελε το Ανώτατο Δικαστήριο αποφασίσει:

Νοείται ότι, τηρουμένων των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού, χωρεί έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των ούτω, από δικαστή ή δικαστές, εκδιδομένων αποφάσεων·

(ii) η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβέβληται το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 9 ασκείται από τρεις (3) τουλάχιστον Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένας (1) εκ των οποίων δύναται να είναι ο Πρόεδρος αυτού, υπό την επιφύλαξη των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού.

(δ) το Ανώτατο Δικαστήριο ως ήθελε καθορίσει με Διαδικαστικό Κανονισμό δύναται να λειτουργεί  σε δύο διακριτά τμήματα, ήτοι το Τμήμα Ποινικής Δικαιοδοσίας το οποίο εκδικάζει ζητήματα ποινικού δικαίου και το Τμήμα Πολιτικής Δικαιοδοσίας το οποίο εκδικάζει κάθε άλλο ζήτημα υπαγόμενο στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου·

(ε) το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο δύνανται, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και, αναλόγως των αναγκών εκάστου, να εκδίδουν Διαδικαστικούς Κανονισμούς για σκοπούς ρύθμισης της ενώπιόν τους διαδικασίας.

(5) Η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες με τις οποίες περιβέβληται το Εφετείο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 9 ασκούνται από τα Τμήματα υπό την επιφύλαξη των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού:

Νοείται ότι, ενδιάμεση αίτηση ή αίτηση αφορώσα μόνο σε διαδικαστικά θέματα δύναται να τυγχάνει χειρισμού από έναν (1) μόνο Δικαστή του Εφετείου:

Νοείται περαιτέρω ότι, έφεση σε ενδιάμεση απόφαση, πλην εφέσεως κατά αποφάσεως επί προσωρινού διατάγματος, δύναται να τυγχάνει χειρισμού από έναν (1) μόνο Δικαστή του Εφετείου.