1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ποινική και Πειθαρχική Ευθύνη των Ναυτικών, Αναστολή ή Ακύρωση Πιστοποιητικών) Νόμος του 2000.
2. Εις τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"άδεια κατ' εξαίρεση" σημαίνει άδεια κατ' εξαίρεση χορηγούμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000·
"Αρμόδια Αρχή" σημαίνει τον Υπουργό και τους από τον Υπουργό ειδικά, κατά περίπτωση εξουσιοδοτημένους·
"βιβλιάριο ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας ναυτικού" ή, συνοπτικά, κατά ταυτόσημη έννοια, "βιβλιάριο", σημαίνει το κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Απογραφή των Ναυτικών και Μητρώο Ναυτικής Απογραφής) Νόμου του 2000, εκδιδόμενο βιβλιάριο·
"Δημοκρατία" σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
"Διευθυντής" σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας·
"εταιρεία" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ασφαλής Επάνδρωση, Ώρες Εργασίας και Τήρηση Φυλακής) Νόμων του 2000 και 2004·
"κατάλληλο πιστοποιητικό" σημαίνει πιστοποιητικό κατάλληλο κατά τις διατάξεις του άρθρου 2(1) του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000·
"κράτος μέλος" σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Συμβαλλόμενο Μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2η Μαΐου 1992, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται·
"Μητρώο Ναυτικής Απογραφής" σημαίνει το κατά τις διατάξεις του άρθρου 5(1) του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Απογραφή των Ναυτικών και Μητρώο Ναυτικής Απογραφής) Νόμου του 2000, τηρούμενο Μητρώο·
"Πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας" σημαίνει πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας που εκδόθηκε ή αναγνωρίστηκε και θεωρήθηκε κατά τις διατάξεις του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000·
"Σύμβαση STCW" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ασφαλής Επάνδρωση, Ώρες Εργασίας και Τήρηση Φυλακής) Νόμων του 2000 και 2004·
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.
3.—(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται επί πλοιάρχων και ναυτικών, που υπηρετούν σε κυπριακά, οπουδήποτε ευρισκόμενα πλοία.
(2) Ο όρος "κυπριακό πλοίο" στον παρόντα Νόμο έχει την έννοια που αποδίδει στον όρον αυτό το άρθρο 5 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμων του 1963 έως το 1996.
4.—(1) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται επί πλοιάρχων και ναυτικών, οι οποίοι υπηρετούν σε κυπριακά πλοία οπουδήποτε ευρισκόμενα και, υπό την επιφύλαξη του εδαφίου (3), επί πλοιάρχων και ναυτικών αλλοδαπών πλοίων, σε περίπτωση που τα πλοία αυτά ευρίσκονται σε λιμένα της Δημοκρατίας ή μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.
(2) Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές, ο πλοίαρχος ή ο ναυτικός, ο οποίος ευρισκόμενος επί του πλοίου ή πλησίον αυτού, εσκεμμένα ή εξ αμελείας περί την εκτέλεση καθήκοντος του ή λόγω μέθης, με πράξη ή παράλειψή του, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει-
(α) Την απώλεια ή την καταστροφή του πλοίου στο οποίο υπηρετεί ή σοβαρή ζημιά εις αυτό ή τις μηχανές του ή τον εξοπλισμό ναυσιπλοΐας ή ασφάλειας του πλοίου· ή
(β) την απώλεια ή την καταστροφή ή τη σοβαρή ζημιά οποιουδήποτε άλλου πλοίου ή κατασκευάσματος· ή
(γ) το θάνατο ή τη βαρειά σωματική βλάβη οποιουδήποτε προσώπου επί ή εκτός του πλοίου.
(3) Προκειμένου περί του πλοιάρχου και των ναυτικών αλλοδαπών πλοίων, οι διατάξεις της παραγράφου (α) του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύουν.
(4) Ο κατηγορούμενος για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να προβάλει προς υπεράσπισή του τον ένα από τους ακόλουθους ισχυρισμούς και εφόσον αποδείξει τον ισχυρισμό αυτό, να απαλλαγεί της κατηγορίας:
(α) Εάν η κατηγορία με την οποία βαρύνεται είναι παράβαση ή παραμέληση καθήκοντος, ότι έλαβε κάθε εύλογο μέτρο προς εκτέλεση του καθήκοντός του·
(β) ότι κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η πράξη ή παράλειψη που στοιχειοθετεί το αδίκημα, ο ίδιος ετελούσε υπό την επήρεια φαρμάκων, τα οποία έλαβε για ιατρικούς σκοπούς και ότι είτε τα φάρμακα αυτά τα έλαβε κατόπιν συμβουλής ιατρού, προς την οποία συμμορφώθηκε πλήρως είτε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι τα φάρμακα αυτά θα είχαν την επήρεια που πράγματι είχαν εις αυτόν.
(γ) ότι κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του έλαβε κάθε εύλογη προφύλαξη και κατέλαβε κάθε δυνατή επιμέλεια για να αποτραπεί η τέλεση του αδικήματος-
(δ) ότι ενήργησε συμμορφούμενος προς νόμιμη διαταγή· ή
(ε) ότι, υπό τις όλες περιστάσεις, η απώλεια, καταστροφή, ζημιά, θάνατος ή σωματική βλάβη που προκλήθηκε, δε θα μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί ή ευλόγως να αποτραπεί από αυτόν.
(5) Στο άρθρο αυτό οι ακόλουθοι όροι, έχουν την ακόλουθη έννοια:
(α) "παράβαση ή παραμέληση καθήκοντος", εκτός σε ότι αφορά τον πλοίαρχο, περιλαμβάνει και ανυπακοή σε νόμιμη διαταγή·
(β) "καθήκον", σε ότι αφορά πλοίαρχο και ναυτικούς, σημαίνει οποιοδήποτε καθήκον που είναι συμφυές με την ιδιότητά τους, σε ότι δε αφορά τον πλοίαρχο, περιλαμβάνει και το καθήκον του σχετικά με την καλή διακυβέρνηση του πλοίου και το καθήκον του ως προς την ασφαλή λειτουργία του πλοίου, των μηχανών και του εξοπλισμού του· και
(γ) "κατασκεύασμα" σημαίνει οποιασδήποτε φύσεως σταθερό ή κινητό κατασκεύασμα, εκτός από πλοίο.
5. Ναυτικός, που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το πλοίο-
(α) Κατά το χρόνο που διεξάγεται στο πλοίο η υπηρεσία κατά φυλακές· ή
(β) κατά το χρόνο που έχει υποχρέωση προς εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας αναγόμενης στη φύλαξη ή στην ασφάλεια του πλοίου, των επιβαινόντων ή του φορτίου·
διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
6.—(1) Ναυτικός που εγκαταλείπει, χωρίς τη συναίνεση του πλοιάρχου, πλοίο που τελεί σε κίνδυνο, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Η κατά τα ανωτέρω εγκατάλειψη πλοίου από αξιωματικό ασυρμάτου ή αξιωματικό, που έχει ορισθεί να χειρίζεται το Παγκόσμιο Σύστημα Κινδύνου και Ασφάλειας (GMDSS), συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
7.—(1) Ναυτικός, που δεν υπακούει σε διαταγή του πλοιάρχου ή του αρμόδιου αξιωματικού, που αφορά στην εκτέλεση εργασίας, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων λιρών.
(2) Η κατά τα ανωτέρω ανυπακοή σε διαταγή, που αφορά στη σωτηρία κινδυνεύοντος πλοίου ή ανθρώπου, συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων λιρών ή και με τις δύο ποινές.
8. Ναυτικός, που εξυβρίζει ή απειλεί ανώτερο του, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων λιρών.
9. Ναυτικός, που βιαιοπραγεί, επί ή εκτός του πλοίου, κατά του πλοιάρχου ή ανώτερού του αξιωματικού, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
10. Πλοίαρχος ή ναυτικός, που ενεργεί ή παραλείπει τη λήψη μέτρων προς αποφυγή της ρύπανσης της θάλασσας, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
11. Ο πλοίαρχος ή άλλος ναυτικός, που κατά κατάχρηση της αναγόμενης στα καθήκοντά του εξουσίας, ενεργεί, διατάσσει, επιτρέπει ή ανέχεται την ενέργεια πράξης αυθαίρετης, που παραβλάπτει τα δικαιώματα άλλου επιβαίνοντος στο πλοίο, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο ποινές, εκτός εάν η ενέργεια αυτή κρίνεται ως αναγκαία για την τήρηση της τάξεως στο πλοίο, την ασφάλεια του πλου ή την προστασία της ζωής των επιβαινόντων.
12. Πλοίαρχος που χωρίς σοβαρό λόγο-
(α) Δε διευθύνει ο ίδιος το πλοίο κατά τον εις λιμένες, όρμους, διαύλους, διώρυγες, στενά και ποταμούς είσπλουν, διάπλουν, έκπλουν, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση ιδιαίτερα δύσκολου πλου· ή
(β) εγκαταλείπει το πλοίο πριν από την πάροδο εύλογου χρόνου προς αντικατάσταση του,
διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
13.—(1) Πλοίαρχος, που απειθεί σε νόμιμη εντολή της Αρμόδιας Αρχής της Δημοκρατίας, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.
(2) Το κατά το εδάφιο (1) αδίκημα διαπράττει και ο πλοίαρχος ή ο ναυτικός που στην αλλοδαπή αρνείται να εκτελέσει νόμιμη διαταγή της εκεί εδρεύουσας Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας.
14.—(1) Πλοίαρχος, που κατά τη διάρκεια του πλου και σε ώρα κινδύνου, διατάσσει την εγκατάλειψη του πλοίου χωρίς προηγουμένως να ζητήσει τη γνώμη των αξιωματικών ή, ελλείψει τούτων, των πιο έμπειρων ναυτικών, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Πλοίαρχος που αδικαιολόγητα δεν αποχωρεί τελευταίος κατά την εγκατάλειψη κινδυνεύοντος πλοίου, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Πλοίαρχος, που σε ώρα κινδύνου ή εγκατάλειψης του πλοίου, παραμελεί τη διάσωση των επιβαινόντων, των εγγράφων του πλοίου και των πολυτιμότερων πραγμάτων στο πλοίο, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
15.—(1) Πλοίαρχος, που με σκοπό τον προσπορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους, για τον εαυτό του ή άλλο, ή που με σκοπό την πρόκληση βλάβης σε άλλους, εκτρέπει το πλοίο από την πορεία του, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Αν η κατά τα ανωτέρω εκτροπή επάγεται πρόκληση κινδύνου στην ασφάλεια του πλοίου και των επιβαινόντων ή αν η εκτροπή τελεσθεί σε επιβατηγό πλοίο, το κατά το εδάφιο (1) αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
16.—(1) Πλοίαρχος ή πρώτος μηχανικός, που παραλείπει την τήρηση φυλακής επί του πλοίου, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Αν η κατά τα ανωτέρω παράλειψη επάγεται την πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης ή βλάβης στο φορτίο ή στην περιουσία τρίτων, το κατά το εδάφιο (1) αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
17.— Πλοίαρχος-
(α) Που εγκαταλείπει στην αλλοδαπή ασθενή ή τραυματία μέλος του πληρώματος, χωρίς να του παράσχει τα μέσα θεραπείας ή παλιννόστησής του· ή
(β) που εγκαταλείπει στην αλλοδαπή επιβάτη ασθενή ή τραυματία, εκτός του τόπου προορισμού του, χωρίς να ειδοποιήσει περί τούτου την Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας ή ελλείψει αυτής αρμόδια τοπική αρχή, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
18. Πλοίαρχος ή ναυτικός που συνδράμει ή επιχειρεί να συνδράμει πρόσωπο κατά του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη ή του οποίου για οποιοδήποτε λόγο απαγορεύτηκε η έξοδος από τη Δημοκρατία, να επιβιβαστεί στο πλοίο και να διαφύγει στην αλλοδαπή, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
19. Πλοίαρχος, ή ναυτικός, που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του τελεί σε κατάσταση μέθης, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων λιρών.
20. Διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές ο πλοίαρχος που-
(α) Παραλείπει να παραδώσει στην Αρμόδια ή σε Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας τα εγκαταλειφθέντα στο πλοίο από παράνομα απουσιάζοντες από το πλοίο ναυτικούς, τα βιβλιάρια και τα πιστοποιητικά ναυτικής ικανότητάς τους· ή
(β) παραλείπει να διενεργήσει ανάκριση για αδίκημα που διαπράχθηκε στο πλοίο, να μεριμνήσει για τη μεταφορά του φερόμενου ως υπαίτιου για το αδίκημα και την παράδοση φακέλου της ανάκρισης στην Αρμόδια ή σε Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας· ή
(γ) παραλείπει να συντάξει έγγραφα των οποίων η σύνταξη επιβάλλεται κατά την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία· ή
(δ) δε φέρει επί του πλοίου τα από την ισχύουσα στη Δημοκρατία νομοθεσία οριζόμενα ναυτιλιακά έγγραφα και βιβλία· ή
(ε) παραλαμβάνει υπεράριθμους επιβάτες ή δέχεται υπερφόρτωση του πλοίου ή κακή στοιβασία ή εξαλείφει ή αλλοιώνει τις κανονικές γραμμές φόρτωσης του πλοίου ή δεν αναγράφει επιβάτη στον οικείο κατάλογο· ή
(στ) παραλείπει να εγγράψει στο ημερολόγιο ναυτικό ατύχημα ή άλλο σημαντικό γεγονός ή παραλείπει να τηρήσει τακτικά και κανονικά τα ναυτιλιακά έγγραφα του πλοίου- ή
(ζ) διατάσσει την αναχώρηση του πλοίου πριν από την καθορισμένη ώρα απόπλου και ένεκα τούτου εγκαταλείπει στην ξηρά ναυτικό ή επιβάτη· ή
(η) υποβάλλει στην Αρμόδια ή σε Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας ψευδή λογαριασμό ως προς τις οφειλόμενες σε απόντα ναυτικό αποδοχές· ή
(θ) καθυστερεί τη χορήγηση εισιτηρίου για την παλιννόστηση ναυτικού- ή
(ι) δεν τηρεί τις ισχύουσες διατάξεις που αφορούν στα εξωτερικά γνωρίσματα του πλοίου ή εξαλείφει ή αλλοιώνει, καλύπτει ή αποκρύπτει αυτά·ή
(ια) εκτελεί πλουν χωρίς προηγουμένως να διαπιστώσει αν το πλοίο είναι ικανό για ασφαλή πλουν ή αν είναι εξοπλισμένο με τα απαραίτητα σωστικά μέσα, όργανα και εφόδια· ή
(ιβ) παραλείπει να λάβει τα προσήκοντα μέτρα προς προστασία της υγείας των επιβαινόντων ή προς παροχή της ενδεδειγμένης περίθαλψης· ή
(ιγ) παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, την εκτέλεση γυμνασίων για την ασφάλεια του πλοίου και την αποφυγή ρυπάνσεως, κατά τα οριζόμενα στους εκάστοτε ισχύοντες σχετικούς Κανονισμούς.
21.—(1) Ο πλοίαρχος, που ναυτολογεί πρόσωπο που δεν κατέχει κατάλληλο πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή πιστοποιητικό ή έγγραφο αποδεικτικό εξειδικευμένης εκπαίδευσης που απαιτείται για τη συγκεκριμένη θέση ή σχετική άδεια κατ' εξαίρεση, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.
(2) Το αυτό αδίκημα διαπράττει και ο πλοίαρχος, που επιτρέπει την εκτέλεση υπηρεσίας με οποιαδήποτε ειδικότητα για την οποία απαιτείται κατάλληλο πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή πιστοποιητικό ή έγγραφο εξειδικευμένης εκπαίδευσης ή σχετική άδεια κατ' εξαίρεση, από πρόσωπο που δεν κατέχει το απαιτούμενο πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή πιστοποιητικό ή έγγραφο εξειδικευμένης εκπαίδευσης ή σχετική άδεια κατ' εξαίρεση.
22.—(1) Πρόσωπο που επιχειρεί ή επιτυγχάνει ναυτολόγηση με δόλια μέσα ή πλαστογραφημένα έγγραφα, για την οποία όμως απαιτείται η κατοχή κατάλληλου πιστοποιητικού ναυτικής ικανότητας ή εγγράφου εξειδικευμένης εκπαίδευσης ή κατ' εξαίρεση άδειας, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Το αυτό αδίκημα διαπράττει και κάθε πρόσωπο που επιχειρεί ή επιτυγχάνει τη ναυτολόγησή του με πλαστό πιστοποιητικό ιατρικής εξετάσεως, κατά την έννοια του περί Εμπορικής Ναυτιλίας ( Ιατρική Εξέταση Ναυτικών και Έκδοση Πιστοποιητικών ) Νόμου του 2000.
22Α. Σε περίπτωση που οποιαδήποτε εταιρεία ή πρόσωπο θεωρείται με βάση σαφείς ενδείξεις ως υπεύθυνο ή γνώστης οποιασδήποτε εμφανούς μη συμμόρφωσης προς τα άρθρα 21 ή 22, η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με οποιοδήποτε κράτος μέλος ή Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης STCW, το οποίο ενημερώνεται για την πρόθεση της Δημοκρατίας να κινήσει δικαστικές διαδικασίες στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας της.
23. Εις τις επόμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου, εκτός εάν άλλως πως ειδικά ορίζεται, ο όρος "ναυτικός" περιλαμβάνει και τον πλοίαρχο.
24.—(1) Συνιστά ναυτικό πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στο Μέρος αυτό-
(α) Η τέλεση ποινικού αδικήματος από τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο, η λαθρεμπορία, η πρόκληση ναυαγίου ή τέλος η τέλεση άλλου ποινικού αδικήματος που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα· και
(β) κάθε παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του ναυτικού.
(2) Ναυτικός που διώκεται για ποινικό αδίκημα και απαλλάσεται της κατηγορίας δεν επιτρέπεται να διωχθεί για πειθαρχικό αδίκημα με την ίδια κατηγορία. Η απαλλακτική όμως απόφαση του δικαστηρίου δεν αποκλείει τη δίωξή του για πειθαρχικό αδίκημα που προκύπτει από διαγωγή η οποία σχετίζεται μεν προς την ποινική υπόθεση δεν εγείρει όμως το ίδιο επίδικο θέμα, όπως αυτό της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.
25. Τα ναυτικά πειθαρχικά αδικήματα τιμωρούνται με τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές:
(α) Της προειδοποίησης-
(β) της επίπληξης-
(γ) του προστίμου. Το πρόστιμο ορίζεται μέχρι του ενός πέμπτου του αναγραφόμενου στο ναυτολόγιο μηνιαίου μισθού ή, σε περίπτωση τέλεσης δεύτερου πειθαρχικού αδικήματος σε διάστημα δύο μηνών, μέχρι του ενός τρίτου του μηνιαίου μισθού- και
(δ) της στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, προσωρινής ή οριστικής, κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του Μέρους αυτού.
26. Προσωρινή στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος δύναται να επιβληθεί, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Για ναυτικό πειθαρχικό αδίκημα ιδιαίτερα βαρύ-
(β) μετά τελεσίδικη δικαστική καταδίκη για ποινικό αδίκημα από τα προβλεπόμενα εις τον παρόντα Νόμο ή για λαθρεμπορία- και
(γ) στις περιπτώσεις του επόμενου άρθρου, εφόσον κρίνεται ότι δεν συντρέχει λόγος επιβολής της ποινής της οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος.
27. Οριστική στέρηση του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος δύναται να επιβληθεί στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Επί ναυτικού ατυχήματος που οφείλεται σε δόλο, ή επί ναυτικού ατυχήματος που οφείλεται σε βαρειά αμέλεια, εφόσον συνεπεία του ατυχήματος επήλθε ολική πραγματική ή τεκμαρτή απώλεια του πλοίου, θάνατος ή βαρειά σωματική βλάβη-
(β) για πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου, της ζωής ή της περιουσίας στη θάλασσα ή στο θαλάσσιο περιβάλλον- και
(γ) μετά τελεσίδικη δικαστική καταδίκη σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερης του έτους, για παράβαση των διατάξεων περί κατοχής ή εμπορίας ναρκωτικών ή για ποινικό αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.
28. Η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της προσωρινής ή οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος καταχωρίζεται στο Μητρώο Ναυτικής Απογραφής και επάγεται, ανάλογα με την περίπτωση, την προσωρινή ή οριστική αφαίρεση του βιβλιαρίου ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας του καταδικασθέντος ναυτικού καθώς και την αναστολή της ισχύος ή της ακύρωσης του πιστοποιητικού ναυτικής ικανότητας που κατέχει, ή της θεωρήσεως του πιστοποιητικού αυτού, κατά τα οριζόμενα στο Μέρος VI του παρόντος Νόμου.
29. Η πειθαρχική ποινή της προσωρινής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος δύναται να μετατραπεί, κατά την κρίση του εκδικάζοντος το αδίκημα Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, σε χρηματική ποινή ανερχόμενη στο ένα όγδοο του αναγραφόμενου στο ναυτολόγιο μηνιαίου μισθού, για κάθε μήνα στέρησης- ο καταδικασθείς έχει δικαίωμα επιλογής επί του τρόπου εκτίσεως του συνόλου ή μέρους της ποινής του.
30. Τα ναυτικά πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται ως ακολούθως:
(α) Τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του πλοιάρχου, μετά πάροδο έξι μηνών από την τέλεση τους·
(β) τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα της Αρμόδιας ή Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας, μετά πάροδο ενός έτους από την τέλεσή τους· και
(γ) τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, μετά πάροδο δύο ετών από την τέλεσή τους ή την έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, συνεπεία της οποίας ενεργείται η περαιτέρω πειθαρχική δίωξη.
31.—(1) Πειθαρχικά όργανα, αρμόδια για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί των ναυτικών και την επιβολή πειθαρχικών ποινών, κατά τα οριζόμενα σε επόμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι-
(α) Ο πλοίαρχος·
(β) η Αρμόδια ή Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας· και
(γ) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού.
(2) Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα επιλαμβάνονται των πειθαρχικών αδικημάτων είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας που εισάγεται εις αυτά.
32.—(1) Οι ποινές της προειδοποίησης, της επίπληξης και του προστίμου, επιβάλλονται στους ναυτικούς από τον πλοίαρχο.
(2) Οι ποινές της προειδοποίησης, της επίπληξης ή του προστίμου, επιβάλλονται στον πλοίαρχο από την Αρμόδια ή από Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας.
(3) Οι ποινές της στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, προσωρινής ή οριστικής, επιβάλλονται στους ναυτικούς από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού.
33. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται από τα κατά το άρθρο 31 του παρόντος Νόμου αρμόδια προς άσκηση πειθαρχικής εξουσίας όργανα, που γνωστοποιούν στο διωκόμενο ναυτικό το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο διώκεται και τα υπάρχοντα κατ' αυτού στοιχεία.
34.—(1) Κατά των αποφάσεων του πλοιάρχου περί επιβολής ποινής προστίμου, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον της Αρμόδιας Αρχής ή της Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας του πρώτου κατάπλου.
(2) Κατά των αποφάσεων της Αρμόδιας ή της Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας περί επιβολής ποινής προστίμου, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού.
(3) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(4) Το πειθαρχικό όργανο, το οποίο εκδικάζει προσφυγή κατά αποφάσεως άλλου πειθαρχικού οργάνου, δεν επιτρέπεται να προσαυξήσει την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή.
35.—(1) Ο ναυτικός, κατά του οποίου ασκείται πειθαρχική δίωξη, καλείται σε απολογία μέσα σε εύλογη, υπό τις περιστάσεις, προθεσμία.
(2) Η κλήση προς απολογία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού ρυθμίζεται ειδικότερα στο άρθρο 45 του παρόντος Νόμου.
(3) Η απολογία δύναται να αποσταλεί και ταχυδρομικώς ή να κατατεθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο του διωκόμενου ναυτικού.
36.—(1) Τα ασκούντα πειθαρχική εξουσία όργανα, εκδίδουν γραπτή δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
(2) Κατ' εξαίρεση, οι αποφάσεις του πλοιάρχου ή της Αρμόδιας ή Προξενικής Αρχής της Δημοκρατίας, με τις οποίες επιβάλλεται πειθαρχική ποινή, καταχωρίζονται στο ναυτολόγιο του πλοίου και ανακοινώνονται στον καταδικασθέντα ναυτικό, που καλείται να υπογράψει τη σχετική καταχώριση.
38. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού, συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας
39.—(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού είναι πενταμελές και απαρτίζεται από τους ακόλουθους:
(α) Ένα νομικό, ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου, οριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν εισηγήσεως του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας·
(β) έναν επιθεωρητή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, οριζόμενο από τον Υπουργό·
(γ) ένα πρόσωπο εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στα ναυτιλιακά, οριζόμενο από τον Υπουργό·
(δ) ένα πλοίαρχο εμπορικού ναυτικού, οριζόμενο από τον Υπουργό κατόπιν εισηγήσεως του Συνδέσμου Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού· και
(ε) έναν εκπρόσωπο του κλάδου στον οποίο ανήκει ο διωκόμενος ναυτικός, οριζόμενο από τον Υπουργό κατόπιν εισηγήσεως των νόμιμων συντεχνιών.
(2) Καθήκοντα προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού ασκεί ο διοριζόμενος από το Υπουργικό Συμβούλιο νομικός, και σε περίπτωση κωλύματος του, ο αναπληρωτής του.
40.—(1) Επιτρέπεται ο διορισμός αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, προς αναπλήρωση των τακτικών μελών, σε περίπτωση που το τακτικό μέλος κωλύεται στην άσκηση των καθηκόντων του λόγω ασθένειας ή απουσίας ή εξαιρέσεώς του ή άλλης εύλογης αιτίας.
(2) Ο διορισμός των αναπληρωματικών μελών γίνεται κατά τον αυτό τρόπο, όπως και ο διορισμός των τακτικών μελών. Τα αναπληρωματικά μέλη πρέπει να διαθέτουν τα ίδια προσόντα όπως και τα τακτικά μέλη που αναπληρώνουν.
41.—(1) Η θητεία των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού είναι τριετής και ανανεώσιμη.
(2) Σε περίπτωση που η θέση ενός μέλους του Συμβουλίου αυτού κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, λόγω θανάτου, παραιτήσεως ή άλλως πως, διορίζεται άλλο μέλος για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του απερχόμενου μέλους, κατά τον αυτό τρόπο όπως διορίστηκε και το απερχόμενο μέλος.
42.—(1) Κάθε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, που έχει οποιοδήποτε συμφέρον στην υπό εκδίκαση υπόθεση, οφείλει να ανακοινώσει το υφιστάμενο κώλυμα προς συμμετοχή του, πριν από την έναρξη της διαδικασίας και να ζητήσει την εξαίρεσή του.
(2) Την εξαίρεση μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού δύναται να ζητήσει με γραπτή αίτηση του και ο διωκόμενος, πριν την έναρξη της διαδικασίας. Στην αίτηση παρατίθενται και οι λόγοι που δικαιολογούν την εξαίρεση, καθώς και στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς.
(3) Οι λόγοι εξαιρέσεως ενός μέλους Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού είναι οι ίδιοι με τους προβλεπόμενους σε ποινικές διαδικασίες.
43. Κατά την εξέταση καταγγελίας κατά πλοιάρχου ή άλλου ναυτικού, το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού έχει εξουσία-
(α) Να καλεί εγγράφως το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία σε απολογία· ή
(β) να ορίσει λειτουργό του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας ως ερευνώντα λειτουργό, προς διερεύνηση της καταγγελίας.
44.—(1) Ο ερευνών λειτουργός οφείλει να διενεργήσει την έρευνα το ταχύτερο.
(2) Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο ερευνών λειτουργός έχει εξουσία να καλεί και να ακούει τη μαρτυρία και να παίρνει γραπτή κατάθεση από πρόσωπα που γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την καταγγελία. Τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν και να υπογράφουν τη σχετική κατάθεση, αφού προηγουμένως η κατάθεση αναγνωστεί εις αυτά.
(3) Αφού ολοκληρώσει την έρευνά του ο ερευνών λειτουργός συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού. Με το πόρισμα συνυποβάλλει και όλα τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα.
(4) Μετά τη λήψη του πορίσματος το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού έχει εξουσία να καλέσει το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, σε απολογία.
45. Η κλήση προς απολογία είναι γραπτή και καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο, όπου ο διωκόμενος καλείται να εμφανιστεί, αναφέρει σε συντομία την κατηγορία που του προσάπτεται καθώς και τα γεγονότα πάνω στα οποία αυτή στηρίζεται.
46.—(1) Δύο μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού μαζί με τον κατά το άρθρο 38 (2) ασκούντα καθήκοντα προέδρου νομικό, συνιστούν απαρτία.
(2) Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, της συνεδρίας προεδρεύει ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, ο οποίος υπογράφει και τα πρακτικά της διαδικασίας καθώς και την απόφαση του Συμβουλίου αυτού.
(3) Εάν ο διωκόμενος εμφανιστεί κατά την καθορισμένη προς ακρόαση ημέρα, η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται κατά το δυνατό κατά τη διαδικασία συνοπτικώς εκδικαζόμενης ποινικής υπόθεσης.
(4) Εάν ο διωκόμενος δεν εμφανιστεί κατά την καθορισμένη προς ακρόαση ημέρα, εφόσον αποδειχθεί ότι έχει επιδοθεί προς αυτόν η κλήση προς απολογία, η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται ερήμην του, κατά τη διαδικασία που εφαρμόζεται σε ποινικές υποθέσεις, όπου η παρουσία του κατηγορουμένου δεν είναι απαραίτητη.
(5) Κατά την ακρόαση της υπόθεσης το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευση τους, επιδίδοντας προς αυτούς γραπτή κληση-
(β) να απαιτεί την προσκόμιση κάθε σχετικού εγγράφου-
(γ) να δέχεται γραπτές και προφορικές μαρτυρικές καταθέσεις, έστω και αν αυτές δε γίνονται δεκτές σε αστικές ή ποινικές διαδικασίες- και
(δ) να αναβάλλει την ακρόαση κατά περίπτωση, νοουμένου ότι αυτή θα διεξάγεται κατά το δυνατό ταχύτερα.
(6) Την κατηγορία διευθύνει ο λειτουργός του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, που άσκησε καθήκοντα ερευνώντος λειτουργού ή δικηγόρος οριζόμενος προς τούτο από το Πειθαρχικό αυτό Συμβούλιο.
(7) Κατά την ακρόαση τηρούνται πρακτικά της διαδικασίας, τα οποία υπογράφονται από τον πρόεδρο και τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου.
(8) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται είτε να απαλλάξει το διωκόμενο, είτε να τον εύρει ένοχο ενός ή περισσότερων πειθαρχικών αδικημάτων για τα οποία έχει προσαφθεί κατηγορία και να του επιβάλει, αφού προηγουμένως τον ακούσει ως προς την επιμέτρηση της ποινής, οποιαδήποτε από τις κατά νόμο προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, της προσωρινής ή οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, που δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις.
47.—(1) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού είναι δεόντως αιτιολογημένες, λαμβάνονται δε κατά πλειοψηφία των παριστάμενων μελών, σε περίπτωση όμως ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.
(2) Σε περίπτωση επιβολής της ποινής της προσωρινής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού, για την επιμέτρηση του χρόνου στέρησης, η απόφαση λαμβάνεται κατά τον οριζόμενο στο προηγούμενο εδάφιο τρόπο. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες των δύο προτάσεων ως προς το χρόνο στέρησης, ο χρόνος στέρησης του δικαιώματος ορίζεται συμψηφιστικά.
(3) Η απόφαση απαγγέλλεται από τον πρόεδρο παρουσία των λοιπών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού.
48.—(1) Χρέη γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού ασκεί λειτουργός του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, που ορίζεται προς τούτο από τον Υπουργό, με την περί συγκροτήσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού απόφασή του.
(2) Ο Γραμματέας μεριμνά για την τήρηση των πρακτικών των συνεδριών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων που παραπέμπονται προς αυτό, σύμφωνα με τις προς τούτο οδηγίες του προέδρου του Συμβουλίου.
49. Στην πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού, ο διωκόμενος δύναται να παραστεί διά συνηγόρου της επιλογής του.
50. Όποιος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού κατά την ακρόαση πειθαρχικής υπόθεσης και παραλείπει να το πράξει ή αρνείται να απαντήσει σε νομίμως τεθείσα προς αυτόν ερώτηση ή να προσκομίσει νομίμως ζητηθέν έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο, διαπράττει ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι τριακοσίων λιρών.
51.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία, το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού επιβάλλει σε ναυτικό την ποινή της προσωρινής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του επαγγέλματος του, ο καταδικασθείς ναυτικός οφείλει να παραδώσει, αμέσως μετά την επιβολή της ποινής, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ή την Αρμόδια ή σε Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας-
(α) Το βιβλιάριο ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας ναυτικού, που κατέχει· και
(β) το πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας που κατέχει· ή, προκειμένου περί κατόχου πιστοποιητικού ναυτικής ικανότητας που εκδόθηκε από άλλη χώρα και αναγνωρίστηκε και θεωρήθηκε κατά τις διατάξεις του Μέρους VIII του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000, το χωριστό έγγραφο το οποίο περιέχει τη θεώρηση.
(2) Η ισχύς των πιο πάνω εγγράφων αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση που του επεβλήθη.
(3) Η Αρμόδια ή Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας επιστρέφει στο ναυτικό, κατ' αίτησή του, το βιβλιάριο του καθώς και το πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή ανάλογα με την περίπτωση, το έγγραφο θεώρησης, μόλις λήξει ο χρόνος στέρησης, που του επεβλήθη.
52.—(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού επιβάλλει σε ναυτικό την ποινή της οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του επαγγέλματος του, ο καταδικασθείς ναυτικός οφείλει να παραδώσει, αμέσως μετά την επιβολή της ποινής, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ή την Αρμόδια ή Προξενική Αρχή της Δημοκρατίας-
(α) Το βιβλιάριο ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας ναυτικού που κατέχει· και
(β) το πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή το έγγραφο θεωρήσεως που κατέχει, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου αυτού.
(2) Το βιβλιάριο ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας του καταδικασθέντος ναυτικού ακυρώνεται και το όνομα αυτού διαγράφεται από το Μητρώο Ναυτικής Απογραφής.
(3) Το πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας του καταδικασθέντος ναυτικού, εάν εκδόθηκε και θεωρήθηκε από την Αρμόδια Αρχή κατά τις διατάξεις του Μέρους VI του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000, επιστρέφεται και ακυρώνεται.
(4) Το πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας του καταδικασθέντος ναυτικού, εάν αναγνωρίστηκε και θεωρήθηκε κατά τις διατάξεις του Μέρους VIII του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000 δεν ακυρώνεται, επιστρέφεται όμως και ακυρώνεται η ενεργηθείσα σε χωριστό έγγραφο θεώρηση του πιστοποιητικού.
53. Ναυτικός, που παραλείπει να παραδώσει βιβλιάριο ταυτότητας και ναυτικής υπηρεσίας ναυτικού ή πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας ή έγγραφο θεωρήσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 51 ή 52 του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδων λιρών.
54. Σε περίπτωση που ο καταδικασθείς ναυτικός είναι κάτοχος πιστοποιητικού ναυτικής ικανότητας που εκδόθηκε από άλλη χώρα και θεωρήθηκε κατά τις διατάξεις του Μέρους VIII του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Έκδοση και Αναγνώριση Πιστοποιητικών και Ναυτική Εκπαίδευση) Νόμου του 2000, η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού περί επιβολής της ποινής της προσωρινής ή οριστικής στέρησης του δικαιώματος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος και η αναστολή της ισχύος ή ακύρωση της θεωρήσεως του πιστοποιητικού, γνωστοποιούνται από την Αρμόδια Αρχή στην αρμόδια ή διπλωματική ή προξενική αρχή της χώρας, από την οποία εκδόθηκε το πιστοποιητικό ναυτικής ικανότητας του καταδικασθέντος ναυτικού, προς ενημέρωση της.
55.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία προς έκδοση Κανονισμών για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος, το οποίο κατά τον παρόντα Νόμο χρειάζεται ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Οι Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος νόμου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία έχει εξουσία προς έγκριση ή απόρριψή τους, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κατάθεσή τους. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων εγκρίνει τους Κανονισμούς ή η προθεσμία των εξήντα ημερών περάσει άπρακτη, οι Κανονισμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από την ημέρα της δημοσιεύσεώς τους.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.163(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ σε ημερομηνία που ορίζει ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων με Γνωστοποίηση του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.