1. Οι περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμοι του 1987 μέχρι 1996 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμοι του 1987 μέχρι 1996.
2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“αγνοούμενος” έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Αγνοουμένων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979.
“Διευθυντής” σημαίνει το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
“δικαιούχος” σημαίνει πρόσωπο στο οποίο πληρώνεται επίδομα τέκνου δυνάμει του παρόντος Νόμου
“εξαρτώμενο τέκνο” σημαίνει-
(α) τέκνο που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του ή
(β) άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαπέντε και δεκαοκτώ ετών ή
(γ) άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι πέντε ετών, εφόσο διατελεί σε ενεργό υπηρεσία δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1986 ή
(δ) άρρεν άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι πέντε ετών ή θήλυ άγαμο τέκνο ηλικίας μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι τριών ετών, το οποίο τυγχάνει τακτικής εκπαίδευσης ή
(ε) άγαμο τέκνο το οποίο, αν και έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών, στερείται μόνιμα της ικανότητας για τη συντήρηση του.
“εξουσιοδοτημένος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 9
“επίδομα” σημαίνει το επίδομα τέκνου που πληρώνεται δυνάμει του παρόντος Νόμου
“τέκνο” περιλαμβάνει προγονό, εξώγαμο τέκνο και νόμιμα υιοθετημένο τέκνο, και οι όροι “γονέας”, “μητέρα” και “πατέρας” θα ερμηνεύονται ανάλογα
“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ένα πρόσωπο λογίζεται ότι-
(α) είναι πέρα από ορισμένη ηλικία, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία αυτή
(β) είναι μεταξύ δύο ορισμένων ηλικιών, αν έχει συμπληρώσει τη μικρότερη ηλικία, χωρίς όμως να έχει συμπληρώσει τη μεγαλύτερη ηλικία
(γ) δεν έχει συμπληρώσει ορισμένη ηλικία πριν από την ημέρα της αντίστοιχης επετείου της γεννήσεως του.
- 314/1987
- 75/1991
- 35(I)/1996
3.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου οικογένεια αποτελούν-
(α) οι γονείς όταν συζούν, τα κοινά τους τέκνα και τα τέκνα του ενός ή του άλλου από τους γονείς αυτούς
(β) πατέρας άγαμος, χήρος, διαζευγμένος ή σε διάσταση με τη σύζυγο του και τα τέκνα του
(γ) μητέρα άγαμος, χήρα, διαζευγμένη ή σε διάσταση με το σύζυγο της και τα τέκνα της
(δ) τα τέκνα της ως άνω υπό (α) οικογένειας όταν και οι δύο γονείς τους είναι νεκροί ή αγνοούμενοι, ή τα τέκνα της ως άνω υπό (β) και (γ) οικογένειας όταν ο πατέρας ή η μητέρα τους, ανάλογα με την περίπτωση, είναι νεκροί ή αγνοούμενοι.
(2) Τέκνα θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται σε μια από τις υπό (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1) οικογένειες εφόσο ζούν μαζί με τους γονείς τους ή, ανάλογα με την περίπτωση, με τον πατέρα ή τη μητέρα τους και, σε αντίθετη περίπτωση, εφόσο συντηρούνται εξ’ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο από τους γονείς τους ή, ανάλογα με την περίπτωση, από τον πατέρα ή τη μητέρα τους.
4.-(1) Κάθε οικογένεια που έχει τη συνήθη διαμονή της στην Κύπρο, δικαιούται σε επίδομα τέκνου για κάθε εξαρτώμενο τέκνο της αν έχει τέσσερα τουλάχιστον εξαρτώμενα τέκνα.
(2) Το επίδομα τέκνου εξακολουθεί να χορηγείται για κάθε εξαρτώμενο τέκνο της στο εδάφιο (1) αναφερόμενης οικογένειας, μέχρις ότου αυτή παύσει να έχει οποιοδήποτε εξαρτώμενο τέκνο( οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και στην περίπτωση οικογενειών οι οποίες κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1988 λάμβαναν ή δικαιούντο να λάβουν επίδομα.
(3) Στην περίπτωση (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, το επίδομα πληρώνεται στη μητέρα και στις περιπτώσεις (β), (γ) και (δ) του ίδιου εδαφίου πληρώνεται στον πατέρα ή τη μητέρα ή στο πρόσωπο που έχει την επιμέλεια των τέκνων, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), ο Διευθυντής δύναται να πληρώνει το επίδομα σε άλλο από το οριζόμενο στο εν λόγω εδάφιο πρόσωπο αν πεισθεί ότι τούτο επιβάλλει το συμφέρον της οικογένειας.
- 314/1987
- 75/1991
5.-(1) Το ύψος του επιδόματος τέκνου είναι τριάντα λίρες και εβδομήντα τέσσερα σεντ το μήνα για κάθε τέκνο για το οποίο χορηγείται επίδομα.
(2) Το Δεκέμβριο κάθε χρόνου χορηγείται πρόσθετο επίδομα ίσο με το 1/12 του ολικού ποσού επιδόματος το οποίο πληρώθηκε για κάθε τέκνο για το χρόνο εκείνο. Σε περίπτωση που η πληρωμή του επιδόματος τερματίζεται πριν από το Δεκέμβριο, το πρόσθετο επίδομα πληρώνεται μέσα στο μήνα τερματισμού.
(3) Το ύψος του επιδόματος τέκνου αναπροσαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου κάθε χρόνου κατά το ποσοστό αύξησης του μέσου όρου του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά τον τελευταίο χρόνο σε σύγκριση με το μέσο όρο του δείκτη αυτού κατά τον αμέσως προηγούμενο χρόνο.
(4) Το ποσό της αύξησης από την εφαρμογή του εδαφίου (3) στρογγυλεύεται στο πλησιέστερο σεντ.
- 314/1987
- 75/1991
- 35(I)/1996
- 36(I)/2001
6. Η πληρωμή επιδόματος αρχίζει την πρώτη του μηνός, ο οποίος έπεται του μηνός μέσα στον οποίο αποκτάται το δικαίωμα σε επίδομα και τερματίζεται την τελευταία ημέρα του μηνός μέσα στον οποίο το εν λόγω δικαίωμα παύει.
7.-(1) Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση επιδόματος σ’ οποιοδήποτε πρόσωπο είναι η από μέρους του υποβολή αιτήσεως στον τύπο που εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά και τα στοιχεία που ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέταση της.
(2) Κάθε αίτηση για χορήγηση επιδόματος υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που αποκτάται δικαίωμα σ’ επίδομα.
(3) Παράλειψη υποβολής αιτήσεως μέσα στην προθεσμία που ορίζει το εδάφιο (2) συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος σ’ επίδομα για οποιοδήποτε μήνα πέρα από τους τρεις μήνες που προηγούνται εκείνου μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση. Αν ο αιτητής ικανοποιήσει το Διευθυντή ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αιτήσεως, οφειλόταν σ’ εύλογη αιτία, ο Διευθυντής δύναται κατά την κρίση του να χορηγήσει επίδομα αναδρομικά για περίοδο μέχρι και δώδεκα μήνες από το μήνα μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.
8.-(1) Η πληρωμή του επιδόματος γίνεται αναδρομικά στο τέλος κάθε μήνα με επιταγή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τον οποίο ήθελε εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής.
(2) Όταν ο δικαιούχος επιδόματος τέκνου δεν το εισπράξει την ημέρα κατά την οποία αυτό είναι εισπρακτέο, το δικαίωμα για λήψη του επιδόματος αποσβένεται μετά την παρέλευση δώδεκα μηνών από την εν λόγω ημέρα.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), η ημέρα κατά την οποία το επίδομα είναι εισπρακτέο σημαίνει την πρώτη ημέρα κατά την οποία η σχετική επιταγή είναι εξαργυρωτέα, ή αν το επίδομα πληρώνεται στο δικαιούχο με τρόπο άλλο από επιταγή, την πρώτη ημέρα κατά την οποία δύναται να εισπραχθεί το επίδομα.
- 314/1987
- 35(I)/1996
9.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση επιδόματος εξετάζεται από το Διευθυντή ή από οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων τον οποίο ο Διευθυντής ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό. Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να εγκρίνει την αίτηση εν όλω ή εν μέρει ή να την απορρίψει.
(2) Ζητήματα που αναφύονται κατόπιν οποιασδήποτε αμφισβήτησης ή αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη δικαιώματος σε επίδομα ή ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου του επιδόματος αποφασίζονται από το Διευθυντή.
(3) Όταν ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει οποιαδήποτε αίτηση για επίδομα, αποστέλλει στον αιτητή μέσα σε δέκα ημέρες έγγραφη γνωστοποίηση της απόρριψης δίνοντας και τους λόγους απόρριψης.
(4) Ο Διευθυντής ή ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός δύναται να αναθεωρήσει οποιαδήποτε απόφαση του σχετική με αίτηση για επίδομα, αν ικανοποιηθεί ότι-
(α) όταν εξέδωσε την απόφαση αγνοούσε ουσιώδες γεγονός ή τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με ουσιώδες γεγονός, ή
(β) από της εκδόσεως της αποφάσεως επήλθε μεταβολή στις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως.
10. Κάθε δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Διευθυντή χωρίς αμέλεια οποιαδήποτε αλλαγή της οικογενειακής του καταστάσεως ή των συνθηκών που επηρεάζουν το δικαίωμα του σε επίδομα.
11.-(1) Αν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο πήρε οποιοδήποτε ποσό με τη μορφή επιδόματος χωρίς να το δικαιούται, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να επιστρέψει το εν λόγω ποσό.
(2) Εκτός αν το πρόσωπο, το οποίο υποχρεούται δυνάμει του προηγούμενου εδαφίου να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό, αποδείξει ότι πήρε το ποσό αυτό με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν το εδικαιούτο, το εν λόγω ποσό δύναται να παρακρατηθεί από επίδομα που του οφείλεται για οποιαδήποτε περίοδο, χωρίς να αποκλείεται η διεκδίκηση του ποσού αυτού με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο μέσο.
12.-(1) Πρόσωπο που δεν ικανοποιείται από απόφαση, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου από το Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένο λειτουργό, δύναται, μέσα σε τριάντα ημέρες από της γνωστοποιήσεως σ’ αυτό της αποφάσεως, να την προσβάλει στον Υπουργό με έγγραφη αιτιολογημένη προσφυγή.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αποφασίζει πάνω σ’ αυτή και κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφαση του στον προσφεύγοντα.
(3) Πριν εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση δυνάμει του εδαφίου (2), ο Υπουργός δύναται κατά την κρίση του ν’ ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σ’ αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει την προσφυγή του. Ο Υπουργός δύναται επίσης ν’ αναθέσει σε λειτουργό ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του να εξετάσει ορισμένα θέματα που αναφύονται στην προσφυγή και να του υποβάλει το πόρισμα της εξετάσεως πριν αυτός εκδώσει την απόφαση του.
(4) Μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από τον Υπουργό, σε περίπτωση προσφυγής σ’ αυτόν, ή σε περίπτωση μη προσφυγής στον Υπουργό μέχρι της εκπνοής της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) προθεσμίας, η απόφαση του Διευθυντή ή του εξουσιοδοτημένου λειτουργού δεν καθίσταται εκτελεστή.
13. Τα επιδόματα και οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες που συνεπάγεται η εφαρμογή του παρόντος Νόμου καταβάλλονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
- 314/1987
- 166/1988
14. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε περί φορολογίας του εισοδήματος νόμου, το επίδομα απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος.
15. Για το σκοπό υλοποιήσεως οποιασδήποτε συμφωνίας, η οποία προβλέπει για αμοιβαιότητα σε ζητήματα επιδομάτων τέκνων, μεταξύ της Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως οποιασδήποτε άλλης χώρας, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 169 του Συντάγματος, δύναται με διάταγμα να διαφοροποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου με σκοπό την εφαρμογή αυτών στις περιπτώσεις που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη συμφωνία.
16.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο, με σκοπό να εξασφαλίσει επίδομα είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο, ή το οποίο για οποιοδήποτε σκοπό σχετιζόμενο με τον παρόντα Νόμο-
(α) με γνώση του ή κατόπιν βαρειάς αμέλειας κάμνει ψευδή έκθεση ή ψευδή παράσταση ή
(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή παροχή εγγράφων ή πληροφοριών, τα οποία γνωρίζει ότι είναι ψευδή σε ουσιώδες στοιχείο τους,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δυο χρόνια ή στις δυο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τη διάταξη του άρθρου 11 διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι εκατόν λίρες.
(3) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα με βάση το εδάφιο (1) ή (2), το Δικαστήριο που εκδικάζει το αδίκημα δύναται, επιπρόσθετα προς την ποινή, να διατάξει την επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών που λήφθηκαν ως αποτέλεσμα του αδικήματος.
17. Τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας-
(α) ποινική δίωξη αδικήματος προβλεπομένου από τον παρόντα Νόμο ασκείται από το Διευθυντή
(β) οποιοσδήποτε λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο οποίος ήθελε εξουσιοδοτηθεί από το Διευθυντή, με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, δύναται, καίτοι δεν είναι εγγεγραμμένος δικηγόρος, να ασκήσει τη δίωξη, να εμφανισθεί, παραστεί στο Δικαστήριο και ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία κινούμενη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για οποιοδήποτε αδίκημα συνοπτικά εκδικαζόμενο.
18. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 16 τίποτε δεν εμποδίζει το Διευθυντή να διεκδικεί με πολιτική αγωγή οποιοδήποτε ποσό που πληρώθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, υπό μορφή χρέους οφειλομένου στη Δημοκρατία.
19. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα αρχίσει σε ημερομηνία που θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα που θα δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.
5 του Ν.75/91. Η ισχύς του παρόντος Νόμου θα αρχίσει σε ημερομηνία που θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα που θα δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
5 του Ν.35(Ι)/96. Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας εκτός από την παράγραφο (α) του άρθρου 3 της οποίας η ισχύς λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1996.