ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΠΟΚΗΡΥΞΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΟΥ
Αποκήρυξις της ιδιότητος του πολίτου

7.-(1) Εάν οιοσδήποτε πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος είναι ενήλιξ και πλήρους ικανότητος και ο οποίος έχει επίσης την ιθαγένειαν οιασδήποτε ξένης χώρας δώση βεβαίωσιν αποκηρύξεως της ιδιότητος του πολίτου της Δημοκρατίας κατά τον καθωρισμένον τρόπον, ο Υπουργός μεριμνά όπως η βεβαίωσις εγγραφή και άμα τη τοιαύτη εγγραφή το πρόσωπον τούτο παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να αναστείλη την εγγραφήν οιασδήποτε τοιαύτης βεβαιώσεως εάν αύτη γίνεται διαρκούντος οιουδήποτε πολέμου τον οποίον η Δημοκρατία δυνατόν να διεξάγη ή οσάκις ο Υπουργός είναι της γνώμης ότι αύτη γίνεται επί σκοπώ αποφυγής οιασδήποτε υποχρεώσεως στρατιωτικής θητείας την οποίαν ο βεβαιών υπέχει ή οιασδήποτε ποινικής διώξεως δι’ αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως εις ην ο βεβαιών θα υπέκειτο.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πάσα γυνή ήτις έχει νυμφευθή θεωρείται ενήλιξ.

Αποστέρησις της ιδιότητος του πολίτου

8.-(1) Πολίτης της Δημοκρατίας όστις είναι πολίτης δυνάμει εγγραφής ή είναι πολιτογραφηθέν πρόσωπον παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν αποστερηθή της τοιαύτης ιδιότητος του πολίτου διά Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου εκδοθέντος δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος να αποστερήση οιονδήποτε τοιούτον πολίτην της ιδιότητος του πολίτου εάν ικανοποιηθή ότι η εγγραφή ή το πιστοποιητικόν πολιτογραφήσεως  απεκτήθη διά δόλου, ψευδούς παραστάσεως ή αποκρύψεως οιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος να αποστερήση οιονδήποτε πολίτην της Δημοκρατίας ο οποίος είναι πολιτογραφηθέν πρόσωπον της τοιαύτης ιδιότητος του πολίτου εάν ικανοποιηθή ότι ο εν λόγω πολίτης-

(α) δι’ έργων ή λόγων επέδειξεν έλλειψιν νομιμοφροσύνης ή δυσμένειαν προς την Δημοκρατίαν ή

(β) καθ’ οιονδήποτε πόλεμον διεξαγόμενον υπό της Δημοκρατίας παρανόμως επεδόθη εις συναλλαγήν ή επεκοινώνησε μετά του εχθρού ή επεδόθη εις την διεξαγωγήν ή συμμετέσχεν οιασδήποτε επιχειρήσεως η οποία εν γνώσει του διεξήγετο κατά τοιούτον τρόπον ώστε να βοηθήση εχθρόν κατά τον πόλεμον τούτον ή

(γ) εντός πέντε ετών από της πολιτογραφήσεως του κατεδικάσθη εν οιαδήποτε χώρα εις φυλάκισιν διά χρονικόν διάστημα ουχί μικρότερον των δώδεκα μηνών.

(4) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται διά Διατάγματος να αποστερήση οιονδήποτε πολίτην της Δημοκρατίας όστις είναι πολιτογραφηθέν πρόσωπον της τοιαύτης ιδιότητος του ως πολίτου εάν ικανοποιηθή ότι το εν λόγω πρόσωπον διέμενε συνήθως εν ξέναις χώραις διά συνεχές χρονικόν διάστημα επτά ετών και κατά την διάρκειαν του εν λόγω διαστήματος ούτε-

(α) διετέλεσε καθ’ οιονδήποτε χρόνον εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας ή διεθνούς τινος οργανισμού του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ούτε

(β) ενέγραφεν ετησίως κατά τον καθωρισμένον τρόπον παρά Προξενείω τινί της Δημοκρατίας την πρόθεσιν του όπως διατηρήση την ιδιότητα του ως πολίτου της Δημοκρατίας.

(5) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δεν αποστερεί πρόσωπον τι της ιδιότητος του ως πολίτου δυνάμει του παρόντος άρθρου εκτός εάν ικανοποιηθή ότι δεν συντελεί εις το δημόσιον συμφέρον όπως το εν λόγω πρόσωπον εξακολουθήση να είναι πολίτης της Δημοκρατίας.

(6) Προτού εκδώση Διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου, το Υπουργικόν Συμβούλιον δίδει εις το πρόσωπον κατά του οποίου σκοπείται να εκδοθή το Διάταγμα έγγραφον ειδοποίησιν πληροφορούσαν αυτό περί του λόγου βάσει του οποίου τούτο σκοπείται να εκδοθή, εάν δε το Διάταγμα σκοπήται να εκδοθή βάσει οιωνδήποτε των εν τοις εδαφίοις (2) και (3) καθοριζομένων λόγων, περί του δικαιώματος του όπως αιτήσηται την διεξαγωγήν ερεύνης δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(7) Εάν το Διάταγμα σκοπήται να εκδοθή βάσει οιωνδήποτε των εν τοις εδαφίοις (2) και (3) καθοριζομένων λόγων και το εν λόγω πρόσωπον αιτήται την διεξαγωγήν ερεύνης κατά τον καθωρισμένον τρόπον, το Υπουργικόν Συμβούλιον παραπέμπει, εν οιαδήποτε δε άλλη περιπτώσει το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να παραπέμψη, την υπόθεσιν εις Επιτροπήν Ερεύνης αποτελουμένην εκ Προέδρου, όντος προσώπου κεκτημένου δικαστικήν πείραν, διοριζομένου υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και τοιούτων άλλων μελών διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ως το Συμβούλιον θεωρεί πρέπον.