165.-(1) Άνευ επηρεασμού οιασδήποτε ετέρας διατάξεως του παρόντος ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου, εφ' όσον επιτρέπεται η επιστροφή του καταβληθέντος δασμού ή φόρου επί τη φορτώσει εμπορευμάτων ως εφοδίων, το αυτό επιτρέπεται, τηρουμένων των όρων και περιορισμών, ους ο Διευθυντής ήθελε κατά το δοκούν επιβάλει, και επί τη αποταμιεύσει των εμπορευμάτων τούτων προς χρήσιν αυτών ως εφοδίων.
(2) Άνευ επηρεασμού οιασδήποτε ετέρας διατάξεως του παρόντος ή οιουδήποτε ετέρου Νόμου, οσάκις ο καταβληθείς δασμός ή φόρος επιστρέφεται επί τη εξαγωγή των εμπορευμάτων ή επί τη αποταμιεύσει τούτων προς εξαγωγήν, τηρουμένων των όρων και περιορισμών, ους ο Διευθυντής ήθελε κατά το δοκούν επιβάλει, επιστρέφεται ωσαύτως ούτος επι τη φορτώσει των εμπορευμάτων ως εφοδίων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, επί τη αποταμιεύσει τούτων ως εφοδίων.
166.-(1) Πάσα αξίωσις προς επιστροφήν του καταβληθέντος δασμού ή φόρου δέον όπως υποβάλληται εν ω τύπω και περιέχη τοιαύτα στοιχεία, ως ο Διευθυντής ήθελεν εκάστοτε ορίσει.
(2) Οσάκις υποβάλληται αξίωσις προς επιστροφήν καταβληθέντος δασμού ή φόρου, αναφορικώς προς οιαδήποτε εμπορεύματα-
(α) ούτος δεν επιστρέφεται, εκτός εάν καταδειχθή τω Διευθυντή ότι ο δασμός ή φόρος επί των τοιούτων εμπορευμάτων ή του εν αυτοίς περιεχομένου ή χρησιμοποιηθέντος εν τη κατασκευή ή παρασκευή των αντικειμένου, αναφορικώς προς ον προβάλλεται η αξίωσις, κατεβλήθη κατά νόμον και μηδέποτε επεστράφη· και
(β)ο καταβληθείς δασμός ή φόρος δεν επιστρέφεται, μέχρις ου το δικαιούμενον εις τούτον πρόσωπον ή ο αντιπρόσωπος αυτού προβή εις δήλωσιν, εν ω τύπω και τρόπω και περιέχουσαν τοιαύτα στοιχεία, ως ο Διευθυντής θέλει καθορίσει, ότι επληρώθησαν άπαντες οι όροι, υφ' ους επιτρέπεται κατά νόμον η επιστροφή καταβληθέντος δασμού ή φόρου· και
(γ)ο Διευθυντής δύναται να απαιτήση εκ παντός προσώπου, όπερ καθ' οιονδήποτε στάδιον είχεν οιονδήποτε συμφέρον επί των εμπορευμάτων ή αντικειμένου, όπως παράσχη πάσαν ευλόγως αναγκαίαν πληροφορίαν, ίνα ο Διευθυντής δυνηθή να αποφασίση, εάν ο δασμός ή φόρος κατεβλήθη κατά νόμον και μηδέποτε επεστράφη και ίνα καταστή δυνατός ο υπολογισμός του ποσού του εκάστοτε επιστρεπτέου δασμού ή φόρου και όπως προσαγάγη οιονδήποτε λογιστικόν βιβλίον ή έτερον πάσης φύσεως έγγραφον, αφορών εις τα εμπορεύματα ή αντικείμενον.
(3) Πας όστις παραλείπει να συμμορφωθή προς απαίτησιν του Διευθυντού δυνάμει της παραγράφου (γ) του αμέσως προηγουμένου εδαφίου γενομένην, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
166Α. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Κανονισμούς να καθορίσει τους όρους και προϋποθέσεις επιστροφής των εισαγωγικών δασμών ή και φόρων που αναλογούν σε εμπορεύματα σε σχέση με τα οποία ο Διευθυντής ικανοποιείται ότι, μετά τον τελωνισμό τους για επιτόπια κατανάλωση, έχουν υποβληθεί σε μια ή περισσότερες εργασίες τελειοποίησης και στη συνέχεια έχουν επανεξαχθεί ως παράγωγα προϊόντα.
167.-(1) Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή, ότι εμπορεύματα, μετά την προσηκόντως γενομένην φόρτωσιν αυτών προς εξαγωγήν κατεστράφησαν εκ τυχαίου συμβεβηκότος επί του πλοίου ή αεροσκάφους της εξαγωγής, επιστρέφεται ο καταβληθείς δασμός ή φόρος κατά τον αυτόν τρόπον, ως εάν τα εμπορεύματα εξήγοντο εις τον προορισμόν των.
(2) Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή, ότι οιαδήποτε εμπορεύματα, μετά την προσηκόντως γενομένην φόρτωσιν αυτών προς εξαγωγήν, υπέστησαν ουσιώδη ζημίαν εκ τυχαίου συμβεβηκότος επί του πλοίου ή αεροσκάφους της εξαγωγής, και τη συναινέσει του Διευθυντού και υπό τους όρους, ους ούτος θέλει επιβάλει, τα εμπορεύματα αποβιβασθώσιν ή εκφορτωθώσι και εκ νέου κομισθώοιν εν τη Δημοκρατία και είτε εγκαταλειφθώσιν εις τον Διευθυντήν ή καταστραφώσιν, επιστρέφεται ο αναφορικώς προς τα εμπορεύματα καταβληθείς δασμός ή φόρος, ως εάν ταύτα εξήγοντο προσηκόντως εις τον προορισμόν των· ανεξαρτήτως δε οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος ή οιουδήποτε ετέρου νόμου, αφορώντος εις την επανεισαγωγήν εξαχθέντων εμπορευμάτων, το πρόσωπον εις ο οφείλεται ή εις ο επεστράφη οιονδήποτε τοιούτο ποσόν, δεν υποχρεούται να πληρώση δασμόν επί των εμπορευμάτων των δυνάμει του παρόντος εδαφίου αποβιβαζομένων, εκφορτουμένων ή εκ νέου προσκομιζομένων εν τη Δημοκρατία.
168.-(1) Πας όστις λαμβάνει ή πειράται να λάβη, ή πράττει τι ως εκ του οποίου έτερον τι πρόσωπον θα ηδύνατο να λάβη, οιονδήποτε ποσόν υπό μορφήν επιστρεφομένου, εκπιπτουμένου ή μειουμένου δασμού ή φόρου αναφορικώς προς οιαδήποτε εμπορεύματα, μη τω όντι κατά νόμον οφειλομένου ή όπερ είναι μείζον του κατά νόμον οφειλομένου-
(α)εάν μεν το αδίκημα διαπράττεται με πρόθεσιν καταδολιεύσεως της Δημοκρατίας, ούτος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων ή τας £750 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών·
(β) εν πάση ετέρα περιπτώσει, ούτος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν του ποσού, του παρανόμως ληφθέντος ή εκπεσθέντος ή όπερ παρανόμως θα ελαμβάνετο ή εξεπίπτετο ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών.
(2) Άπαντα τα εμπορεύματα, αναφορικώς προς άτινα διαπράττεται αδίκημα δυνάμει του προηγουμένου εδαφίου, υπόκεινται εις δήμευσιν:
Νοείται ότι εν τη περιπτώσει αξιώσεως προς επιστροφήν καταβληθέντος δασμού ή φόρου ο Διευθυντής δύναται κατά το δοκούν, αντί να προβή εις κατάσχεσιν των εμπορευμάτων, να αρνηθή να επιτρέψη επιστροφήν του καταβληθέντος επ' αυτών δασμού ή φόρου ή να διατάξη επιστροφήν μέρους μόνον του δασμού ή φόρου, ως ούτος ήθελεν εκάστοτε κατά το δοκούν ορίσει.
(3) Άνευ επηρεασμού των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, εάν εν τη περιπτώσει οιωνδήποτε εμπορευμάτων, εφ' ων προεβλήθη αξίωσις επιστροφής καταβληθέντος δασμού ή φόρου, εκπτώσεως ή απαλλαγής εκ του δασμού ή φόρου, ευρεθή ότι-
(α)τα εμπορεύματα ταύτα δεν ανταποκρίνονται προς διασάφησιν κατατεθείσαν επ' αυτών, σχετικώς προς την τοιαύτην αξίωσιν· ή
(β)ότι τα εμπορεύματα πωλούμενα προς εσωτερικήν κατανάλωσιν, θα απέδιδον ελάσσονα του αξιουμένου ποσού, τα εμπορεύματα υπόκεινται εις δήμευσιν, ο δε καταθείς την διασάφησιν ή υποβαλών την αξίωσιν, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν του απαιτουμένου ποσού ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών:
Νοείται ότι η παράγραφος (β) του παρόντος εδαφίου ουδόλως τυγχάνει εφαρμογής επί αξιώσεως υποβαλλομένης δυνάμει οιασδήποτε των ακολούθων διατάξεων του παρόντος Νόμου, ήτοι-
(i) άρθρον 157·
(ii) εδάφιον 3, άρθρον 163· και
(iii)εδάφιον 2, άρθρον 167.