33. Πας όστις αποπειράται να διαπράξη αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή παρέχει συνδρομήν εις έτερον ή παρακινεί ή προάγει οιονδήποτε άλλο πρόσωπον προς διάπραξιν αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται, επί τη καταδίκη αυτού, εις την αυτήν ποινήν και κυρώσεις ως εάν είχε διαπράξει αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου.
34. Πας όστις ήθελεν ευρεθή ένοχος αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου διά το οποίον δεν προβλέπεται ετέρα ειδική ποινή, υπόκειται εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας (450, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εν περιπτώσει δε δευτέρας ή ετέρας καταδίκης εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας (1000, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.
35. Οσάκις πρόσωπον ήθελεν ευρεθή ένοχον αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου-
(α) το Δικαστήριον δύναται, επιπροσθέτως προς οιανδήποτε ετέραν κύρωσιν, να απαγορεύση εις αυτό την μεταφοράν πυροβόλου όπλου διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα επτά έτη
(β) οιονδήποτε πυροβόλον όπλον, μηχανοκίνητον όχημα ή έτερον αντικείμενον διά του οποίου ή αναφορικώς προς το οποίον διεπράχθη το αδίκημα δύναται να δημευθή διά διαταγής του Δικαστηρίου
(γ) οιαδήποτε άδεια χορηγηθείσα εις τοιούτον πρόσωπον δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να ακυρωθή διά διαταγής του Δικαστηρίου.