ΜΕΡΟΣ Χ ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άδειαι ή γραπταί εξουσιοδοτήσεις

76. Το Συμβούλιον δύναται, από καιρού εις καιρόν, να χορηγή, αναστέλλη ή ακυροί οιανδήποτε άδειαν ή οιανδήποτε γραπτήν εξουσιοδότησιν η οποία δύναται να εκδοθή υπό του Συμβουλίου συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ή να επιβάλη όρους εις αυτήν:

Νοείται ότι ο αιτητής ή, αναλόγως της περιπτώσεως ο αδειούχος κέκτηται το δικαίωμα εφέσεως εφ’ οιασδήποτε επί τούτω αποφάσεως του Συμβουλίου, η δε απόφασις του Υπουργού είναι τελεσίδικος και δεσμευτική διά τε το Συμβούλιον και τον εφεσίοντα.

Δήλωσις

77. Προς άρσιν οιασδήποτε αμφιβολίας δηλούται ώδε ότι αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αφορώσι μόνον εις την ικανότητα του Συμβουλίου ως νομικού προσώπου καθιδρυομένου διά νόμου, ουδέν δε εν ταις ρηθείσαις διατάξεσι δέον να ερμηνευθή ως εξουσιοδοτούν το Συμβούλιον όπως αγνοήση οιονδήποτε νομοθέτημα ή κανόνα δικαίου, εκτός εάν ρητώς προβλέπηται άλλως εν ταις ρηθείσαις διατάξεσιν.

Υπουργικαί οδηγίαι

78.-(1) Το παρόν άρθρον εφαρμόζεται αναφορικώς προς πάσαν αρμοδιότητα του Συμβουλίου δυναμένην να ασκηθή υπ’ αυτού δυνάμει οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος Νόμου.

(2) Ανεξαρτήτως παντός εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένου, εάν φανή τω Υπουργώ ότι το αποτέλεσμα ή εν των αποτελεσμάτων οιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, ή σκοπουμένης πράξεως ή παραλείψεως, του Συμβουλίου αντίκειται ή θα αντίκειται προς το δημόσιον συμφέρον, ο Υπουργός δύναται κατόπιν προηγουμένης γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου, να δώση κατά την κρίσιν του τοιαύτας εντολάς προς το Συμβούλιον ως προς τας πράξεις ή παραλείψεις αυτού οίας ήθελε θεωρήσει αναγκαίας ή σκοπίμους ίνα παρεμποδίση το εν λόγω αποτέλεσμα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ίνα αποτρέψη ή μειώση την ζημίαν την οποίαν τούτο επάγεται εις το δημόσιον συμφέρον· το δε Συμβούλιον έχει καθήκον όπως συμμορφωθή προς τας τοιαύτας εντολάς:

Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι εδαφίω διαλαμβανομένων δύναται να ερμηνευθή ως επιτρέπον τω Συμβουλίω ή ως επιβάλλον αυτώ την υποχρέωσιν όπως πράξη τι το οποίον τούτο δεν έχει εξουσίαν να πράξη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Διαιτησία

79.-(1) Πας παραγωγός ή παν έτερον πρόσωπον επιδιδόμενον εις την βιομηχανίαν ελαιοκομικών προϊόντων μετά του οποίου το Συμβούλιον έχει εμπορικάς ή σχετικάς προς δραστηριότητας σχέσεις αναφορικώς προς οιασδήποτε εξουσίας αι οποίαι δύνανται να ενασκηθώσιν υπό ή εκ μέρους του Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του οποίου τα νόμιμα συμφέροντα παραβλάπτονται υπό πράξεως ή παραλείψεως του Συμβουλίου ή οιασδήποτε αρχής ενεργούσης εκ μέρους του Συμβουλίου εν σχέσει προς εξουσίαν δυναμένην να ενασκηθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να υποβάλη το ζήτημα εις διαιτησίαν ενός μόνον διαιτητού.

(2) Ο διαιτητής αποτελεί το αντικείμενον συμφωνίας μεταξύ του ενδιαφερομένου προσώπου και του Συμβουλίου ή, εάν δεν επιτευχθή τοιαύτη συμφωνία διορίζεται, τη αιτήσει εκατέρου των μερών, υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας όπου το ενδιαφερόμενον πρόσωπον διαμένει, ο διαιτητής δε δύναται να εκδώση δικαίαν, κατά την κρίσιν αυτού απόφασιν επί της υποβληθείσης εις διαιτησίαν υποθέσεως.

(3) Η ακρόασις της υποβληθείσης εις διαιτησίαν υποθέσεως διεξάγεται, και η επ’ αυτής απόφασις εκδίδεται, εν τη Δημοκρατία και συμφώνως προς το κρατούν εν τη Δημοκρατία δίκαιον, εφαρμόζεται δε σχετικώς ο περί Διαιτησίας Νόμος.

(4) Πιστοποίησις υπογεγραμμένη υπό του Υπουργού ότι οιαδήποτε εμπορική ή άλλη σχέσις ή οιαδήποτε πράξις ή παράλειψις, περί της οποίας προβάλλεται ισχυρισμός, δεν σχετίζεται προς οιανδήποτε εξουσίαν η οποία δύναται να ενασκηθή υπό του Συμβουλίου ή εκ μέρους αυτού δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τελεσίδικος και δεν διαμφισβητείται υπό του διαιτητού ή υφ’ οιουδήποτε Δικαστηρίου.

Διάλυσις και εκκαθάρισις του Συμβουλίου

80.-(1) Εάν, κατόπιν γνωμοδοτήσεως ως εν τοις εφεξής, ο Υπουργός κρίνη τούτο σκόπιμον, δύναται ούτος διά Διατάγματος να διαλύση το Συμβούλιον, επί τούτω δε το Συμβούλιον ουδεμίαν των υπό του παρόντος Νόμου χορηγουμένων αυτώ αρμοδιοτήτων ενασκεί, εκτός καθ’ ην έκτασιν δυνατόν τούτο να είναι αναγκαίον διά την λυσιτελή διάλυσιν του Συμβουλίου.

Η προ της εκδόσεως Διατάγματος δυνάμει του παρόντος εδαφίου απαιτουμένη γνωμοδότησις λαμβάνεται παρά του Συμβουλίου και οιωνδήποτε οργανισμών οι οποίοι φαίνονται εις τον Υπουργόν ότι εκπροσωπούσιν εις ουσιαστικόν βαθμόν τα συμφέροντα αναφορικώς προς τα οποία διορίζονται μέλη του Συμβουλίου.

(2) Εν Διατάγματι εκδιδομένω δυνάμει του παρόντος άρθρου ο Υπουργός περιλαμβάνει τοιαύτας διατάξεις οίας ήθελε κρίνει αναγκαίας διά-

(α) την εκκαθάρισιν των υποθέσεων του Συμβουλίου·

(β) την επιβολήν και διεκδίκησιν επιβαρύνσεων προς αντιμετώπισιν των υποχρεώσεων του Συμβουλίου και των δαπανών της εκκαθαρίσεως, καθ’ ο μέτρον αι τοιαύται υποχρεώσεις και δαπάναι δεν δύνανται να καλυφθώσιν εκ των κεφαλαίων ή άλλων στοιχείων ενεργητικού του Συμβουλίου·

(γ) την χρησιμοποίησιν οιωνδήποτε πλεοναζόντων κεφαλαίων ή άλλων στοιχείων ενεργητικού διά καθοριζομένους εν τω Διατάγματι σκοπούς, όντας σκοπούς σχετιζομένους προς την βιομηχανίαν ελαιοκομικών προϊόντων διά τους οποίους το Συμβούλιον ελειτούργει προ της εκκαθαρίσεως αυτού.

(3) Η υπό του παρόντος άρθρου χορηγουμένη εξουσία προς έκδοσιν Διατάγματος ενασκείται διά διοικητικής πράξεως, υποκειμένης εις ακύρωσιν δι’ αποφάσεως της Βουλής των Αντιπροσώπων.

(4) Το διά τα εν τω εδαφίω (2) καθοριζόμενα θέματα προνοούν μέρος Διατάγματος τινος εκδιδομένου δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να τροποποιηθή ή ανακληθή διά μεταγενεστέρου Διατάγματος του Υπουργού εκδιδομένου δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Διατάξεις αναφερόμεναι εις κύρωσιν πράξεων διενεργηθεισών υπό Σκιώδους Συμβουλίου προ της ψηφίσεως του παρόντος Νόμου και της ενάρξεως της ισχύος αυτού

81.-(1) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-

(α) “το Σκιώδες Συμβούλιον” σημαίνει προσωρινόν σώμα μη έχον νομικήν υπόστασιν ή κατ’ εξουσιοδότησιν νόμου εξουσίας και δυνάμενον να συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, εκ των σκοπουμένων όπως διορισθώσιν ως μέλη του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 6·

(β) “το δυνάμει του παρόντος Νόμου Συμβούλιον” σημαίνει το επί τη ψηφίσει του παρόντος Νόμου και επί τη ενάρξει της ισχύος αυτού νομίμως καθιδρυθησόμενον δυνάμει του άρθρου 6 Συμβούλιον.

(2) Εάν, προ της ψηφίσεως του παρόντος Νόμου και της ενάρξεως της ισχύος αυτού, ο Υπουργός, θεωρήσας τούτο αναγκαίον και σκόπιμον, καθίδρυσε Σκιώδες Συμβούλιον Εμπορίας Ελαιοκομικών Προϊόντων προς τον σκοπόν της διευκολύνσεως της ετοιμασίας προσωρινών διευθετήσεων, διοικητικών, διοργανωτικών, εμπορίας και άλλων παρομοίων, εν προόψει της ψηφίσεως του παρόντος Νόμου και της ενάρξεως της ισχύος αυτού, πάσα πράξις διενεργηθείσα υπό του Σκιώδους Συμβουλίου θα έχη, εάν επιβεβαιωθή και επικυρωθή υπό του δυνάμει του παρόντος Νόμου Συμβουλίου τη εγκρίσει του Υπουργού, αναδρομικήν ισχύν και θα έχη την αυτήν ισχύν και εγκυρότητα ως εάν πάσα τοιαύτη πράξις είχε διενεργηθή κατά τον χρόνον ή τους χρόνους της διενεργείας της υπό του δυνάμει του παρόντος Νόμου Συμβουλίου.

(3) Αι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται εις οιασδήποτε πράξεις διενεργηθείσας υπό του Σκιώδους Συμβουλίου αι οποίαι, επί τη ψηφίσει του παρόντος Νόμου, ήθελον αποδειχθή ως διενεργηθείσαι καθ’ υπέρβασιν εξουσιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Κανονισμοί

81Α. Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη κανονισμούς δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας διά την πραγμάτωσιν των σκοπών του παρόντος Νόμου.

Κατάργησις του εδαφίου (2) του άρθρου 4 των περί Ελαιολάδου Νόμων, κ.λ.π.

82. Το εδάφιον (2) του άρθρου 4 των περί Ελαιολάδου Νόμων του 1963 και 1965, ομού μετά του Κανονισμού 10 των περί Ελαιολάδου Κανονισμών του 1963, παύει να έχη οιανδήποτε ισχύν άμα τη ενάρξει της ισχύος του παρόντος Νόμου.

Ημερομηνία ενάρξεως ισχύος

83. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται εις ημερομηνίαν ορισθησομένην υπό του Υπουργικού Συμβουλίου διά γνωστοποιήσεως δημοσιευομένης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας.