12. O Δικαστής, εκδίδοντας το δικαστικό ένταλμα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, μπορεί να δώσει οδηγίες να ενημερώνεται ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας από τον Αρχηγό της Αστυνομίας ή τον Διοικητή της ΚΥΠ, ανάλογα με την περίπτωση, με τακτικές εβδομαδιαίες εκθέσεις, ή κατά τέτοια τακτά χρονικά διαστήματα, όπως κρίνει σκόπιμο, που να αναφέρονται στην πρόοδο που έχει επιτελεστεί σχετικά με την παρακολούθηση που εξουσιοδοτήθηκε ή εγκρίθηκε και την ανάγκη συνέχισης της.
13.-(1) Το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας που λαμβάνεται από παρακολούθηση που εξουσιοδοτήθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 αποτυπώνεται, καταγράφεται ηλεκτρονικά ή άλλως πως ή ηχογραφείται ή μαγνητοσκοπείται σε δίσκο ή λογισμικό πρόγραμμα, μαγνητοταινία ή οποιαδήποτε άλλη ταινία ή έντυπο ή κείμενο ή μηχάνημα ή συσκευή κατάλληλα προς τούτο ή καταγράφεται ηλεκτρονικά με οπτικό ή άλλο μέσο. Η αποτύπωση, καταγραφή ή ηχογράφηση ή μαγνητοσκόπηση αυτή θα γίνεται με τέτοιο τρόπο που να προστατεύει το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας από οποιαδήποτε αλλοίωση, διαρροή, τροποποίηση ή άλλη παρέμβαση.
(2) Σε περίπτωση δικαστικού εντάλματος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 για παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας που είναι αναγκαία προς αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη αδικημάτων, αμέσως μετά την εκπνοή του δικαστικού εντάλματος ή οποιωνδήποτε παρατάσεων του, η αποτύπωση, καταγραφή, ηχογράφηση ή μαγνητοσκόπηση του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας τίθεται στη διάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος δίνει οδηγίες για την ασφαλή φύλαξη της και δεν καταστρέφεται, εκτός κατόπιν σχετικών οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3).
(3) Αποτύπωση, καταγραφή, ηχογράφηση ή μαγνητοσκόπηση, εν όλω ή εν μέρει, που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και η οποία κατά την κρίση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν υποβοηθεί ή δεν σχετίζεται ή δεν είναι αναγκαία προς αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη αδικημάτων, καταστρέφεται.
(3Α) Σε περίπτωση δικαστικού εντάλματος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 για παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας που είναι αναγκαία προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας, το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο αποτυπώνεται, καταγράφεται, ηχογραφείται ή μαγνητοσκοπείται, όπως ορίζεται στο εδάφιο (1), καταστρέφεται εντός ενός (1) έτους από την εκπνοή του δικαστικού εντάλματος παρακολούθησης, εκτός εάν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εγκρίνει την παράταση του χρόνου διατήρησής του, κατόπιν υποβολής αιτιολογημένου αιτήματος του Αρχηγού της Αστυνομίας ή του Διοικητή της ΚΥΠ.
(4) Το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας που έχει ληφθεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου καταστρέφεται.
14.-(1) Αιτήσεις που καταχωρήθηκαν και δικαστικά εντάλματα που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6, 7 και 8 σφραγίζονται από το Δικαστή, ο οποίος δίνει οδηγίες για την ασφαλή φύλαξη τους.
(2) Αποκάλυψη ή χρήση του περιεχομένου τέτοιων αιτήσεων ή/και δικαστικών ενταλμάτων μπορεί να γίνει κατόπιν οδηγιών του δικαστηρίου μόνο ύστερα από σχετική αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου που να δικαιολογεί τέτοια αποκάλυψη ή χρήση ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας:
15. Αν κατά την παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με εξουσιοδότηση ή έγκριση κατόπιν δικαστικού εντάλματος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, το άτομο που προβαίνει στην παρακολούθηση λαμβάνει ιδιωτική επικοινωνία η οποία σχετίζεται με άλλο αδίκημα από αυτό που περιγράφεται ή με οποιοδήποτε αδίκημα, σε περίπτωση που το δικαστικό ένταλμα αφορά ιδιωτική επικοινωνία η παρακολούθηση της οποίας είναι αναγκαία προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας, το περιεχόμενο της επικοινωνίας αυτής θεωρείται ότι λήφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι καταχωρείται, το συντομότερο δυνατό, συμπληρωματική αίτηση δυνάμει των άρθρων 6 και 7 του παρόντος Νόμου για έκδοση δικαστικού εντάλματος που εγκρίνει την παρακολούθηση και εκδίδεται το σχετικό δικαστικό ένταλμα.
16.-(1) Το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση, δεν μπορεί να γίνει δεχτό ως μαρτυρία ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας, αν η εν λόγω υποκλοπή ή παρακολούθηση έλαβε χώρα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(2) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε εν ισχύι Νόμου, το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια παρακολούθηση, η οποία έλαβε χώρα σύμφωνα με εξουσιοδότηση ή έγκριση που δόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 ή σύμφωνα με προηγούμενη ρητή έγκριση που δόθηκε από το πρόσωπο που προέβη στην επικοινωνία ή από το πρόσωπο που έλαβε αυτή, μπορεί να γίνει δεχτό ως μαρτυρία ενώπιον οποιασδήποτε ποινικής ή πολιτικής διαδικασίας:
(3) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε εν ισχύι νόμου, το πρόσωπο που θίγηκε μπορεί, σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία, να προσβάλει ως μη αποδεκτή μαρτυρία το περιεχόμενο οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση για τους λόγους ότι-
(α) Το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου0
(β) η παρακολούθηση έλαβε χώρα με τρόπο που δεν αναφερόταν στο δικαστικό ένταλμα.
(4) Το δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως του θιγέντος προσώπου, μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει να προσκομιστούν σ’ αυτό ή στο δικηγόρο του για έρευνα τέτοια αποσπάσματα περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας η οποία λήφθηκε έπειτα από υποκλοπή ή παρακολούθηση ή μαρτυρία που πηγάζει από τέτοια υποκλοπή ή παρακολούθηση, τα οποία κρίνει ότι πρέπει να γνωστοποιηθούν στο πρόσωπο που ζημιώθηκε για σκοπούς απονομής δικαιοσύνης.
17.-(1) Μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει εν πάση περιπτώσει τις ενενήντα (90) ημέρες από την έκδοση του δικαστικού εντάλματος, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 ή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες από την εκτέλεση δικαστικού εντάλματος δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κοινοποιεί προς το θιγέν πρόσωπο αν αυτό είναι γνωστό και, αν αυτό κατοικεί, διαμένει ή βρίσκεται στη Δημοκρατία, έκθεση η οποία περιγράφει τα ακόλουθα:
(α) Το γεγονός της έκδοσης του δικαστικού εντάλματος,
(β) την ημερομηνία έκδοσης του δικαστικού εντάλματος και την καθοριζόμενη στο ένταλμα χρονική περίοδο εντός της οποίας δόθηκε εξουσιοδότηση ή έγκριση παρακολούθησης ή πρόσβασης στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, και
(γ) το γεγονός ότι κατά την ανωτέρω περίοδο έλαβε χώρα ή όχι παρακολούθηση ή πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.
(2) Το δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του θιγέντος προσώπου, δύναται, κατά την κρίση του, να διατάξει να προσκομιστούν σε αυτό ή στο δικηγόρο του για έρευνα τέτοια αποσπάσματα περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας η οποία λήφθηκε έπειτα από παρακολούθηση ή πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, τα οποία κρίνει ότι πρέπει να γνωστοποιηθούν στο θιγέν πρόσωπο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης, εκτός αν αυτά έχουν ήδη καταστραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 13 ή έχουν ήδη επιστραφεί και τυχόν αντίγραφά τους έχουν καταστραφεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος Νόμου.
(3) Κατόπιν μονομερούς (ex parte) αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το δικαστήριο δύναται κατά καιρούς να αναβάλλει την ημερομηνία κοινοποίησης προς το θιγέν πρόσωπο της έκθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), αν κρίνει ότι απαιτείται προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή των δημόσιων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών ή της υπόληψης άλλων και προς παρεμπόδιση της αποκάλυψης πληροφοριών που λήφθηκαν εμπιστευτικά ή προς το δημόσιο συμφέρον ή για την ανάγκη προστασίας του ανακριτικού έργου.
(3Α) Σε περίπτωση δικαστικού εντάλματος που αφορά παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας που είναι αναγκαία προς το συμφέρον της Δημοκρατίας, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν μονομερούς αίτησης (ex parte) του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, να διατάξει τη μη κοινοποίηση προς το θιγέν πρόσωπο της έκθεσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εφόσον ικανοποιηθεί ότι αυτό ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, σε περίπτωση που ο Δικαστής αρνείται την έκδοση δικαστικού εντάλματος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8.