3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θρησκευτικών ομάδων συγκροτούνται-
(α) Σε δίκη για διαζύγια από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)
(β) σε κάθε άλλη δίκη από έναν από τους δικαστές, του Οικογενειακού Δικαστηρίου που δεν είναι το κοινοτικό μέλος αυτού
(2) Οι δικαστές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι-
(α) Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, τον οποίο ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο από τα Μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, και
(β) δύο μέλη, από τα οποία το ένα είναι Επαρχιακός Δικαστής και ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (το οποίο στη συνέχεια θα καλείται “τακτικό μέλος”) και το άλλο είναι εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι και το οποίο επιλέγεται από κατάλογο πέντε προσώπων που υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπο της στη Βουλή των Αντιπροσώπων και διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η διάρκεια της θητείας του μέλους αυτού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), είναι για δύο μόνο χρόνια. Το μέλος αυτό του δικαστηρίου θα καλείται “κοινοτικό μέλος”.
(3) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν καθίσταται δυνατή η υπόδειξη κοινοτικού μέλους του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει Επαρχιακό Δικαστή ως δεύτερο μέλος.
(4) Στις περιπτώσεις όπου η θητεία κοινοτικού μέλους εκπνέει προτού συμπληρωθεί η διαδικασία για λύση γάμου στην οποία έλαβε μέρος, το μέλος αυτό δικαιούται να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία μέχρις ότου αυτή συμπληρωθεί, παρά το γεγονός ότι έχει διοριστεί στη θέση του νέο κοινοτικό μέλος.
- 87(I)/1994
- 46(I)/1995
5. Το κοινοτικό μέλος Δικαστηρίου δικαιούται αποζημίωση για τις υπηρεσίες που προσφέρει δυνάμει του παρόντος Νόμου, η οποία ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
6. Τα μέλη του Δικαστηρίου οφείλουν, αν δεν το έχουν ήδη πράξει προηγουμένως, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του λειτουργήματος τους να ομώσουν ή να δώσουν επίσημη διαβεβαίωση και να υπογράψουν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ή δύο τουλάχιστο μελών του το δικαστικό όρκο ή διαβεβαίωση με ίδιο περιεχόμενο όπως και αυτό του δικαστικού όρκου που καθορίζεται στον Πίνακα των περί Δικαστηρίων Νόμων.
7.-(1) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας του Προέδρου ή τακτικού μέλους το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να διορίσει μέλος της δικαστικής υπηρεσίας ισόβαθμο του μέλους το οποίο θα αναπληρώσει, για να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες Προέδρου ή τακτικού μέλους του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
(2) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας του κοινοτικού μέλους του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να διορίσει πρόσωπο το οποίο έχει τα προσόντα για διορισμό του ως κοινοτικού μέλους και το οποίο υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπο της θρησκευτικής ομάδας, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία όπως και για το διορισμό του κοινοτικού μέλους του Οικογενειακού Δικαστηρίου, για να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες του κοινοτικού μέλους για το χρονικό διάστημα και υπό τους όρους που ορίζονται στο έγγραφο διορισμού.
(3) Σε περίπτωση που εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας δεν υποδεικνύει κατάλληλο ή οποιοδήποτε πρόσωπο για διορισμό του ως προσωρινού κοινοτικού μέλους του δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει Επαρχιακό Δικαστή ως αναπληρωτή ακολουθώντας τη διαδικασία που αναφέρεται στο εδάφιο (1).
(4) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται εκ των προτέρων να διορίσει πρόσωπα τα οποία θα εκτελούν δυνάμει του παρόντος άρθρου τα καθήκοντα του Προέδρου ή των μελών του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας τους.