70. Πας όστις ψευδώς προβάλλει ή παριστά εαυτόν ως πράκτορα ή πρόσωπον ενεργούν τη εξουσιοδοτήσει του Συμβουλίου είναι ένοχος αδικήματος.
71. Πας όστις-
(α) [Διαγράφηκε]
(β) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθή προς τους όρους οιασδήποτε εξουσιοδοτήσεως ή αδείας χορηγηθείσης υπό του Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου· ή
(γ) παραβαίνει ή άνευ ευλόγου αιτίας παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε οδηγίαν ή εντολήν επιδοθείσαν εις αυτόν υπό του Συμβουλίου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 53· ή
(δ) άνευ ευλόγου αιτίας παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε απαίτησιν γενομένην υπό του Συμβουλίου συμφώνως προς το άρθρον 49 ή συμμορφούμενος προς ταύτην προβαίνει εις δήλωσιν ήτις εν γνώσει του είναι ψευδής εις τι ουσιώδες αυτής στοιχείον ή εκ βαρείας αμελείας προβαίνει εις δήλωσιν ψευδή εις τι ουσιώδες αυτής στοιχείον· ή
(ε) δολίως προβαίνει εις ψευδή καταχώρησιν εν οιωδήποτε αρχείω του οποίου η τήρησις απαιτείται συμφώνως προς οιανδήποτε των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου, ή συμφώνως τοις εν τοις ανωτέρω προσάγει έγγραφον εν γνώσει αυτού διαλαμβάνον καταχώρησιν ψευδή εις τι ουσιώδες αυτής στοιχείον ή εκ βαρείας αμελείας προσάγει έγγραφον διαλαμβάνον καταχώρησιν ψευδή εις τι ουσιώδες αυτής στοιχείον· ή
(στ) παρενοχλεί ή παρακωλύει οιονδήποτε πρόσωπον δεόντως εξουσιοδοτημένον υπό του Συμβουλίου δυνάμει του άρθρου 50,
είναι ένοχος αδικήματος.
72. Εάν οιονδήποτε πρόσωπον αποκαλύψη πληροφορίαν ληφθείσαν υπ’ αυτού εν τη ενασκήσει οιασδήποτε εξουσίας χορηγηθείσης αυτώ ή τω Συμβουλίω υπό ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η δε αποκάλυψις αύτη γενή άλλως ή
(α) τη συναινέσει του προσώπου παρά του οποίου παρεσχέθη η σχετική πληροφορία·
(β) εις τον Υπουργόν ή τον υπ’ αυτού εξουσιοδοτηθέντα ή εις μέλος ή υπάλληλον του Συμβουλίου· ή
(γ) εν τω τύπω συνόψεως παρομοίων καταστάσεων ή πληροφοριών παρασχεθεισών υπ’ αριθμού τινος προσώπων ή ληφθεισών παρ’ αυτών, της συνόψεως ταύτης ούσης ούτω διατετυπωμένης ώστε να μη είναι δυνατή η εξ αυτής εξακρίβωσις οιωνδήποτε στοιχείων αφορώντων εις την επιχείρησιν συγκεκριμένων ατόμων· ή
(δ) διά τους σκοπούς δικαστικής διαδικασίας (αστικής ή ποινικής, περιλαμβανομένων και διαιτησιών) δυνάμει του παρόντος Νόμου ή διά τα πρακτικά της τοιαύτης διαδικασίας,
είναι ένοχος αδικήματος.
73. Πας όστις είναι ένοχος αδικήματος δυνάμει των άρθρων 70, 71, ή 72 υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας 450 ή εις φυλάκισιν διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.
74. Όταν αποδειχθή ότι αδίκημα κατά παράβασιν οιασδήποτε των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος Νόμου, το οποίον διεπράχθη υπό νομικού προσώπου, διεπράχθη τη συναινέσει ή τη συνενοχή, ή ότι δύναται να αποδοθή εις οιανδήποτε αμέλειαν οιουδήποτε συμβούλου, διευθυντού, γραμματέως, ή άλλου παρομοίου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οιουδήποτε προσώπου φερομένου ως ενεργούντος υπό τοιαύτην ιδιότητα, τόσον ούτος όσον και το νομικόν πρόσωπον θεωρούνται ως ένοχοι του αδικήματος τούτου και υπόκεινται εις δίωξιν και, εν περιπτώσει καταδίκης, εις την επιβολήν αναλόγου ποινής.