3.- (1) Συνίσταται Πειθαρχικόν Συμβούλιον προς άσκησιν ελέγχου και πειθαρχικής εξουσίας επί των φαρμακοποιών.
(2) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποτελείται:
(α) εξ ενός φαρμακοποιού ασκούντος το φαρμακευτικόν επάγγλεμα επί δεκαπενταετίαν τουλάχιστον, ως Προέδρου·
(β) εκ δέκα άλλων φαρμακοποιών, εξ ως οι τρεις τουλάχιστον να ανήκωσιν εις την δημόσιαν υπηρεσίαν της Δημοκρατίας, ασκούντων το φαρμακευτικόν επάγγλεμα επί επταετίαν τουλάχιστον,
απάντων διοριζομένων υπό του Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Σώματος λαμβανομένων υπ' όψιν τυχόν εισηγήσεων των Τοπικών Φαρμακευτικών Συλλόγων.
(3) Κατά την ακρόασιν οιασδήποτε υποθέσεως ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα παρίσταται δικηγόρος, οριζόμενος προς τούτο υπό του Συμβουλίου του Φαρμακευτικού Σώματος, διά να συμβουλεύη το Πειθαρχικόν Συμβούλιον επί νομικών θεμάτων εγειρομένων κατά την διαδικασίαν.
(4) (α) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής, θα ασκώσι δε το λειτούργημά των μέχρι του διορισμού νέων μελών.
(β) Τα μέλη των οποίων η θητεία έληξε θα εξακολουθώσι να ασκώσιν το λειτούργημά των προς τον σκοπόν της συμπληρώσεως οιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας αρξαμένης προ της λήξεως της θητείας των.
(5) Πέντε μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελούσιν απαρτίαν.
(6) Αι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων και ψηφιζόντων μελών.
(7) Εν περιπτώσει απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του Προέδρου ή άλλου μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου το Συμβούλιον του Φαρμακευτικού Σώματος δύναται να διορίση, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), έτερον φαρμακοποιόν διά να ασκή τας εξουσίας και να εκτελή τα καθήκοντα του Προέδρου ή μέλους, αναλόγως της περιπτώσεως, διαρκούσης της απουσίας ή του κωλύματος.
(8) Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου συγκαλεί τας συνεδριάσεις του και προεδρεύει αυτών, εν περιπτώσει δε απουσίας του τα παρόντα μέλη εκλέγουσιν ένα εξ αυτών διά να προεδρεύση της συνεδριάσεως.
(9) Το Συμβούλιον του Φαρμακευτικού Σώματος δύναται να καταβάλλη εις τον Πρόεδρον και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου τοιούτον επίδομα οδοιπορικών ή άλλο επίδομα, ως ήθελεν αποφασίσει.
4.—(1) Φαρμακοποιός υπόκειται εις πειθαρχικήν δίωξιν:
(α) εάν καταδικασθή υπό Δικαστηρίου δι' αδίκημα ενέχον έλλειψιν τιμιότητος ή ηθικήν αισχρότητα·
(β) εάν επέδειξε κατά την άσκησιν του επαγγέλματος του διαγωγήν επονείδιστον ή ασυμβίβαστον προς το Φαρμακευτικόν επάγγλεμα:
(γ) Εάν επέτυχε την εγγραφήν του ως Φαρμακοποιού δυνάμει του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου διά ψευδών ή δολίων παραστάσεων.
5.—(1) Εάν καταγγελθή εις το Συμβούλιον, ή περιέλθη εις γνώσιν του Συμβουλίου, ότι φαρμακοποιός δυνατόν να έχη διαπράξει πειθαρχικόν αδίκημα, το Συμβούλιον ορίζει φαρμακοποιόν (εις το παρόν άρθρον αναφερόμενον ως ‘ο ερευνών λειτουργός') όπως διεξαγάγη έρευναν.
(2) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευναν το ταχύτερον κατά δε την υπ' αυτού διεξαγωγήν της ερεύνης ούτος κέκτηται εξουσίαν όπως ακούση οιουσδήποτε μάρτυρας ή λάβη εγγράφως καταθέσεις παρ' οιουδήποτε προσώπου, παν δε τοιούτο πρόσωπον οφείλει να δώση πάσαν πληροφορίαν περιελθούσαν εις γνώσιν του αναφορικώς προς τα γεγονότα της υποθέσεως.
(3) Ο καταγγελθείς φαρμακοποιός δικαιούται να γνωρίζη την κατ' αυτού υπόθεσιν, παρέχεται δε εις αυτόν η ευκαιρία όπως ακουσθή.
(4) Μετά την συμπλήρωσιν της ερεύνης, ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει την έκθεσιν αυτού ομού μεθ' απάντων των σχετικών εγγράφων εις το Συμβούλιον.
(5) Εάν εκ της υποβληθείσης εκθέσεως και των σχετικών εγγράφων, το Συμβούλιον κρίνη ότι δύναται να διατυπωθή πειθαρχική κατηγορία κατά του καταγγελθέντος, προβαίνει εις την διατύπωσιν της κατηγορίας και αποστέλλει ταύτην εις το Πειθαρχικόν Συμβούλιον.
5Α—(1) Εντός δύο εβδομάδων από της ημερομηνίας της υπ' αυτού λήψεως της πειθαρχικής κατηγορίας, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον μεριμνά όπως εκδοθή και επιδοθή προς τον καταγγελθέντα κλήσις κατά τον εις τον Πίνακα εμφαινόμενον τύπον κλήσεως και κατά τον εις τον Πίνακα προνοούμενον τρόπον επιδόσεως.
(2) Η υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίκασις της υποθέσεως διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον αυτόν τρόπον ως η ακρόασις ποινικής υποθέσεως εκδικαζομένης συνοπτικώς:
(3) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως:
(α) καλή μάρτυρας και απαιτή την προσέλευσιν αυτών ως και την προσέλευσιν του καταγγελθέντος, ως εις συνοπτικώς διεξαγομένας δίκας.
(β) Απαιτή την πρασαγωγήν παντός εγγράφου σχετιζομένου προς την κατηγορίαν.
(4) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου δέον να είναι ητιολογημένη και να υπογράφεται υπό του προέδρου αυτού.
(5) Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα θεωρήται ως διάταγμα δικαστηρίου ασκούντως συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του δικαστηρίου τούτου.
5Β—(1) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον, εάν εύρη τον καταγγελθέντα ένοχον δύναται να επιβάλη εις αυτόν μίαν των ακολούθων ποινών:
(α) διαγραφήν του ονόματος αυτού εκ του Μητρώου Εγγραφής Φαρμακοποιών.
(β) Αναστολήν ασκήσεως του φαρμακευτικού επαγγέλματος διά χρονικήν περίοδον οίαν το Πειθαρχικόν Συμβούλιον ήθελε κρίνει πρέπουσαν.
(γ) Καταβολήν υπό τύπον προστίμου χρηματικού ποσού μη υπερβαίνοντος τας πεντακοσίας λίρας.
(δ) Προφορικήν ή έγγραφον επίπληξιν.
(2) Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον δύναται να εκδώση τοιούτο διάταγμα όσον αφορά την πληρωμήν των εξόδων της Πειθαρχικής διαδικασίας οίον ήθελε κρίνει υπό τας περιστάσεις εύλογον.
(3) Παν ποσόν καταβαλλόμενον δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) κατατίθεται εις το Ταμείον του Συμβουλίου.