20.-(1) Πρόσωπο υπό τη φροντίδα του οποίου έχει τοποθετηθεί ανήλικος για σκοπούς υιοθεσίας και το οποίο παραλείπει να υποβάλει την αίτηση υιοθεσίας μέσα σε περίοδο δώδεκα μηνών από την τοποθέτηση ή ειδοποιεί τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει στην υιοθεσία οφείλει, σε διάστημα επτά ημερών από τη συμπλήρωση των δώδεκα μηνών ή από την ειδοποίηση στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, να επιστρέψει τον ανήλικο στο γονέα ή τον κηδεμόνα του ή στο πρόσωπο που είχε την άμεση φροντίδα και έλεγχο του ανηλίκου πριν από την τοποθέτηση.
(2) Αν η τοποθέτηση του ανηλίκου έχει γίνει μέσω των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ο ανήλικος παραδίδεται στο πρόσωπο που ορίζουν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, αφού λάβει και τη συναίνεση των γονέων ή του προσώπου που είχε την άμεση φροντίδα και έλεγχο του ανηλίκου πριν από την τοποθέτηση του.
(3) Αν την άμεση φροντίδα και έλεγχο του ανηλίκου είχαν οι ίδιες οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, ο ανήλικος επιστρέφεται στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.
21.-(1) Σε περίπτωση που η συναίνεση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 20, δεν εξασφαλίζεται ή τα πρόσωπα των οποίων η συναίνεση απαιτείται αρνούνται να την παραχωρήσουν χωρίς εύλογη αιτία, το Δικαστήριο μπορεί, έπειτα από σχετική αίτηση, να δώσει τις οδηγίες που υπό τις περιστάσεις κρίνει ορθές και δίκαιες.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 20(1) εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στην περίπτωση που το Δικαστήριο αρνηθεί να εκδώσει το διάταγμα της υιοθεσίας ή που το προσωρινό διάταγμα εκπνέει χωρίς να έχει εκδοθεί διάταγμα υιοθεσίας.
(3) Πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 20 είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες και το Δικαστήριο το οποίο εκδικάζει το αδίκημα μπορεί να εκδώσει διάταγμα να παραδοθεί ο ανήλικος στους γονείς ή τον κηδεμόνα του ή να τεθεί υπό την επίβλεψη των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.