1. Οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμοι του 1994 έως 1998 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμοι του 1994 έως 1998.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, οι όροι-
(α) “Ανώτατο Δικαστήριο”
“Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής”
“γαμική διαφορά”
“Δημοκρατία”
“διαδικαστικός κανονισμός”
“δικαστής”
“θέμα”
“Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου”
“Σύνταγμα”
“υπάλληλος”
έχουν την έννοια που τους δίνει το άρθρο 2 των περί Δικαστηρίων Νόμων.
(β) “δίκη διαζυγίου” σημαίνει δίκη στην οποία ζητείται είτε η λύση γάμου που έχει ιερολογηθεί σύμφωνα με τους θρησκευτικούς κανόνες θρησκευτικής ομάδας, ανεξάρτητα αν ο έτερος των συζύγων είναι μέλος ή όχι της αυτής θρησκευτικής ομάδας, είτε η λύση πολιτικού γάμου μεταξύ προσώπων που ανήκουν στην ίδια θρησκευτική ομάδα
“Θρησκευτική ομάδα” σημαίνει θρησκευτική ομάδα για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος
“Οικογενειακό Δικαστήριο” σημαίνει Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων συγκροτούμενο σύμφωνα με το άρθρο 3, το οποίο έχει τη δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται υποθέσεων διαζυγίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
- 87(I)/1994
- 38(I)/1996
- 29(I)/1997
- 22(I)/1998
3.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θρησκευτικών ομάδων συγκροτούνται-
(α) Σε δίκη για διαζύγια από τρεις δικαστές, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)
(β) σε κάθε άλλη δίκη από έναν από τους δικαστές, του Οικογενειακού Δικαστηρίου που δεν είναι το κοινοτικό μέλος αυτού
(2) Οι δικαστές που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι-
(α) Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, τον οποίο ορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο από τα Μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας, και
(β) δύο μέλη, από τα οποία το ένα είναι Επαρχιακός Δικαστής και ορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο (το οποίο στη συνέχεια θα καλείται “τακτικό μέλος”) και το άλλο είναι εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι διάδικοι και το οποίο επιλέγεται από κατάλογο πέντε προσώπων που υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπο της στη Βουλή των Αντιπροσώπων και διορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η διάρκεια της θητείας του μέλους αυτού, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), είναι για δύο μόνο χρόνια. Το μέλος αυτό του δικαστηρίου θα καλείται “κοινοτικό μέλος”.
(3) Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο δεν καθίσταται δυνατή η υπόδειξη κοινοτικού μέλους του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει Επαρχιακό Δικαστή ως δεύτερο μέλος.
(4) Στις περιπτώσεις όπου η θητεία κοινοτικού μέλους εκπνέει προτού συμπληρωθεί η διαδικασία για λύση γάμου στην οποία έλαβε μέρος, το μέλος αυτό δικαιούται να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία μέχρις ότου αυτή συμπληρωθεί, παρά το γεγονός ότι έχει διοριστεί στη θέση του νέο κοινοτικό μέλος.
- 87(I)/1994
- 46(I)/1995
5. Το κοινοτικό μέλος Δικαστηρίου δικαιούται αποζημίωση για τις υπηρεσίες που προσφέρει δυνάμει του παρόντος Νόμου, η οποία ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
6. Τα μέλη του Δικαστηρίου οφείλουν, αν δεν το έχουν ήδη πράξει προηγουμένως, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του λειτουργήματος τους να ομώσουν ή να δώσουν επίσημη διαβεβαίωση και να υπογράψουν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ή δύο τουλάχιστο μελών του το δικαστικό όρκο ή διαβεβαίωση με ίδιο περιεχόμενο όπως και αυτό του δικαστικού όρκου που καθορίζεται στον Πίνακα των περί Δικαστηρίων Νόμων.
7.-(1) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας του Προέδρου ή τακτικού μέλους το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να διορίσει μέλος της δικαστικής υπηρεσίας ισόβαθμο του μέλους το οποίο θα αναπληρώσει, για να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες Προέδρου ή τακτικού μέλους του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
(2) Σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας του κοινοτικού μέλους του Οικογενειακού Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να διορίσει πρόσωπο το οποίο έχει τα προσόντα για διορισμό του ως κοινοτικού μέλους και το οποίο υποδεικνύεται από τον εκπρόσωπο της θρησκευτικής ομάδας, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία όπως και για το διορισμό του κοινοτικού μέλους του Οικογενειακού Δικαστηρίου, για να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες του κοινοτικού μέλους για το χρονικό διάστημα και υπό τους όρους που ορίζονται στο έγγραφο διορισμού.
(3) Σε περίπτωση που εκπρόσωπος της θρησκευτικής ομάδας δεν υποδεικνύει κατάλληλο ή οποιοδήποτε πρόσωπο για διορισμό του ως προσωρινού κοινοτικού μέλους του δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο διορίζει Επαρχιακό Δικαστή ως αναπληρωτή ακολουθώντας τη διαδικασία που αναφέρεται στο εδάφιο (1).
(4) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται εκ των προτέρων να διορίσει πρόσωπα τα οποία θα εκτελούν δυνάμει του παρόντος άρθρου τα καθήκοντα του Προέδρου ή των μελών του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή ανικανότητας τους.
9. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα ασκούν τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.
10. Οι αποφάσεις του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όταν αποτελείται από περισσότερους του ενός δικαστές, λαμβάνονται κατά πλειοψηφία.
11. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια-
(α) Κατά την εκδίκαση αγωγών διαζυγίου θα εφαρμόζουν τις διατάξεις του Παραρτήματος Α’
(β) κατά την εκδίκαση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος θα εφαρμόζουν το δίκαιο που εφαρμόζεται για τους ανήκοντες στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.
12.-(1) Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα ασκείται σύμφωνα με τη δικονομία και πρακτική που καθορίζεται από οποιοδήποτε Διαδικαστικό Κανονισμό που εκδίδεται από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Μέχρι την έκδοση Διαδικαστικού Κανονισμού δυνάμει του εδαφίου (1), τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα ακολουθούν, κατά το δυνατόν, τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς, τη δικονομία και πρακτική που ακολουθείται κατά την εκδίκαση αστικών υποθέσεων.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 87(I)/1994
- 118(I)/2023
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 87(I)/1994
- 118(I)/2023
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 87(I)/1994
- 118(I)/2023
20.-(1) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων.
(2) Τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν επίσης όλες τις εξουσίες που παρέχονται στα Επαρχιακά Δικαστήρια δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
21.-(1) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 14 ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, το Οικογενειακό Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός από τους συζύγους, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Αν το δικαίωμα χρήσης της οικογενειακής στέγης πηγάζει από σχέση εργασίας ανάμεσα στον έναν από τους συζύγους και ένα τρίτο, η παραχώρηση της χρήσης της στον άλλο σύζυγο από το Οικογενειακό Δικαστήριο, σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να γίνει, μόνο εφόσον συναινεί σ’ αυτό και ο τρίτος.
(2) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το άρθρο 14 ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας.
(3) Οι σύζυγοι κατανέμουν, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίδεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το άρθρο 14 ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, τη χρήση των κινητών που ανήκουν και στους δύο, σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες. Αν διαφωνούν, η κατανομή γίνεται από το Οικογενειακό Δικαστήριο, που μπορεί να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση για τη χρήση που παραχωρεί.
23. Οι συνεδρίες των Οικογενειακών Δικαστηρίων θα γίνονται σε κτίριο που ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως θα παραχωρεί για το σκοπό αυτό.
24. Τα Οικογενειακά Δικαστήρια, με επιφύλαξη οποιουδήποτε Διαδικαστικού Κανονισμού, θα λειτουργούν καθόλη τη διάρκεια του έτους όλες τις εργάσιμες για τη δημόσια υπηρεσία ημέρες.
25. Οι αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο απαρτίζεται από τρεις δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, που ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο για περίοδο δύο χρόνων. Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, κατά την ακρόαση και τη διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης, δε θα δεσμεύεται από απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα πραγματικά γεγονότα και θα έχει εξουσία να αναθεωρεί προσαχθείσες αποδείξεις, να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν, να επανακροάται μάρτυρες και να εκδίδει οποιαδήποτε απόφαση ή διάταγμα που οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν, περιλαμβανομένου και διατάγματος για επανακρόαση της υποθέσεως από το δικαστήριο που την εκδίκασε ή άλλο αρμόδιο δικαστήριο.
26. Σε κάθε διαδικασία ενώπιον Οικογενειακού Δικαστηρίου τηρούνται πρακτικά και σημειώσεις για τη μαρτυρία που προσάγεται.
27. Το Δικαστήριο θα τηρεί τα βιβλία που καθορίζονται σε Διαδικαστικό Κανονισμό ή που προβλέπονται σε διαταγή που εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση των διαταγμάτων ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας για την οποία υπάρχει διαταγή για καταχώρηση.
28. Το Οικογενειακό Δικαστήριο θα έχει και θα χρησιμοποιεί, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, σφραγίδα που θα φέρει το όνομα του.
29. Τα εντάλματα, διατάγματα και άλλα έγγραφα που εκδίδονται από Οικογενειακό Δικαστήριο θα σφραγίζονται με τη σφραγίδα του Δικαστηρίου το οποίο τα έχει εκδώσει.
30. Το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό, που θα δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
31. Μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου καμιά λύση γάμου (μη περιλαμβανομένης της ακύρωσης γάμου) δεν είναι έγκυρη, εκτός από λύση γάμου που έχει διαταχθεί από Οικογενειακά Δικαστήρια που έχουν συσταθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει λύση γάμου που έχει διαταχθεί σε διαδικασία διαζυγίου που άρχισε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(Άρθρο 11)
1. Λόγοι διαζυγίου.
Οι λόγοι διαζυγίου είναι οι πιο κάτω:
(α) Οποιοσδήποτε λόγος δυνάμενος να επηρεάσει το κύρος του γάμου σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό νόμο της θρησκευτικής ομάδας στην οποία οι σύζυγοι ανήκουν
(β) μοιχεία διαπραχθείσα από τον άλλο σύζυγο
(γ) επανειλημμένη άσκηση βίας εκ μέρους του εναγόμενου. Ως άσκηση βίας λογίζεται κάθε πράξη η οποία ασκείται εναντίον του άλλου συζύγου ή τέκνων του και η οποία δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα το σοβαρό κλονισμό της φυσικής ή ψυχικής υγείας του θύματος
(δ) τελεσίδικη καταδίκη συζύγου σε φυλάκιση πέραν της επταετίας σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα ή σε φυλάκιση έξι μηνών για αδίκημα άσκησης βίας εναντίον του ενάγοντος
(ε) αφάνεια του άλλου συζύγου
(στ) αδικαιολόγητη εγκατάλειψη του ενάγοντος για περίοδο πέραν των δύο ετών:
Νοείται ότι επανειλημμένες μακρές αδικαιολόγητες εγκαταλείψεις οι οποίες, όταν αθροιστούν, υπερβαίνουν τη διετία σε περίοδο 4 ετών συνιστούν λόγο διαζυγίου
(ζ) ανικανότητα ενός εκ των συζύγων προς εκτέλεση των συζυγικών καθηκόντων η οποία υφίστατο κατά τη σύναψη του γάμου και η οποία παρατείνεται για έξι μήνες και υφίστατο κατά την έγερση της αγωγής:
Νοείται ότι δε χωρεί λόγος διαζυγίου στην περίπτωση κατά την οποία ο ενάγων γνώριζε για την ανικανότητα του άλλου συζύγου πριν από τη σύναψη του γάμου
(η) επίμονη παρεμπόδιση της τεκνογονίας παρά την αντίθετη επιθυμία του άλλου συζύγου
(θ) φρενοβλάβεια του ενός συζύγων παρατεινόμενη αδιαλείπτως για τρία χρόνια που καθιστά τη συμβίωση αφόρητη.
(ι) κλονισμός των σχέσεων μεταξύ των συζύγων σε τέτοιο βαθμό, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι ουσιαστικά αφόρητη για τον ενάγοντα.
2. Συμπληρωματικές πρόνοιες.
Οι λόγοι διαζυγίου εφαρμόζονται τηρουμένων των πιο κάτω διατάξεων:
(α) Η μοιχεία ως λόγος διαζυγίου δεν ευσταθεί, αν αποδειχθεί ότι ο ενάγων συναίνεσε στη διάπραξη της μοιχείας από τον εναγόμενο ή αν μετά τη διαπίστωση της διαπραχθείσας μοιχείας εξακολουθούσε να έχει συζυγικές σχέσεις μετά του εναγόμενου συζύγου για περίοδο έξι μηνών.
(β) Η αίτηση διαζυγίου όταν στηρίζεται στο λόγο της φυλάκισης (λόγος 1(δ)) ή στο λόγο της αφάνειας (λόγος 1(ε)) γίνεται δεκτή μόνο όταν παρέλθουν δύο χρόνια από την καταδίκη και εφόσον η καταδίκη συνεχίζεται ή όταν παρέλθουν τρία χρόνια από την ημέρα που χάθηκε ο σύζυγος και δε λήφθηκαν ειδήσεις σχετικά με αυτό.
(γ) Αίτηση διαζυγίου η οποία στηρίζεται στο λόγο άσκησης βίας (λόγος 1(γ)) απορρίπτεται, αν αποδειχθεί ότι μετά τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση ο συζυγικός βίος συνεχίστηκε ομαλά για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους.
(δ) Όταν η αίτηση διαζυγίου στηρίζεται στο λόγο της εγκατάλειψης (λόγος 1(στ)), η περίοδος η αναφερόμενη στο λόγο αυτό αναστέλλεται για όση περίοδο ο εναγόμενος δεν ήταν σε θέση να σχηματίσει την πρόθεση εγκατάλειψης.
(ε) Για σκοπούς αίτησης διαζυγίου που στηρίζεται στο λόγο του κλονισμού των σχέσεων μεταξύ των συζύγων [λόγος 1(ι)] εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(i) Εκτός αν ο εναγόμενος αποδείξει το αντίθετο, τεκμαίρεται ότι οι σχέσεις μεταξύ των συζύγων έχουν κλονισθεί και ότι είναι αφόρητη για τον ενάγοντα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης για λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου όπως απαιτεί ο λόγος 1(ι), σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας ή εγκατάλειψης του ενάγοντα ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο ή άσκησης βίας εναντίον του από τον εναγόμενο, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο “βία”, δυνάμει του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου· και
(ii) ο κλονισμός των σχέσεων μεταξύ των συζύγων κατά τα διαλαμβανόμενα στο λόγο 1(ι) τεκμαίρεται αμάχητα, εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση επί τέσσερα τουλάχιστο χρόνια και το διαζύγιο δύναται να εκδοθεί έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων των και οι οποίες δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες.
(Άρθρο 16)
ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ
Προς ..........................................
Προτίθεμαι να καταχωρίσω αγωγή για τη λύση του γάμου μου με το/τη σύζυγο μου, που έγινε στην εκκλησία ............................................. την .............................................
Το πλήρες ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του/της συζύγου μου είναι:
....................................................................................................
Ως λόγους διαζυγίου προτίθεμαι να επικαλεστώ:
(Να εκθέσετε όλους ή μερικούς από τους λόγους. Δεν απαιτείται λεπτομερής περιγραφή).
1. ...................................................................................................................................
2. ..................................................................................................................................
3. .................................................................................................................................
Ημερομηνία ...................... ........................................
Πλήρες ονοματεπώνυμο
............................................. Πλήρης διεύθυνση
3 του Ν.29(Ι)/97. Η ισχύς του παρόντος Νόμου θεωρείται ότι άρχισε στις 2 Δεκεμβρίου 1994.
3 του Ν.22(Ι)/98. Η ισχύς του παρόντος Νόμου θεωρείται ότι άρχισε στις 2 Δεκεμβρίου 1994.
2. Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 118(Ι)/2023], σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4, ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) Νόμος (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «ο βασικός νόμος»), καταργείται.
3.-(1)Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 118(Ι)/2023] τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία, η οποία καθορίζεται με Γνωστοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το συντομότερο μετά από την αποπεράτωση όλων των εκκρεμουσών ενώπιον των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων διαδικασιών.
(2) Οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 19 του βασικού νόμου καταργούνται από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 118(Ι)/2023] στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
4. Από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 118(Ι)/2023] στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν καταχωρίζεται οποιαδήποτε νέα αίτηση ενώπιον των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων.