21.(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να υποβάλει μονομερή (ex parte) αίτηση στο Δικαστήριο, ζητώντας έκδοση δικαστικού εντάλματος, με το οποίο εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται η πρόσβαση, η επιθεώρηση και η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας από ή εκ μέρους του ιδίου ή του Αρχηγού της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή.
(2) H προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να υποβληθεί αναφορικά με περιεχόμενο επικοινωνίας, που βρίσκεται καταγεγραμμένο σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, κατόπιν εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 27, 28, 29 και 30 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή κατόπιν έγκρισης από το Δικαστή αιτήματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου, ή κατόπιν εκτέλεσης αιτήματος δικαστικής συνδρομής είτε από την αρμόδια αρχή ξένης χώρας είτε από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου ή με βάση διεθνείς συμβάσεις στις οποίες προσχώρησε η Κυπριακή Δημοκρατία ή με τη γραπτή συγκατάθεση του κατόχου τους ή με άλλο νόμιμο τρόπο.
(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να περιλαμβάνει, εάν είναι αναγκαίο, τα ακόλουθα αιτήματα:
(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου, αίτημα για πρόσβαση σε δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον πιο πάνω Νόμο, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα που έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2)· ή/και
(β) αίτημα εξουσιοδότησης για είσοδο και έρευνα σε οποιοδήποτε τόπο, στον οποίο εύλογα πιστεύεται ότι υπάρχουν έγγραφα ή συσκευές ή αντικείμενα επί των οποίων βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και την κατάσχεση και κατακράτηση αυτών, μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης διαδικασίας, η οποία δυνατόν να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά.
(4) Καμιά αίτηση από ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν μπορεί να υποβληθεί και καμιά εξουσιοδότηση ή έγκριση δεν μπορεί να δοθεί από Δικαστή για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο-
(α) Προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας· ή
(β) για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σε σχέση με αδικήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος.
22. Η αίτηση για την έκδοση δικαστικού εντάλματος για εξουσιοδότηση ή έγκριση πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας γίνεται εγγράφως, υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή, εκ μέρους αυτού, από Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και συνοδεύεται από ένορκο δήλωση αρμόδιου δημόσιου λειτουργού, η οποία περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες και τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Την ιδιότητα του αρμόδιου δημόσιου λειτουργού·
(β) πλήρη και εμπεριστατωμένη έκθεση γεγονότων και περιστατικών, στα οποία βασίζεται ο αιτητής για να δικαιολογήσει την πεποίθησή του ότι το ζητούμενο δικαστικό ένταλμα πρέπει να εκδοθεί, η οποία έκθεση περιλαμβάνει-
(i) λεπτομέρειες του αδικήματος, το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι διαπράχθηκε, διαπράττεται ή αναμένεται να διαπραχθεί, ή περιγραφή του κινδύνου που πιστεύεται ότι υπάρχει για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ανάλογα με την περίπτωση,
(ii) γενική περιγραφή του είδους της ιδιωτικής επικοινωνίας και των εγγράφων ή των συσκευών ή των αντικειμένων επί των οποίων βρίσκεται αποθηκευμένο ή καταγεγραμμένο το περιεχόμενό της,
(iii) τον τρόπο με τον οποίο τα έγγραφα ή οι συσκευές ή τα αντικείμενα επί των οποίων βρίσκεται αποθηκευμένο το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, περιήλθαν ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, ανάλογα με την περίπτωση,
(iv) την ταυτότητα, εάν είναι γνωστή, του προσώπου που εύλογα πιστεύεται ότι διέπραξε ή διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει το αδίκημα και στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας του οποίου ζητείται η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη,
(v) το όνομα, τη διεύθυνση και το επάγγελμα, εάν είναι γνωστά, όλων των προσώπων, η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του καταγεγραμμένου περιεχομένου επικοινωνίας των οποίων εύλογα πιστεύεται ότι μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή, στη διερεύνηση ή στη δίωξη αδικήματος ή να χρησιμεύσει προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας·
(γ) το πρόσωπο το οποίο θα διενεργήσει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας·
(δ) το αίτημα, εάν είναι αναγκαίο, για πρόσβαση σε δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα σε έγγραφα ή σε συσκευές ή σε αντικείμενα, στα οποία βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας∙
(ε) το αίτημα, εάν είναι αναγκαίο, εξουσιοδότησης για είσοδο και έρευνα σε οποιοδήποτε καθορισμένο στο ένταλμα τόπο, και κατάσχεση εγγράφων ή συσκευών ή αντικειμένων που βρίσκονται σε αυτόν, στα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και κατακράτηση αυτών, μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης διαδικασίας, η οποία δυνατόν να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά·
(στ) εμπεριστατωμένη έκθεση που να δικαιολογεί τη ζητούμενη με την αίτηση χρονική διάρκεια της πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας και σε περίπτωση που η αίτηση αφορά παράταση της ισχύος του δικαστικού εντάλματος, έκθεση στην οποία παρατίθεται λογική εξήγηση για την αποτυχία λήψης τέτοιων αποτελεσμάτων:
23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα ή με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου, με το δικαστικό ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να εξουσιοδοτείται πρόσβαση σε δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα σε συσκευές ή αντικείμενα, τα οποία έχουν περιέλθει ή πρόκειται να περιέλθουν στην κατοχή της Αστυνομίας ή οποιουδήποτε ανακριτή, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 21.
(3) Ο Δικαστής δύναται, περαιτέρω, με δικαστικό ένταλμα, που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να εξουσιοδοτήσει, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ο ίδιος κρίνει σκόπιμο-
(α) Είσοδο και έρευνα σε οποιοδήποτε τόπο καθορίζεται σε αυτό, και
(β) κατάσχεση οποιωνδήποτε εγγράφων ή συσκευών ή αντικειμένων, που βρίσκονται στον εν λόγω τόπο, στα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και κατακράτηση αυτών, μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης διαδικασίας, η οποία δυνατόν να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά.
(4)(α) Δικαστικό ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εξουσιοδοτεί ή εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας εντός χρονικής περιόδου η οποία, κατά την κρίση του Δικαστή, είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου της εξουσιοδότησης και η οποία δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες:
(β) Παράταση ανεκτέλεστου δικαστικού εντάλματος δυνατό να εγκριθεί από το Δικαστή μέχρι δύο φορές κατόπιν συμπληρωματικής αίτησης που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22-
(i) για χρονική περίοδο η οποία κάθε φορά κρίνεται αναγκαία από το Δικαστή για επίτευξη του στόχου αυτής και η οποία δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. και
(ii) εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
24.Εάν κατά την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με εξουσιοδότηση ή έγκριση, κατόπιν δικαστικού εντάλματος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23, λαμβάνεται ιδιωτική επικοινωνία, η οποία σχετίζεται με άλλο αδίκημα από αυτό που περιγράφεται στο δικαστικό ένταλμα, το περιεχόμενο της επικοινωνίας αυτής θεωρείται ότι λήφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι υποβάλλεται, το συντομότερο δυνατό, συμπληρωματική αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23 για έκδοση δικαστικού εντάλματος, που να εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας και εκδίδεται το σχετικό δικαστικό ένταλμα.
25.(1) Όταν διαπιστωθεί, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, το οποίο έχει ληφθεί βάσει δικαστικού εντάλματος, όπως καθορίζεται στα άρθρα 21, 22 και 23, δεν συνδέεται με τη διάπραξη του αδικήματος ή τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, για τα οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο επί του οποίου βρίσκεται καταγεγραμμένο το εν λόγω περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, επιστρέφεται στο πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου βρισκόταν όταν παραλήφθηκε και οποιοδήποτε αντίγραφο του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο αναπαράχθηκε καταστρέφεται.
(2) Στην περίπτωση διακοπής της διαδικασίας διερεύνησης αδικήματος, για τo οποίo έχει εκδοθεί το δικαστικό ένταλμα, οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο επί του οποίου βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, το οποίο αποτελείμέρος μαρτυρίας, επιστρέφεται στο πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου βρισκόταν όταν παραλήφθηκε και οποιοδήποτε αντίγραφο του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο αναπαράχθηκε καταστρέφεται εντός ευλόγου χρόνου που καθορίζεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(3) Οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο επί του οποίου βρίσκεται καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, το οποίο αποτελεί μέρος μαρτυρίας, στην περίπτωση περάτωσης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου, επιστρέφεται στο πρόσωπο, το οποίο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει δικαίωμα σε αυτό και οποιοδήποτε αντίγραφο του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο αναπαράχθηκε καταστρέφεται.