14.-(1) Για σκοπούς άσκησης πειθαρχικής εξουσίας σε εγγεγραμμένους νοσηλευτές και μαίες, συστήνεται Πειθαρχικό Συμβούλιο, που διορίζεται από τον Υπουργό και αποτελείται από–
(α) τρεις (3) νοσηλευτές γενικής νοσηλευτικής και ένα (1) νοσηλευτή ψυχιατρικής νοσηλευτικής, εκ των οποίων οι δύο (2) νοσηλευτές γενικής νοσηλευτικής υποδεικνύονται από το Συμβούλιο και οι υπόλοιποι δύο (2) από το Σύνδεσμο και μία (1) μαία που υποδεικνύεται από το Συμβούλιο και ασκούν το νοσηλευτικό και μαιευτικό επάγγελμα, αντίστοιχα, για δέκα (10) τουλάχιστον έτη:
(2) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τετραετής και αυτά ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι το διορισμό νέων μελών.
(3) Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, των οποίων η θητεία έληξε, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους προς το σκοπό της συμπλήρωσης οποιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία έχει αρχίσει πριν από τη λήξη της θητείας τους.
(4) Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου και δύο (2) άλλα μέλη αποτελούν απαρτία.
(5) Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου συγκαλεί και προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτού.
(6) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων μελών και, σε περίπτωση ισοψηφίας, ο πρόεδρος της συνεδριάσεως έχει νικώσα ψήφο.
(7) Στις συνεδρίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά την ενάσκηση της πειθαρχικής του δικαιοδοσίας, παρίσταται νομικός σύμβουλος, οριζόμενος από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
14Α. Εγγεγραμμένος νοσηλευτής ή μαία υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη -
(α) εάν καταδικασθεί από δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα,
(β) εάν επέδειξε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του διαγωγή επονείδιστη ή ασυμβίβαστη προς το νοσηλευτικό ή μαιευτικό επάγγελμα ή συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς τους κώδικες δεοντολογίας και επαγγελματικής συμπεριφοράς του νοσηλευτικού ή μαιευτικού επαγγέλματος·
(γ) εάν ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του,
(δ) εάν πέτυχε την εγγραφή του σε οποιοδήποτε μητρώο το οποίο προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο με ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις,
(ε) εάν έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, Κώδικες και Περιγράμματα.
14Β. Πειθαρχική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον νοσηλευτή ή μαίας για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο αυτός ή αυτή ήδη βρέθηκε ένοχος ή ένοχη ή για το οποίο αθωώθηκε.
14Γ. Για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μία πειθαρχικές ποινές.
14Δ. Αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον νοσηλευτή ή μαίας, καμιά πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχισθεί εναντίον τους για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη, μέχρις ότου αυτή πάρει οριστικό τέλος.
14Ε. Νοσηλευτής ή μαία που διώχθηκε για ποινικό αδίκημα και δεν βρέθηκε ένοχος ή ένοχη, δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά για την ίδια κατηγορία, μπορεί όμως να διωχθεί για πειθαρχικό παράπτωμα που προκύπτει από τη διαγωγή του ή τη διαγωγή της, η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το ίδιο επίδικο θέμα όπως εκείνο της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.
14ΣΤ.-(1) Οι ακόλουθες πειθαρχικές ποινές μπορούν να επιβληθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(α) Προφορική επίπληξη∙
(β) αυστηρή έγγραφη επίπληξη∙
(γ) άσκηση του επαγγέλματος του νοσηλευτή ή της μαίας υπό επίβλεψη για χρονική περίοδο που το Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει πρέπουσα·
(δ) χρηματική ποινή που να μην υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000,00)∙
(ε) αναστολή της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος του νοσηλευτή ή της μαίας, για χρονική περίοδο που το Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει πρέπουσα∙
(στ) διαγραφή από το οικείο Μητρώο.
(2) Η έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να γίνει -
(α) αυτεπάγγελτα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο∙
(β) από το Συμβούλιο·
(γ) από το Συμβούλιο του Συνδέσμου∙
(δ) με αίτηση, κατόπιν άδειας του Συμβουλίου, οποιουδήποτε προσώπου που έχει παράπονο από τη διαγωγή νοσηλευτή ή μαίας.
(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του παρόντος άρθρου, έχει την εξουσία και διεξάγει την εν λόγω έρευνα κατά τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η διαδικασία ποινικής συνοπτικής δίκης.
(4) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά την άσκηση της πειθαρχικής του δικαιοδοσίας, λογίζεται ως διάταγμα δικαστηρίου σε συνοπτική ποινική δίκη και εκτελείται κατά τέτοιο τρόπο όπως και το διάταγμα του εν λόγω δικαστηρίου.
14Ζ.-(1) Όταν νοσηλευτής ή μαία καταδικασθεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε δεν ασκηθεί έφεση, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μεριμνά να λάβει αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και του δικαστηρίου στο οποίο τυχόν ασκήθηκε έφεση ή, προκειμένου για νοσηλευτή ή μαία, που κατέχει θέση στη δημόσια υπηρεσία, να λάβει τέτοιο αντίγραφο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, που διορίζεται με βάση το άρθρο 4 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 μέχρι 2011, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(2) Μέσα σε δύο (2) εβδομάδες από τη λήψη του αντίγραφου των πρακτικών της διαδικασίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), το Πειθαρχικό Συμβούλιο ζητά τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο το αδίκημα ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο την ευκαιρία να ακουσθεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.
14Η. Η ποινή της επίπληξης, μετά τρία (3) έτη από την επιβολή της, καθώς και της αυστηρής επίπληξης και οι λοιπές ποινές, εκτός από την ποινή της διαγραφής από το οικείο Μητρώο, μετά πέντε (5) έτη από την επιβολή τους, παραγράφονται.
14Θ. Κάθε πρόσωπο το οποίο, ενώ καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, παραλείπει να προσέλθει κατά το χρόνο και στον τόπο όπως αναφέρεται στην κλήση ή αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση που νόμιμα τίθεται σε αυτό στην πειθαρχική δίκη, εκτός εάν υπάρχει εύλογη αιτιολογία για την οποία ενημερώνεται έγκαιρα το Πειθαρχικό Συμβούλιο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500,00).